Τι σημαίνει το questione στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης questione στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του questione στο Ιταλικό.
Η λέξη questione στο Ιταλικό σημαίνει ζήτημα, θέμα, ζήτημα, θέμα, θέμα, ζήτημα, θέμα, θέμα, θέμα, ζήτημα, πρόταση, ερώτημα, ερώτηση, απορία, πρόβλημα, ζήτημα, θέμα, ζήτημα, θέμα, θέμα, ζήτημα, ζήτημα, θέμα, πράγμα, θέμα, αντιπαράθεση, διένεξη, διαμάχη, επείγουσα ανάγκη, αδιανόητος, υπό συζήτηση, προς εξέταση, υπό συζήτηση, εν συντομία, άλλαξαν τα πράγματα, σπαζοκεφαλιά, σημαντικό θέμα, αδιάφορος, νομικό ζήτημα, ζήτημα ζωής και θανάτου, φλέγον θέμα, φλέγον ζήτημα, επείγον επαγγελματικό θέμα, ευαίσθητο ζήτημα, θέμα τύχης, αναγκαίος, απαραίτητος, αμφιλεγόμενο θέμα, υπό συζήτηση θέμα, ακανθώδες πρόβλημα, μικροπράγματα, υποκειμενικός, θέμα χρόνου, καυτό θέμα, καυτό ζήτημα, σημαντικό θέμα, σημαντικό ζήτημα, δικαστική υπόθεση, δευτερεύον θέμα, θέτω ένα ερώτημα, θέτω μια ερώτηση, ηρεμώ τα πνεύματα, τσακώνομαι, διαφωνώ, μαλώνω, μπαίνω στο ζουμί, μπαίνω στο ψητό, θέτω το ερώτημα, πολύ σημαντικός, θεωρητικό ζήτημα, αναπάντητο ερώτημα, εύκολος, θέτω το ερώτημα, θέτω το ζήτημα, θέτω το ερώτημα, αποκλείομαι, βασικό ζήτημα, βασικό πρόβλημα, ένσταση επί της διαδικασίας, παρατήρηση επί της διαδικασίας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης questione
ζήτημα, θέμαsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il congresso deve gestire la questione dell'immigrazione illegale al più presto. Η Γερουσία πρέπει να αντιμετωπίσει το ζήτημα της παράνομης μετανάστευσης σύντομα. |
ζήτημα, θέμαsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La data di completamento era una questione di tempo e denaro. Η ημερομηνία ολοκλήρωσης ήταν ζήτημα (or: θέμα) χρόνου και χρήματος. |
θέμα, ζήτημαsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) È preoccupata per la questione delle molestie sul posto di lavoro. |
θέμαsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) È una questione di integrità. Είναι θέμα τιμιότητας. |
θέμα(problema) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Dimentichiamoci la questione delle api. |
θέμα, ζήτημαsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La questione dell'autonomia regionale non è mai stata risolta. |
πρόταση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La questione sarà oggetto di voto alla riunione cittadina. |
ερώτημαsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La questione davanti alla corte oggi è se in questo caso si applichi l'habeas corpus. |
ερώτηση, απορία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ho una domanda sulla procedura. Έχω μια ερώτηση (or: απορία) σχετικά με τη διαδικασία. |
πρόβλημα, ζήτημα, θέμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Dobbiamo affrontare il problema dei comportamenti antisociali nelle nostre strade. Πρέπει να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα της αντικοινωνικής συμπεριφοράς στους δρόμους. |
ζήτημα, θέμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ci sono tre dubbi che devono essere risolti. Υπάρχουν τρία ζητήματα (or: θέματα) που πρέπει να διευθετηθούν. |
θέμα, ζήτημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Non voglio proprio parlare di questo argomento per il momento. Πραγματικά δε θέλω να συζητήσω αυτό το θέμα (or: ζήτημα) αυτήν τη στιγμή. |
ζήτημα, θέμα(πρόβλημα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La proprietà del terreno è il problema principale. Η ιδιοκτησία της γης είναι το κύριο ζήτημα (or: θέμα). |
πράγμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Io non volevo assolutamente essere coinvolto in faccende di questo tipo. Πραγματικά δεν θέλω να πάρω μέρος σε αυτό το θλιβερό πράγμα. |
θέμα(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ha dei problemi irrisolti dalla sua infanzia. |
αντιπαράθεση, διένεξη, διαμάχη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Πώς ξεκίνησε η αντιπαράθεση (or: διένεξη) για τους σκύλους στα πάρκα; |
επείγουσα ανάγκη
Sembrava esserci urgenza nelle loro richieste? |
αδιανόητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
υπό συζήτηση, προς εξέταση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) In questione ci sono le origini psicologiche del comportamento criminale. |
υπό συζήτησηavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il giudice notò che il precedente legale in questione era piuttosto vago. |
εν συντομία(figurato) |
