Τι σημαίνει το stringere στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης stringere στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του stringere στο Ιταλικό.
Η λέξη stringere στο Ιταλικό σημαίνει σφίγγω, σφίγγω, μαζεύω, στενεύω, αγκαλιάζω, κρατάω, κρατώ, ζώνω, αρπάζω, γραπώνω, σφίγγω, σφίγγω, κρατάω, κρατώ, πιάνω, δένω, σφίγγω, κλείνω, σφίγγω, χτυπάω, κλείνω, δένω, σφίγγω, στενεύω, κρατάω, κρατώ, αγκαλιάζω, περιστρέφω, κουμπώνω, βιδώνω, κλείνω, σφίγγω, στερεώνω, ασφαλίζω, σφραγίζω, σφίγγω, συμπιέζω, ξεκινάω, ξεκινώ, σφίγγω, στερεώνω, αγκαλιάζω, αρπάζω, αγκαλιάζω, χτυπάω, αρπάζω, δένομαι, αγκαλιάζω κπ σφιχτά, κρατάω κπ σφιχτά, κουρνιάζω δίπλα σε κπ, σφίγγω τα δόντια, κρατάω γερά, δεν αφήνω, χαιρετώ δια χειραψίας, σφίγγω τις γροθιές μου, κάνω την καρδιά μου πέτρα, κάνω μια συμφωνία, κρατάω γερά, κρατάω σφιχτά, πολιορκώ, περιστοιχίζω, βιδώνω, υπογράφω σύμβαση περί µη ανταγωνισµού, στριμώχνω, σφίγγω τα δόντια και κάνω κτ, κολλάω κτ σε κπ/κτ, στριμώχνω, ραγίζω την καρδιά, είμαι κολλητός, είμαι εφαρμοστός, αγκαλιάζω, κάνω να φτάσει, σφίγγω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης stringere
σφίγγωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Victor strinse le mani a Mona. Ο Βίκτωρ έσφιγγε τα χέρια της Μόνα. |
σφίγγωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La vite si era allentata, quindi Paul la strinse. Η βίδα είχε λασκάρει και έτσι ο Πωλ την έσφιξε. |
μαζεύω, στενεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (sartoria) (ρούχα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I pantaloni sono troppo larghi; bisogna stringerli. Το παντελόνι είναι πολύ φαρδύ, πρέπει να το στενέψω. |
αγκαλιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La bambina abbracciò (or: strinse) forte la sua bambola. Το κοριτσάκι έσφιγγε στην αγκαλιά του την κούκλα του. |
κρατάω, κρατώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sally stringeva le redini del cavallo. |
ζώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (con corda, cinghia) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Una corda d'oro intrecciata stringeva la tonaca del mago. |
αρπάζω, γραπώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Charlie strinse la corda intorno a un albero con un nodo saldo. |
σφίγγωverbo transitivo o transitivo pronominale (schiacciare a sé) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha stretto la sua amata al petto. |
σφίγγωverbo transitivo o transitivo pronominale (mano) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Incontrando l'uomo che aveva salvato la vita di sua moglie John gli prese la mano e la strinse. |
κρατάω, κρατώ, πιάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Anna stringeva la racchetta mentre entrava nel campo da tennis. Η Άννα κρατούσε γερά τη ρακέτα όταν μπήκε στο γήπεδο του τένις. |
δένω, σφίγγωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il nodo si stava disfacendo perciò Linda lo strinse. |
κλείνω, σφίγγωverbo transitivo o transitivo pronominale (στα χέρια, στην αγκαλιά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La mamma di Sarah l'ha stretta forte a sé. Η μητέρα της Σάρας την έσφιξε στην αγκαλιά της. |
χτυπάωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Queste scarpe mi sono strette. |
κλείνω(di accordo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δένω, σφίγγωverbo transitivo o transitivo pronominale (corsetto) (για κορσέ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Per stringere il corsetto, la signora si fece aiutare dalla sua domestica. |
στενεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La sarta strinse il corpetto del vestito per farlo aderire bene intorno alla vita. |
κρατάω, κρατώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tiene la mano ai figli quando attraversano la strada. Κρατά το χέρι του παιδιού της όταν περνούν το δρόμο. |
αγκαλιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lei ha abbracciato suo fratello quando è tornato. Όταν γύρισε ο αδερφός της, τον αγκάλιασε. |
περιστρέφω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Περίστρεψε τα παξιμάδια μέχρι να σφίξουν εντελώς. |
κουμπώνω(vestito) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vieni amore, fatti chiudere il cappotto dalla nonna. Έλα γλυκέ μου, άσε τη γιαγιά να κουμπώσει το παλτό σου. |
βιδώνω(ανάλογα με την περίσταση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κλείνω(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σφίγγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi afferrarono le braccia e iniziarono a tirare. Άρπαξαν (or: γράπωσαν) τα μπράτσα μου και άρχισαν να τραβούν. |
στερεώνω, ασφαλίζω, σφραγίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jenna chiuse la cassa di imballo e la fissò con delle corde. Η Τζέννα έκλεισε τη βαλίτσα και την έδεσε με σπάγγο. |
