Τι σημαίνει το passata στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης passata στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του passata στο Ιταλικό.

Η λέξη passata στο Ιταλικό σημαίνει περνάω, περνώ, περνάω, περνώ, πάω πάσο, περνάω, περνώ, περνάω, περνώ, πασάρω, δίνω, περνάω, περνώ, περνάω, περνώ, πασάρω, περνάω, περνώ, προσπερνάω, περνάω από κτ, περνώ από κτ, περνάω, περνώ, περνάω, περνώ, ξεπερνάω, περνάω, περνώ, περνάω, περνάω, περνώ, περνάω, περνώ, περνάω, ξεπερνάω, περνάω, περνώ, επισκέπτομαι κάτι, δίνω, πάσα στον αντίπαλο, περνάω, περνώ, περνάω γρήγορα, περνάω, πολτοποιώ, -, περνάω, περνάω, περνώ, γίνομαι αποδεκτός, περνάω, περνώ, περνάω, περνώ, επισκέπτομαι, κυλώ αργά, περνώ, κάνω μετάζευξη, δίνω κτ σε κπ άλλο, ζω, τρίβω, -, ανεβαίνω, σκαρφαλώνω, φεύγω, κάνω ντούκου, κάνω check, κυλάω, περνώ, περνάω, περνώ, υφίσταμαι, κύμα, που έχει περάσει, τον παλιό καιρό, παρελθοντικός χρόνος, παρελθόν, παρελθόν, αόριστος, προηγούμενος, παλιότερος, αόριστος, περασμένος, παρελθοντικός, παρελθόν, χτες, παρελθοντικός, τελειώνω, περασμένος, προϊστορικός, λειωμένος, αλεσμένος, παλιός, παλαιός, αλλοτινός, μη ενημερωμένος, που έχει περάσει, δίνω, πασάρω, περνώ τη νύχτα, μένω για το βράδυ, ορμώ, χιμάω, ξεχειμωνιάζω, μοιράζω, σφουγγαρίζω, μειώνω τη σημασία, μειώνω τη σπουδαιότητα, φέρνω, διασχίζω, περνώ, βρίσκω, φεύγω, χτενίζω, σαρώνω, την πέφτω, κοσκινίζω, ξεψαχνίζω, περνάω, με την πάροδο του χρόνου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης passata

περνάω, περνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'autobus è passato senza fermarsi per farci salire.
Το λεωφορείο πέρασε χωρίς να σταματήσει για εμάς.

περνάω, περνώ

verbo intransitivo (tempo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sembra che il tempo passi ogni anno più veloce.

πάω πάσο

verbo intransitivo (giochi di società)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Puoi passare oppure giocare una carta.

περνάω, περνώ

verbo intransitivo (andare via)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quell'opportunità purtroppo è passata.

περνάω, περνώ

verbo intransitivo (esami, ecc.)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
"Com'è andato il test?" "L'ho passato!".

πασάρω

verbo transitivo o transitivo pronominale (sport)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Per giocare bene in squadra bisogna passare la palla, anziché tenerla solo per sé.

δίνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Puoi passarmi il sale, per favore?
Μπορείς να μου δώσεις το αλάτι σε παρακαλώ;

περνάω, περνώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (esami, ecc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho passato il test!
Πέρασα το τεστ!

περνάω, περνώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il biglietto di compleanno è passato di mano in mano.

πασάρω

verbo intransitivo (sport)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ha passato e poi è volato verso rete.

περνάω, περνώ

(scuola)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Πέρασε δέκα μαθήματα στις εξετάσεις

προσπερνάω

(passare oltre)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Το λεωφορείο με προσπέρασε χωρίς να σταματήσει.

περνάω από κτ, περνώ από κτ

Prima devi passare la dogana e poi devi attendere il bagaglio.
Πρώτα πρέπει να περάσεις από το τελωνείο και μετά θα περιμένεις τις αποσκευές σου.

περνάω, περνώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (un esame)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha superato l'esame di guida al primo tentativo.
Πέρασε τις εξετάσεις οδήγησης με την πρώτη.

περνάω, περνώ

(legge) (μτφ: ο νόμος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ο νόμος πέρασε με πλειοψηφία εβδομήντα προς τριάντα.

ξεπερνάω, περνάω, περνώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La velocità del razzo ha superato velocemente i duecento chilometri all'ora.

περνάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La folla osservava il corteo che passava.
Το πλήθος παρακολουθούσε καθώς περνούσε η πομπή.

