Τι σημαίνει το strada στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης strada στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του strada στο Ιταλικό.
Η λέξη strada στο Ιταλικό σημαίνει δρόμος, δρόμος, αυτοκινητόδρομος, δρόμος, αυτοκινητόδρομος, δρόμος, δρόμος, γειτονιά, δρόμος, δρόμος, δρόμος, δρόμος για κτ, Route, οδός, δρόμος, εισιτήριο για κτ, κατεύθυνση, πορεία, ρότα, δρόμος, οδός, δρόμος, δρόμος, δρόμος, τετράγωνο, απόσταση, Λεωφ., οδός, ωθώ, σπρώχνω, παρεκκλίνω, εκλέπτυνση, πλανόδιος, μπαίνω μπροστά, μπαίνω πρώτος, σπρώχνω, κατάλληλο για κυκλοφορία, εκτός δρόμου, στη μέση της διαδρομής, στα μισά του δρόμου, στα μισά, στο μέσον, ακριβώς απέναντι, καθ'οδόν, προς τη σωστή κατεύθυνση, στο σωστό δρόμο, χρειάζεται πολλή προσπάθεια ακόμη, άστεγος, η αρχή του δρόμου, εθνική οδός, οδόστρωμα, δρόμος, δρόμος ταχείας κυκλοφορίας με διόδια, δρόμος, διάδρομος, άκρη του δρόμου, παράδρομος, μουσικός, πεζός που αφηρημένα διασχίζει δρόμο σε λάθος σημείο, η πράξη του να διασχίζεις δρόμο σε λάθος σημείο, γεωκόκκυξ της Καλιφόρνιας, οδική αρτηρία, παράδρομος, αλητάκος, τροχοπεδιλισμός, δρόμος με διόδια, μονοπάτι, παράδρομος, τμήμα δρόμου όπου απαγορεύεται η στάση και η στάθμευση, εθνική οδός, παράδρομος, κοινός θνητός, κοινή θνητή, κεντρικός, οδηγός που εγκαταλείπει το θύμα μετά από τροχαίο, οδική δοκιμή, street artist, όνομα του δρόμου, εκδιδόμενη, αδιέξοδο, αδιέξοδο, αδιέξοδο, χωματόδρομος, αυτοκινητόδρομος με διαχωριστική νησίδα, δρόμος με χαλίκι, διαπολιτειακός αυτοκινητόδρομος, ο μέσος άνθρωπος, πλακόστρωτος δρόμος, δευτερεύουσα οδός, ο γρηγορότερος δρόμος, η συντομότερη διαδρομή, παράδρομος, παράδρομος, αυτοκινητόδρομος, ακροβάτης του δρόμου, λεωφόρος με διόδια, δρόμος με διόδια, πλανόδιος διασκεδαστής, πλανόδιος ανιματέρ, μονοπάτι, μεγάλη απόσταση, σημαντική απόσταση, κεντρικός δρόμος, κεντρική οδός, ταξίδι με το αυτοκίνητο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης strada
δρόμοςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Questa strada ha quattro corsie. Αυτός ο δρόμος έχει τέσσερις λωρίδες. |
δρόμοςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Abbiamo guidato attraverso tortuose strade di campagna per arrivare al paesino. // Quella strada è la statale 19 per Albany. Οδηγήσαμε σε επαρχιακούς δρόμους γεμάτους στροφές για να φτάσουμε στο χωριό. Αυτός ο δρόμος έιναι η Εθνική Οδός 19 για το Άλμπανι. |
αυτοκινητόδρομος(specifico: che taglia un parco naturale) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
δρόμοςsostantivo femminile (figurativo) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La strada per il successo ha molti ostacoli. Ο δρόμος προς την επιτυχία έχει πολλές λακκούβες. |
αυτοκινητόδρομος(για αυτοκίνητα) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Siamo passati sulla vecchia strada romana. Ακολουθήσαμε τον παλιό ρωμαϊκό δρόμο. |
δρόμοςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La strada per Boston è una delle principali arterie autostradali. |
δρόμοςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Bambini, venite via dalla strada e giocate sul prato! |
γειτονιά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δρόμοςsostantivo femminile (figurato) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Penso che sia sulla cattiva strada cercando un lavoro nella pubblicità. |
δρόμοςsostantivo femminile (rotta, percorso) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Non prendere la strada sbagliata o ti perderai. |
δρόμοςsostantivo femminile (sentiero, cammino) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Vedrai delle rose un po' più su lungo la strada. |
δρόμος για κτsostantivo femminile (figurato) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il predicatore urlava: "Quei peccatori sono sulla strada per l'inferno." |
Routesostantivo femminile (toponomastica) (ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) La strada 66 è stata una delle strade originarie dell'America. |
οδός(σε διεύθυνση) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
δρόμος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) È una splendida strada con tutti gli alberi e i bei palazzi. Είναι ωραίος δρόμος, με όλα αυτά τα κτίρια και τα δέντρα. |
εισιτήριο για κτsostantivo femminile (figurato) (μεταφορικά) Secondo Kelly l'università è la porta d'accesso a una vita migliore. Η Κέλλυ θεωρούσε την ανώτατη εκπαίδευση εισιτήριο για μια καλύτερη ζωή. |
κατεύθυνσηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Che strada hai preso per arrivare qui? Ποια κατεύθυνση πήρες για να πας εκεί; |
πορεία, ρόταsostantivo femminile (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Non è facile sapere che strada prendere nella vita. Είναι δύσκολο να γνωρίζεις ποιον δρόμο να πάρεις στη ζωή. |
δρόμος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) C'è un strada che attraversa le montagne dieci chilometri a sud da qui. Υπάρχει ένας δρόμος μέσα από τα βουνά δέκα χιλιόμετρα νότια από εδώ. |
οδός
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δρόμοςsostantivo femminile (via, percorso) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Che strada devo prendere per arrivare ad Atene? |