σφίγγω(muscoli) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Φοβήθηκα όταν έσφιξε τις γροθιές του. |
συμπιέζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I leggings sono fatti con un materiale speciale che comprime i muscoli. |
ξεκινάω, ξεκινώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής μας στην Αφρική έπιασα φιλία με τον ξεναγό μας. |
σφίγγω, στερεώνω(con una morsa) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fissa la sabbiatrice all'angolo del piano di lavoro. Στερέωσε το τριβείο στην άκρη του πάγκου εργασίας. |
αγκαλιάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La madre strinse la figlia piccola tra le sue braccia. |
αρπάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi afferrò la mano e mi tirò via. Άρπαξε το χέρι μου και με τράβηξε μακριά. |
αγκαλιάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I due si strinsero in un forte abbraccio. La madre abbracciò il suo bimbo che piangeva. Η μητέρα πήρε αγκαλιά το μωρό της που έκλαιγε. |
χτυπάωverbo intransitivo (κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Queste scarpe stringono. Αυτά τα παπούτσια με χτυπάνε. |
αρπάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάποιον/κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δένομαι(μεταφορικά: διαδικασία) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Julie capì che aveva bisogno di più tempo per stabilire un legame col suo nuovo cucciolo. Η Τζούλη πιστεύει πως χρειάζεται περισσότερο χρόνο για να δεθεί με το νέο της σκυλάκι. |
αγκαλιάζω κπ σφιχτά, κρατάω κπ σφιχτά
Tim ha abbracciato forte la sua ragazza prima di andare via. |
κουρνιάζω δίπλα σε κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La piccola Bess si accoccola al suo orsetto preferito quando fa il pisolino. |
σφίγγω τα δόντιαverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: resistere) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dovrai stringere i denti, non c'è alternativa. |
κρατάω γερά, δεν αφήνωverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χαιρετώ δια χειραψίαςverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I due uomini d'affari si strinsero la mano. Οι δυο επιχειρηματίες χαιρετήθηκαν δια χειραψίας. |
σφίγγω τις γροθιές μουverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω την καρδιά μου πέτραverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato, informale: sopportare) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω μια συμφωνία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κρατάω γερά, κρατάω σφιχτά
L'anziana stringeva forte la borsetta mentre attraversava la strada. Η ηλικιωμένη γυναίκα κρατούσε γερά την τσάντα της, καθώς διέσχιζε το δρόμο. |
πολιορκώ, περιστοιχίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le truppe nemiche assediarono il castello. |
βιδώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
υπογράφω σύμβαση περί µη ανταγωνισµούverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στριμώχνω(figurato) (κπ/κτ ανάμεσα σε κπ/κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Su quel volo ero schiacciato come un sandwich tra due lottatori di sumo! Il padrone di casa mi ha infilato a mo' di sandwich tra due banchieri che non facevano altro che parlare tra di loro di investimenti con me nel mezzo. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ήμουν στριμωγμένος ανάμεσα σε δύο παλαιστές σούμο σε εκείνη την πτήση! |
σφίγγω τα δόντια και κάνω κτverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: sopportare) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) A Bill non restava che stringere i denti e affrontare la situazione. |
κολλάω κτ σε κπ/κτ
Ben strinse a sé la fidanzata e appoggiò il mento sulla sua spalla. |
στριμώχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha chiuso la ragazza in un angolo di modo che non potesse scappare. Στρίμωξε το κορίτσι για να μην μπορεί να ξεφύγει. |
ραγίζω την καρδιά(figurato: rattristare) (μεταφορικά) |
είμαι κολλητός, είμαι εφαρμοστόςverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I suoi jeans le stringevano sui fianchi. |
αγκαλιάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Stringi a te i tuoi bambini. |
κάνω να φτάσειverbo transitivo o transitivo pronominale (idiomatico) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Dobbiamo tirare la cinghia e farci bastare i soldi fino alla fine della settimana. Πρέπει να κάνουμε τα χρήματά μας να φτάσουν για όλη την εβδομάδα. |
σφίγγωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nancy strinse leggermente la mano di Paul per rassicurarlo. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του stringere στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του stringere
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.