Τι σημαίνει το discussione στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης discussione στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του discussione στο Ιταλικό.

Η λέξη discussione στο Ιταλικό σημαίνει συζήτηση, συζήτηση, διαφωνία, λογομαχία, διαμάχη, διένεξη, τσακωμός, συζήτηση, λογομαχία, συζήτηση, αντιπαράθεση, συζήτηση, διαμάχη, διένεξη, καβγάς, τσακωμός, συζήτηση, διάλογος, διαμάχη, διαφωνία, διαφορά, αντιπαράθεση, καυγάς, τσακωμός, διαφωνία, δημόσια συζήτηση, διάλογος, επικοινωνία, καβγάς, καυγάς, τσακωμός, διαλεκτική, λίβελος, πολεμική, διαφωνία, καυγάς, καβγάς, καυγάς, καβγάς, τσακωμός, διάλογος, φλυαρία, καυγάς, καβγάς, τσακωμός, καβγάς, καυγάς, τσακωμός, συζήτηση, καβγάς, καυγάς, καβγαδάκι, καυγαδάκι, ομάδα συζητήσεων, αναστάτωση, φασαρία, συζητήσιμος, αμφισβητώ, αναμφίβολος, αναμφισβήτητος, αδιαμφισβήτητος, αποκλείεται, τίθεμαι προς συζήτηση, που τίθεται επί τάπητος, υπό αμφισβήτηση, αδιαμφισβήτητος, υπό συζήτηση, με τίποτα, με την καμία, με τίποτα, καυγάς, τσακωμός, συνομιλητής, συνομιλήτρια, ομάδα συζήτησης, τόπος δημόσιας συζήτησης, θέμα υπό συζήτηση, θέμα υπό συζήτηση, έντονη συζήτηση, εν λόγω θέμα, ομάδα έρευνας αγοράς, θέτω το ζήτημα, αντιλέγω, αντικρούω, που επιδέχεται συζήτηση, για τον οποίο χωράει συζήτηση, αμφιλεγόμενος αμφισβητούμενος, αμφισβητήσιμος, -, διασταυρούμενα πυρά, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, φτάνει πια, αμφισβητώ, αρνούμαι, αμφισβητώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης discussione

συζήτηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Oggi ho avuto un'interessante discussione col tuo insegnante.
Είχα μια ενδιαφέρουσα κουβέντα με τον δάσκαλό σου σήμερα.

συζήτηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ultimamente sulla stampa c'è stato un corposo dibattito sul cyberbullismo.
Τον τελευταίο καιρό έχει γίνει πολύ συζήτηση στον τύπο για τον εκφοβισμό μέσω του Διαδικτύου.

διαφωνία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hanno avuto una discussione su cosa fare quella sera.
Είχαν μια λογομαχία με αφορμή το τι θα έκαναν εκείνο το βράδυ.

λογομαχία, διαμάχη, διένεξη

(anche di una tesi di laurea) (συζήτηση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τσακωμός

(litigio)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Marie non parla a Sarah, hanno avuto una discussione.

συζήτηση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Gli amici stavano discutendo sugli argomenti del testo e la discussione durò un bel po'.
Η παρέα κουβέντιαζε για τα θέματα του κειμένου και η συζήτηση κράτησε κάμποση ώρα.

λογομαχία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hanno iniziato un'altra discussione sulle politiche fiscali.
Προέβησαν σε έναν ακόμα διαξιφισμό σχετικά με τη φορολογική πολιτική.

συζήτηση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αντιπαράθεση

(για ασήμαντα πράγματα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συζήτηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Non riuscirono ad arrivare a un accordo, nemmeno dopo ore di discussione.

διαμάχη, διένεξη

(επίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La vendita dei quadri è al centro di una discussione su chi ha il diritto di venderli.

καβγάς, τσακωμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Hanno smesso di essere amici dopo la discussione sui soldi.
Σταμάτησαν να είναι φίλοι μετά τον καβγά (or: τσακωμό) τους για τα λεφτά.

συζήτηση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le discussioni di politica non mi interessavano un granché, quindi sono uscito.
Η πολιτική συζήτηση δε με ενδιέφερε πολύ, γιαυτό βγήκα έξω.

διάλογος

(dialogo fra gruppi)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le discussioni fra partiti politici divergenti sono spesso accese.

διαμάχη, διαφωνία, διαφορά, αντιπαράθεση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La disputa dei vicini circa il preciso delineamento dei confini tra le proprietà sta andando avanti da anni.
Η διαμάχη (or: αντιπαράθεση) των γειτόνων, όσον αφορά την ακριβή θέση του ορίου μεταξύ των ιδιοκτησιών τους, συνεχίζεται εδώ και χρόνια.

καυγάς, τσακωμός

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

διαφωνία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δημόσια συζήτηση

Ήταν ξεκάθαρο, η Κάρεν κέρδισε το ντιμπέιτ.

διάλογος

(discussione)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Si è aperto un dialogo e tutti sperano che ciò possa migliorare la situazione.
Έχει ξεκινήσει ένας διάλογος ο οποίος όλοι ευχόμαστε να βοηθήσει την κατάσταση.

επικοινωνία

(discussione)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καβγάς, καυγάς, τσακωμός

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Jake disse ai bambini di interrompere il litigio.

