Τι σημαίνει το schizzare στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης schizzare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του schizzare στο Ιταλικό.
Η λέξη schizzare στο Ιταλικό σημαίνει σκιτσάρω, ξεχύνομαι, ξεπηδώ, πετάγομαι, χύνομαι, γεμίζω, πετάγομαι, βγάζω, πετάω, βγάζω, πετάω, πιτσιλάω, πιτσιλίζω, αναβλύζω, ξεχύνομαι, πιτσιλίζω, πετάω, ρίχνω, πηγαινοέρχομαι, περνώ φευγαλέα, σχεδιάζω, σφυρίζω, βουίζω, σκιαγραφώ, σκιαγραφώ, περιγράφω περιληπτικά, πιτσιλάω, πιτσιλίζω, φτύνω, φρικάρω, ανεβαίνω απότομα, τρέχω, εκτινάσσω, εκτοξεύω, χτυπάω ταβάνι, πετάγομαι, πιτσιλάω κτ με κτ, πιτσιλώ κτ με κτ, δρασκελιά, πετάγομαι από κτ, ανεβαίνω στα ύψη, τρέχω, φτιάχνω, κάνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης schizzare
σκιτσάρωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Julie disegnò la casa e il giardino. Η Τζούλη σχεδίασε πρόχειρα το σπίτι και τον κήπο. |
ξεχύνομαι, ξεπηδώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'acqua schizzò dal tubo. Νερό ξεπήδησε από το λάστιχο. |
πετάγομαι, χύνομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ho fatto cadere la latta e la vernice è schizzata ovunque. |
γεμίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πετάγομαιverbo intransitivo (εγώ ο ίδιος) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il fango sui miei stivali è schizzato sulla gonna. Η λάσπη από τα παπούτσια μου πιτσίλισε μέχρι και τη φούστα μου. |
βγάζω, πετάωverbo transitivo o transitivo pronominale (με ορμή, δύναμη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La ferita di Tim stava schizzando sangue. |
βγάζω, πετάωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il tubo schizzava acqua. |
πιτσιλάω, πιτσιλίζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I bambini facevano chiasso in piscina e l'acqua stava schizzando dappertutto. Τα παιδιά έκαναν χαλασμό στην πισίνα και το νερό πεταγόταν παντού. |
αναβλύζω, ξεχύνομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Robert girò il rubinetto e l'acqua iniziò a sgorgare. |
πιτσιλίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (κτ/κπ με κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La macchina è passata su una pozzanghera e mi ha schizzato. Το αυτοκίνητο πέρασε πάνω από μια λούμπα νερό και με πιτσίλισε. |
πετάω, ρίχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I bambini si stavano spruzzando l'acqua l'un l'altro. Τα παιδιά έριχναν νερό το ένα στο άλλο. |
πηγαινοέρχομαι, περνώ φευγαλέα
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le farfalle guizzavano intorno al cavolo. |
σχεδιάζω(κάτι πάνω σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il designer ha disegnato il logo su carta prima di scannerizzarlo e modificarlo al computer. |
σφυρίζω, βουίζωverbo intransitivo (μτφ: γρήγορη κίνηση) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La freccia schizzò nell'aria e colpì il centro del bersaglio. Το βέλος βούιξε στον αέρα και καρφώθηκε στο κέντρο. |
σκιαγραφώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σκιαγραφώ, περιγράφω περιληπτικάverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πιτσιλάω, πιτσιλίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φτύνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Uscì dall'acqua fredda tutta tremante e gocciolante. |
φρικάρω(figurato, informale: paura) (αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tina ha dato di matto quando ha visto il serpente. Η Τίνα φρίκαρε όταν είδε το φίδι. |
ανεβαίνω απότομα(di prezzi) I prezzi dei carburanti sono aumentati. Οι τιμές των καυσίμων ανέβηκαν απότομα. |
τρέχω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
εκτινάσσω, εκτοξεύω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le banche aumentarono i tassi di interesse. |
χτυπάω ταβάνιverbo intransitivo (figurato: prezzo) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η τιμή του πετρελαίου χτύπησε ταβάνι, ξεπερνώντας τη χτεσινή κατά 10%. |
πετάγομαιverbo intransitivo (figurato) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Max ha aperto l'anta dell'armadio e i suoi figli sono balzati fuori urlando "Sorpresa!" |
πιτσιλάω κτ με κτ, πιτσιλώ κτ με κτverbo transitivo o transitivo pronominale Il bambino ha schizzato la zuppa sul muro. |
δρασκελιάverbo intransitivo (figurato: movimento rapido) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πετάγομαι από κτverbo intransitivo (figurato) (καθομιλουμένη) È saltato fuori da dietro il muro cogliendo di sorpresa tutti quelli che vi erano appoggiati. Εμφανίστηκε ξαφνικά πίσω από τον τοίχο ξαφνιάζοντας όσους έγερναν πάνω του. |
ανεβαίνω στα ύψηverbo intransitivo (figurato, informale: prezzo) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τρέχωverbo intransitivo (figurato) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I prezzi del cibo sono schizzati alle stelle negli ultimi anni. |
φτιάχνω, κάνω(σχέδιο, σκίτσο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'architetto ha abbozzato uno schizzo dell'edificio. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του schizzare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του schizzare
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.