δρόμοςsostantivo femminile (cammino) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) È sulla strada verso la felicità. |
δρόμοςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Viviamo in una bella strada, con un piccolo giardino. |
τετράγωνο(απόσταση: σταυροδρόμια) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La posta è tre isolati più in là in quella direzione. Το ταχυδρομείο είναι τρία τετράγωνα πιο κάτω προς αυτήν την κατεύθυνση. |
απόσταση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) C'è parecchia distanza tra qui e Chicago. Το Σικάγο είναι σε πολύ μεγάλη απόσταση από εδώ. |
Λεωφ.(συντομογραφία: Λεωφόρος) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
οδός
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il mio ufficio si trova in Via Centrale. |
ωθώ, σπρώχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Un uomo nella calca mi ha detto di tutto perché avevo sgomitato. |
παρεκκλίνω(figurato: smarrirsi, perdersi) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Marcia è diventata una consulente per aiutare gli adolescenti sbandati. |
εκλέπτυνση(τρόποι, συμπεριφορά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πλανόδιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il venditore ambulante vendeva hot dogs alla sua bancarella. |
μπαίνω μπροστά, μπαίνω πρώτος(guidare la direzione) (πάω μπροστά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Puoi condurre verso lo stadio, e io ti seguo? Αν μπεις μπροστά, θα σε ακολουθήσω. |
σπρώχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κατάλληλο για κυκλοφορία(όχημα) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Se la tua auto non è registrata, non è sicura per la circolazione su strada. |
εκτός δρόμουavverbio (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στη μέση της διαδρομής
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Siamo tornati indietro a metà strada a causa della neve. Γυρίσαμε πίσω στα μισά του δρόμου εξαιτίας του χιονιού. |
στα μισά του δρόμουlocuzione avverbiale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Incontriamoci a metà strada tra casa tua e la mia. |
στα μισά, στο μέσονlocuzione avverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Σταμάτησα να διαβάζω το βιβλίο περίπου στα μισά του δρόμου για το σπίτι. |
ακριβώς απέναντι
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) I miei suoceri si sono trasferiti proprio di fronte a noi, il che è utile quando abbiamo bisogno di lasciare i bambini a qualcuno. |
καθ'οδόνlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Se vuoi li consegno da parte tua lungo la strada. |
προς τη σωστή κατεύθυνσηlocuzione avverbiale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στο σωστό δρόμο(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Uso un'app per tenere sotto controllo tutti i miei progetti. |
χρειάζεται πολλή προσπάθεια ακόμη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
άστεγοςlocuzione avverbiale (figurato: senzatetto) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
η αρχή του δρόμου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Vivono in cima alla strada. |
εθνική οδόςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Il camionista percorreva la strada statale per andare a consegnare il legname in California. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο νέος αυτοκινητόδρομος θα δοθεί στην κυκλοφορία σε έναν μήνα. |
οδόστρωμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Η κυκλοφορία σε αυτόν τον δρόμο είναι τόση που το οδόστρωμα έχει παντού ρωγμές. |
δρόμοςsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Jackie ha deciso di non comprare la casa perché si trova su una strada principale. |
δρόμος ταχείας κυκλοφορίας με διόδιαsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Se non vuoi pagare, dovresti evitare la strada a pedaggio. |
δρόμος, διάδρομοςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ci sono molti negozi lungo la strada rialzata che conduce all'isola. |
άκρη του δρόμουsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Randy ha rallentato alla vista di un'auto della polizia sul ciglio della strada. |
παράδρομοςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Invece di prendere la superstrada, abbiamo imboccato una strada secondaria. |
μουσικόςsostantivo maschile (στον δρόμο) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) I passanti lanciavano monete nel cappello del musicista di strada. |
πεζός που αφηρημένα διασχίζει δρόμο σε λάθος σημείο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
η πράξη του να διασχίζεις δρόμο σε λάθος σημείο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Attraversare la strada fuori dalle strisce sembra una piccola cosa, ma può provocare incidenti gravi. |
γεωκόκκυξ της Καλιφόρνιαςsostantivo maschile (ornitologia) (ΗΠΑ, πτηνό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
οδική αρτηρία
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
παράδρομοςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αλητάκοςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τροχοπεδιλισμόςsostantivo maschile (επίσ: κίνηση πε πατίνια) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
δρόμος με διόδιαsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μονοπάτιsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
παράδρομοςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τμήμα δρόμου όπου απαγορεύεται η στάση και η στάθμευσηsostantivo femminile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
εθνική οδόςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
παράδρομοςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Si sono persi da qualche parte nelle strade secondarie del Devon. |
κοινός θνητός, κοινή θνητήsostantivo maschile (μεταφορικά) I partiti politici cercano tutti di attirare l'uomo comune. |
κεντρικόςsostantivo femminile (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) I lavori stradali stanno rallentando il traffico sulla strada principale. Τα οδικά έργα καθυστερούν την κυκλοφορία στον κεντρικό δρόμο. |
οδηγός που εγκαταλείπει το θύμα μετά από τροχαίοsostantivo maschile (informale: chi fugge dopo un incidente) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il poliziotto è andato nelle carrozzerie a cercare l'auto del pirata della strada. |
οδική δοκιμήsostantivo femminile (veicolo) L'articolo riporta i risultati della prova su strada con tre nuove auto. |
street artistsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) L'artista di strada mi ha fatto un ritratto in venti minuti. |
όνομα του δρόμουsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I nomi delle strade nella mia zona portano i nomi di poeti inglesi. |
εκδιδόμενηsostantivo femminile (prostituta) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Fin dall'adolescenza Mary è una donna di strada. |
αδιέξοδο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αδιέξοδο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I bambini del vicinato giocavano nella strada senza uscita poiché non c'era traffico. |
αδιέξοδο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Non svoltare lì, è una strada chiusa. |
χωματόδρομος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La Main Street è pavimentata, invece tutte le altre sono semplicemente delle strade sterrate. Η οδός Main είναι ασφαλτοστρωμένη, αλλά οι υπόλοιποι δρόμοι δεν είναι παρά χωματόδρομοι. |
αυτοκινητόδρομος με διαχωριστική νησίδα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La strada con spartitraffico che passa attraverso il paese una volta si chiamava "Main Street". |
δρόμος με χαλίκιsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
διαπολιτειακός αυτοκινητόδρομοςsostantivo femminile (USA: strade/autostrade tra diversi stati) Guidò da New York al Maine percorrendo le strade interstatali. |
ο μέσος άνθρωποςsostantivo maschile (figurato) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Puoi spiegare la tua teoria in modo che possa capirla anche l'uomo della strada? |
πλακόστρωτος δρόμοςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
δευτερεύουσα οδόςsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ο γρηγορότερος δρόμος, η συντομότερη διαδρομή
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παράδρομοςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
παράδρομοςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Percorro in macchina le strade laterali per evitare il traffico. |
αυτοκινητόδρομοςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ακροβάτης του δρόμουsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
λεωφόρος με διόδιαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δρόμος με διόδιαsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ci sono molte strade a pedaggio attorno all'aeroporto di Orlando. |
πλανόδιος διασκεδαστής, πλανόδιος ανιματέρsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Gli artisti ambulanti spesso si fermano a Firenze perché ci sono molti turisti. |
μονοπάτι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Se ci avventuriamo fuori dal percorso battuto rischiamo di perderci. |
μεγάλη απόσταση, σημαντική απόστασηaggettivo Non so se accetterei un lavoro laggiù; è molto distante dalla mia famiglia. Δεν είμαι σίγουρος ότι θα δεχόμουν μια δουλειά εκεί· είναι σε μεγάλη απόσταση από την οικογένειά μου. Έχουμε να καλύψουμε σημαντική απόσταση, πριν θεωρηθεί ολοκληρωμένο αυτό το πρότζεκτ. |
κεντρικός δρόμοςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) In genere gli allievi di scuola guida fanno pratica nelle vie secondarie prima di passare alle strade principali. |
κεντρική οδόςsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La via principale della città è stata pedonalizzata. |
ταξίδι με το αυτοκίνητοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Stiamo organizzando un viaggio su strada a Perth per questo weekend. Σχεδιάζουμε ένα ταξίδι με το αυτοκίνητο στο Περθ αυτό το Σαββατοκύριακο. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του strada στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του strada
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.