διαλεκτική

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il mio professore di filosofia usa la dialettica come tecnica di insegnamento.

λίβελος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il preside della suola non si era reso conto che il sistema audio era acceso durante la sua polemica sessista.

πολεμική

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I commentatori hanno intavolato una discussione accesa contro la nuove imposte.

διαφωνία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καυγάς, καβγάς

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

καυγάς, καβγάς, τσακωμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I continui battibecchi tra i miei genitori mi fanno diventare pazzo.

διάλογος

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Al momento c'è un'accesa discussione sul tema dell'immigrazione.
Αυτή την περίοδο γίνεται πολύς διάλογος για τη μετανάστευση.

φλυαρία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καυγάς, καβγάς, τσακωμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

καβγάς, καυγάς, τσακωμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il consulente cercò di aiutare la coppia a farla finita con quei costanti litigi.
Ο σύμβουλος προσπάθησε να βοηθήσει το ζευγάρι και να σταματήσει τους διαρκείς καυγάδες τους.

συζήτηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dopo un breve scambio di idee hanno deciso di accettare l'offerta.
Μετά από μια σύντομη συζήτηση, αποφάσισαν να αποδεχτούν την προσφορά.

καβγάς, καυγάς

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Lo scontro verbale ha turbato sia Bob che Joe.
Ο καβγάς του Μπομπ με τον Τζο προκάλεσε και στους δύο μεγάλη λύπη.

καβγαδάκι, καυγαδάκι

sostantivo femminile (di coppia)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Alcuni miei amici mi hanno invitato a cena l'altra sera; sono stato bene, anche se c'è stata una piccola lite su chi doveva lavare i piatti.

ομάδα συζητήσεων

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αναστάτωση, φασαρία

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συζητήσιμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αμφισβητώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha contestato l'utilità della regola, ma non ha mai chiesto a nessuno di spiegarla.
Αμφισβητούσε τη χρησιμότητα του κανονισμού, αλλά δεν ρώτησε ποτέ κανέναν γι'αυτό.

αναμφίβολος, αναμφισβήτητος, αδιαμφισβήτητος

(απόλυτα βέβαιος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αποκλείεται

(impossibile)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
È fuori discussione che un dodicenne vada in un night club!

τίθεμαι προς συζήτηση

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Che tu vada alla festa non è assolutamente in discussione.

που τίθεται επί τάπητος

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Fu discussa la possibilità di un pacchetto per salvare la banca in fallimento, ma il governo non diede il suo sostegno.
Τέθηκε επί τάπητος η πιθανότητα ενός πακέτου διάσωσης για την προβληματική τράπεζα, αλλά η κυβέρνηση δεν το υποστήριξε.

υπό αμφισβήτηση

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Le sue capacità non sono in discussione.

αδιαμφισβήτητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

υπό συζήτηση

locuzione avverbiale

με τίποτα, με την καμία

interiezione (informale) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Neanche per idea, Joe, non ti presto la macchina.

με τίποτα

interiezione (informale) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Vuoi che venga con te in discoteca? Neanche per idea! Odio ballare.
Θέλεις να έρθω μαζί σου στην ντίσκο; Με την καμία! Μισώ τον χορό!

καυγάς, τσακωμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I ragazzi hanno fatto una zuffa su chi doveva andare per primo.

συνομιλητής, συνομιλήτρια

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

ομάδα συζήτησης

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il gruppo di discussione si riunì per trovare una soluzione.

τόπος δημόσιας συζήτησης

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

θέμα υπό συζήτηση

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il surriscaldamento globale era il tema centrale della conferenza.

θέμα υπό συζήτηση

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Potremmo ritornare al tema in discussione?

έντονη συζήτηση

sostantivo maschile

εν λόγω θέμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ομάδα έρευνας αγοράς

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

θέτω το ζήτημα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αντιλέγω, αντικρούω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

που επιδέχεται συζήτηση, για τον οποίο χωράει συζήτηση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I diritti umani non sono contestabili: dovrebbero essere applicati a tutti.

αμφιλεγόμενος αμφισβητούμενος, αμφισβητήσιμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Chi abbia torto o ragione in questa discussione è una questione opinabile.
Το ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο σε αυτή τη διαφωνία είναι αμφιλεγόμενο θέμα.

-

sostantivo maschile (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
L'argomento sarà oggetto di discussione nella prossima assemblea.
Το θέμα θα συζητηθεί στην επόμενη συνάντησή μας.

διασταυρούμενα πυρά

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Non farti coinvolgere nello scontro di opinioni tra mia zia e mio zio: le loro discussioni sono terribili.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

verbo

Non era ancora nevicato, perciò sciare era fuori discussione.
Δεν είχε χιονίσει ακόμα, γι' αυτό αποκλείστηκε η πιθανότητα να κάνουμε σκι.

φτάνει πια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αμφισβητώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo scienziato ha contestato i risultati dei colleghi.
Ο επιστήμονας έθεσε υπό αμφισβήτηση τα πορίσματα των συναδέλφων του.

αρνούμαι, αμφισβητώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il consiglio non mette in discussione che questi cambiamenti porteranno ad alcune difficoltà momentanee, ma pensiamo che i risultati nel lungo termine le giustificheranno.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του discussione στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.