περνάω, περνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quando Emily era ammalata, rimaneva seduta accanto alla finestra e salutava tutti quelli che passavano.
Όταν η Έμιλι ήταν άρρωστη καθόταν κοντά στο παράθυρο και χαιρετούσε όποιον περνούσε.

περνάω, περνώ

verbo intransitivo (tempo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Non posso credere che le vacanze siano già finite. Il tempo è passato così in fretta!
Δεν μπορώ να πιστέψω ότι οι διακοπές τέλειωσαν κιόλας. Πέρασε πολύ γρήγορα ο καιρός!

περνάω, ξεπερνάω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Era caduta una frana sulla strada e non potevamo passare.

περνάω, περνώ

verbo intransitivo (a casa di qualcuno)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Steve è passato prima, mentre eri fuori. Gli ho detto che lo avresti chiamato al tuo rientro.

επισκέπτομαι κάτι

(informale: fare visita)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fiona disse che sarebbe passata per controllare che tutto andasse bene.

δίνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Passo sempre i miei libri preferiti a mia sorella.

πάσα στον αντίπαλο

verbo transitivo o transitivo pronominale (football: palla)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Il quarterback ha passato la palla al running back.

περνάω, περνώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La folla guardava passare la sfilata.
Το πλήθος παρακολουθούσε καθώς περνούσε η παρέλαση.

περνάω γρήγορα

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περνάω

(tessere ecc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Passate la tessera nel lettore e digitate il vostro codice sul tastierino.
Πέρασε την κάρτα σου και πληκτρολόγησε το PIN σου.

πολτοποιώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (culinaria)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bisogna passare le verdure prima di aggiungerle alla ricetta.

-

verbo intransitivo (senza fermarsi) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Sei appena passato col rosso!
Πέρασε με κόκκινο.

περνάω

verbo intransitivo (μεταφορικά: από κάπου)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Passerò domani mattina andando al lavoro.
Θα περάσω αύριο το πρωί, πηγαίνοντας στη δουλειά.

περνάω, περνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il divano non passerà mai dalla porta.

γίνομαι αποδεκτός

verbo intransitivo

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Al Congresso la mozione passerà.

περνάω, περνώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
È passato al livello di gioco successivo.

περνάω, περνώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mentre passava, John salutava con la mano dal finestrino dell'auto.

επισκέπτομαι

(a trovare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Peter ha detto che sarebbe passato nel pomeriggio.
Ο Πίτερ είπε πως θα περάσει κάποια στιγμή το απόγευμα.

κυλώ αργά

verbo intransitivo (χρόνος)

Si annoiavano col passare del tempo.
Άρχισαν να βαριούνται, καθώς δεν έλεγε να περάσει η ώρα.

περνώ

verbo intransitivo (di tempo) (χρόνος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I minuti passavano e Peter non aveva ancora idea di cosa fare.

κάνω μετάζευξη

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A settembre la biblioteca trasferirà il suo catalogo sul nuovo sistema informatico.

δίνω κτ σε κπ άλλο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Prendi un biscotto e poi falli girare.
Πάρε ένα μπισκότα και δώστα και στους υπόλοιπους.

ζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha passato il periodo più brutto della sua vita in quel carcere. // Il paese sta vivendo un boom economico senza precedenti.
Έζησε τις χειρότερες στιγμές της ζωής της σε εκείνη φυλακή.

τρίβω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
George passò la mano sulla schiena del gatto.
Ο Τζώρτζ έτριψε το χέρι του στην πλάτη της γάτας.

-

verbo transitivo o transitivo pronominale (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Puoi passarmi quel libro, per favore?
Μπορείς να μου δώσεις εκείνο το βιβλίο, σε παρακαλώ;

ανεβαίνω, σκαρφαλώνω

verbo intransitivo (estendersi, svilupparsi)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Stiamo cercando di fare in modo che le rose corrano lungo il traliccio.

φεύγω

verbo intransitivo (di sevizio autobus, treno, etc.)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quando parte l'autobus?

κάνω ντούκου, κάνω check

verbo intransitivo (poker)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Vuoi puntare o passare?

κυλάω

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il tempo scorre.

περνώ

(χρόνος, ώρα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Trascorse un'ora prima che la polizia finalmente arrivasse.

περνάω, περνώ

(figurato: passare)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Saltava da un lavoro all'altro.
Πήδαγε από τη μια εργασία στην άλλη.

υφίσταμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha dovuto subire molte critiche quando l'affare è fallito.