άλλαξαν τα πράγματαinteriezione (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σπαζοκεφαλιά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σημαντικό θέμα
Devo parlare subito con il presidente: è una questione molto importante! |
αδιάφορος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
νομικό ζήτημαsostantivo femminile L'interpretazione di un contratto scritto è una questione legale che deve essere determinata dal tribunale. |
ζήτημα ζωής και θανάτουsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Uscire in fretta da una casa in fiamme è una questione di vita o di morte. |
φλέγον θέμα, φλέγον ζήτημαsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
επείγον επαγγελματικό θέμαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ευαίσθητο ζήτημαsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'impotenza è una questione delicata di cui gli uomini trovano difficile parlare. |
θέμα τύχης
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non c'è modo di garantire che vincerai la lotteria; è solo questione di fortuna. |
αναγκαίος, απαραίτητοςsostantivo femminile (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αμφιλεγόμενο θέμαsostantivo femminile È una questione dibattuta se sia vero che l'educazione sessuale agli adolescenti porti a una riduzione delle gravidanze indesiderate. |
υπό συζήτηση θέμαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Buono a sapersi...ma il punto in discussione è totalmente diverso. |
ακανθώδες πρόβλημαsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μικροπράγματαsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
υποκειμενικόςsostantivo femminile (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La moda è una questione di punti di vista. |
θέμα χρόνουsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sono cinque anni che stanno insieme, quindi è solo questione di tempo che le chieda la mano. |
καυτό θέμα, καυτό ζήτημα(μεταφορικά) |
σημαντικό θέμα, σημαντικό ζήτημαsostantivo femminile |
δικαστική υπόθεσηsostantivo femminile Quando la loro disputa divenne una questione legale, lei assunse il miglior avvocato in circolazione. |
δευτερεύον θέμα
|
θέτω ένα ερώτημα, θέτω μια ερώτησηverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Durante la riunione Mark sollevò una questione difficile a cui nessuno voleva rispondere. |
ηρεμώ τα πνεύματαverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dopo il nostro litigio furioso del giorno prima, mi ha telefonato per scusarsi e per chiarire le cose, dopo di che mi sono sentito molto meglio. |
τσακώνομαι, διαφωνώ, μαλώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Risolvetevela con la forza tra di voi, io mi tengo fuori! |
μπαίνω στο ζουμί, μπαίνω στο ψητό(colloquiale) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Grazie a tutti per essere venuti a questa riunione straordinaria. Ora, veniamo subito al punto. |
θέτω το ερώτημαverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πολύ σημαντικός(colloquiale) Το να περάσει την εξέταση για το δίπλωμα οδήγησης ήταν πολύ σημαντικό για την Τζόντι. |
θεωρητικό ζήτημαsostantivo femminile (questione inutile, speciosa) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Perdere tempo a discutere come fossero le cose prima della nascita dell'universo è una questione fine a se stessa. |
αναπάντητο ερώτημαsostantivo femminile Come il progetto sarebbe stato finanziato rimase una questione aperta, che doveva trovare risposta prima di avere l'approvazione dei votanti. |
εύκολοςsostantivo femminile (informale) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
θέτω το ερώτημαverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Questa sconfitta solleva una questione sulla capacità difensiva della squadra. Μετά από αυτή την ήττα τίθεται το ερώτημα αν η ομάδα είναι ικανή να παίξει άμυνα. |
θέτω το ζήτημα, θέτω το ερώτημαverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il rapporto solleva la questione di come gestire i disoccupati. |
αποκλείομαιlocuzione aggettivale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La gita alla spiaggia è fuori questione, ma abbiamo ancora tempo per dello shopping. Η βόλτα στην παραλία δεν παίζει, αλλά προλαβαίνουμε να πάμε για ψώνια. |
βασικό ζήτημα, βασικό πρόβλημα
|
ένσταση επί της διαδικασίας, παρατήρηση επί της διαδικασίας
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του questione στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του questione
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.