κύμα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

που έχει περάσει

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τον παλιό καιρό

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Il bisnonno intratteneva i bambini con storie del passato.

παρελθοντικός χρόνος

sostantivo maschile (grammatica)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il passato del verbo "walk" è "walked".

παρελθόν

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Nel passato lavavamo i vestiti a mano.
Παλιά πλέναμε τα ρούχα στο χέρι.

παρελθόν

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Anche se sembrava una brava persona, nascondeva il suo passato a tutti.

αόριστος

sostantivo maschile (grammatica)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La parola "mangiai" è il passato di "mangio".
Ο αόριστος του «τρώω» είναι «έφαγα».

προηγούμενος, παλιότερος

(σε χρονολογική σειρά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I passati governi non erano amichevoli con la stampa.
Προηγούμενες (or: παλιότερες) κυβερνήσεις δεν ήταν φιλικές προς τον τύπο.

αόριστος

sostantivo maschile (grammatica)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

περασμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Gli eventi passati sono passati, concentriamoci sul presente.

παρελθοντικός

(grammatica) (γραμματική: χρόνος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A volte usa il passato in modo scorretto.

παρελθόν

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il passato aiuta a spiegare il presente.

χτες

sostantivo maschile (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I Beatles sono stati eccezionali personaggi del passato.

παρελθοντικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Matilda provò un'improvvisa nostalgia del momento trascorso.

τελειώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
È già finito il telegiornale?
Τέλειωσαν οι ειδήσεις;

περασμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I facchini della stazione ferroviaria appartengono a un'era passata.

προϊστορικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sin dai tempi passati questo fiume è stato un percorso commerciale.
Από τους προϊστορικούς χρόνους αυτός ο ποταμός χρησιμοποιήθηκε για εμπορικές διαδρομές.

λειωμένος, αλεσμένος

(φαγητό, γενικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Faccio il purè di patate con latte e burro.
Εγώ φτιάχνω τον πουρέ πατάτας με γάλα και βούτυρο.

παλιός, παλαιός

aggettivo (tempo, ecc.)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αλλοτινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μη ενημερωμένος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που έχει περάσει

aggettivo (tempo) (για χρόνο, ώρα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δίνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le passò la penna.
Της έδωσε το στυλό.

πασάρω

verbo transitivo o transitivo pronominale (palla, pallone, ecc.) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Passò la palla da baseball al suo compagno di squadra, che la batté.

περνώ τη νύχτα, μένω για το βράδυ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ορμώ, χιμάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jeffrey sfrecciò per il negozio.

ξεχειμωνιάζω

(formale)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μοιράζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alla festa hanno distribuito tramezzini e bevande.

σφουγγαρίζω

(il pavimento)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο Κάιλ σφουγγάρισε το πάτωμα μετά από τη βάρδιά του.

μειώνω τη σημασία, μειώνω τη σπουδαιότητα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φέρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Visto che passi da casa mia in ogni caso, puoi portarmi quei documenti?

διασχίζω, περνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I cacciatori hanno dovuto attraversare una folta macchia per raggiungere il cervo ferito.
Οι κυνηγοί έπρεπε να διασχίσουν μια συστάδα δέντρων για να προσεγγίσουν το τραυματισμένο ελάφι.

βρίσκω

(telefonicamente) (κάποιον στο τηλέφωνο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dopo parecchi tentativi di chiamare Yolanda, alla fine sono riuscito a raggiungerla.
Μετά από αρκετές προσπάθειες να τηλεφωνήσω στη Γιολάντα, τελικά κατάφερα να τη βρω.

φεύγω

(eufemismo: morire) (ευφημισμός)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Lo zio James è mancato un paio di anni fa. // Suo nonno venne a mancare dopo una battaglia di cinque anni contro il cancro.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο θείος Τζέιμς έφυγε πριν μερικά χρόνια.

χτενίζω, σαρώνω

(μεταφορικά: κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Χτένισαν την παραλία για να βρουν ενδιαφέροντα κοχύλια.

την πέφτω

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ha dormito da me sabato notte.
Την έπεσε σπίτι μου το Σάββατο το βράδυ.

κοσκινίζω, ξεψαχνίζω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Linda ha passato il pomeriggio ad esaminare vecchi giornali.

περνάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ci incontreremo quando avrai sdoganato.

με την πάροδο του χρόνου

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Ti dimenticherai di lui con il passare del tempo.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του passata στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.