Τι σημαίνει το tirare στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης tirare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tirare στο Ιταλικό.
Η λέξη tirare στο Ιταλικό σημαίνει τραβάω, τραβώ, ρίχνω, τραβάω, τραβώ, ρίχνω, τραβάω, τραβώ, κινούμαι, κάνω, ρίχνω, πετάω, τραβώ, έλκω, εισπνέω, σουτάρω, ρίχνω, ρίχνω, σουτάρω, τραβάω, τραβώ, πετάω, πετώ, ρίχνω, τραβάω, τραβώ, στρίβω, τραβάω, τραβώ, τεντώνω, πετάω, ρίχνω, τραβάω, τραβώ, τραβώ, στέλνω, ρίχνω, πετώ, βγάζω, ρίχνω, τεντώνω, τραβάω, τραβώ, σηκώνω, ρίχνω, πετάω, πετώ, βγάζω κτ από κτ, πετάω κτ σε κπ/κτ, παζαρεύω, συνεχίζω, κατεβάζω, ρίχνω, σηκώνω, παίρνω, βουτάω, βουτώ, ψαρεύω, χτυπάω, σπίθα, ζω, τα κακαρώνω, τα τινάζω, ξεβράζω, ξεσηκώνω, βγάζω, αφαιρώ, ρουφάω, ρουφώ, τραβώ, τραβάω, βγάζω, αφαιρώ, περικόπτω, βγάζω κτ τραβώντας το, μαζεύω, σηκώνω, φτιάχνω, ανεβάζω, φυτοζωώ, περνάω, περνώ, προμηθεύομαι, χωρίς οικονομική ασφάλεια, μαντεψιά, υπόθεση, εικασία, ρουθούνισμα, λιτότητα, τραβάω το καζανάκι, αποτολμώ μια εικασία, ρισκάρω μια εικασία, τα τινάζω, τα κακαρώνω, πλακώνομαι, τα βγάζω πέρα, τολμώ να μαντέψω, τραβάω το λουρί, ρίχνω μία σε κπ, χώνω μία σε κπ, δίνω μία σε κπ, μάντεψε, ρίχνω μία μπουνιά, βγάζω τη γλώσσα μου, με στήνουν, πλουτίζω, κινώ τα νήματα, πεθαίνω, περνάω δίπλα από, περνώ δίπλα από, χτυπάω κάτω από τη ζώνη, χτυπώ κάτω από τη ζώνη, μαντεύω, μυξοκλαίω, κλαψουρίζω, παζαρεύω, ρουθουνίζω, δεν ρίχνω αρκετά μακριά, συνεχίζω ευθεία, ξαναρίχνω ζαριά, ξαναρίχνω τα ζάρια, πεθαίνω, ανακουφίζομαι, νιώθω ανακουφισμένος, ανασαίνω, συνεχίζω να περπατάω, κατεβαίνω, εγκαταλείπω, παρατώ, τα σκάω, τα ακουμπάω, τα στάζω, τα καταφέρνω, τα βγάζω πέρα, προσπαθώ, ρίχνω κτ κορώνα γράμματα, κάνω πίσω, κατεβάζω, σηκώνω, ανεβάζω, ανατρέφω, αναθρέφω, διαπαιδαγωγώ, ανακαλώ, εξωθώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης tirare
τραβάω, τραβώverbo transitivo o transitivo pronominale (spostare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha tirato il computer verso di sé. Τράβηξε τον υπολογιστή προς το μέρος του. |
ρίχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (dadi) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È il tuo turno di tirare. |
τραβάω, τραβώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Non smettere di tirare anche se ti senti stanco. |
ρίχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Soffia sui dadi prima di tirarli. |
τραβάω, τραβώ(tirare per un lembo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La ragazzina strattonava il cappotto del padre. Τράβηξε το παλτό του πατέρα της. |
κινούμαι(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La nuova merce non sta vendendo. Το νέο εμπόρευμα δεν πουλάει. |
κάνω(κτ σε κπ ή σε βάρος κάποιου) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Πώς μπόρεσες να μου κάνεις μια τόσο άσχημη φάρσα; |
ρίχνω, πετάωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) sbrigati a lanciare la palla! Βιάσου και ρίξε την μπάλα! |
τραβώ, έλκωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il ragazzino tirava con impazienza il braccio della mamma. |
εισπνέωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Spesso tossiva dopo aver tirato una boccata di fumo. |
σουτάρωverbo transitivo o transitivo pronominale (sport: per fare punto) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il giocatore di basket ha deciso di passare la palla invece di tirare. |
ρίχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (biliardo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È il tuo turno di tirare. Prova a mettere in buca la palla 7. |
ρίχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (biglie) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il giocatore di biglie esperto sapeva tirare molto bene. |
σουτάρωverbo transitivo o transitivo pronominale (sport: per fare punto) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ha tirato proprio allo scadere del tempo della partita. |
τραβάω, τραβώverbo transitivo o transitivo pronominale (τις κουρτίνες) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ogni sera tirano le tende. |
πετάω, πετώ, ρίχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il ragazzo lanciò una palla di neve alla sua maestra. Το αγόρι πέταξε μια χιονόμπαλα στον δάσκαλό του. |
τραβάω, τραβώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La barca trainava un gommone. Το καράβι έσερνε μια σωστική λέμβο. |
στρίβωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quando ero giovane, la maestra tirava il naso ai bambini che non rispondevano correttamente a una domanda. |
τραβάω, τραβώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tom tirò la corda e il carico cominciò a sollevarsi in aria. Ο Τομ τράβηξε στο σκοινί και το φορτίο άρχισε να ανεβαίνει. |
τεντώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Per favore non tirare troppo quel maglione, lo rovinerai. Σε παρακαλώ μην τραβάς το πουλόβερ σου, θα το καταστρέψεις. |
πετάω, ρίχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Devon lanciò la palla giusto sopra al piatto. Ο Ντέβον έριξε την μπάλα πάνω από τη βαλβίδα. |
τραβάω, τραβώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'animale ha forzato la corda. Το ζώο τραβούσε το σχοινί. |
τραβώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli operai tiravano la fune per far cadere l'albero. |
στέλνωverbo transitivo o transitivo pronominale (sport: palla) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Kane ha calciato un rasoterra che ha beffato il portiere. |
ρίχνω, πετώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha tirato una palla attraverso la finestra. |
βγάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (συμπέρασμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Puoi tirare la conclusione che vuoi, ma io credo che l'abbia fatto. |
ρίχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tocca a te. Tira i dadi! |
τεντώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il gonfiore dello stomaco tendeva la cintura. |
τραβάω, τραβώ(απότομα, με δύναμη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Αν τραβήξεις απότομα αυτό το σχοινί, το καμπανάκι θα αρχίσει να κουνιέται. |
σηκώνω(με κόπο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Peter ha sollevato in aria il suo amico. Ο Πήτερ σήκωσε όρθιο τον φίλο του. |
ρίχνω, πετάω, πετώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jacob lanciò la palla a Pippa. Ο Τζέικομπ πέταξε την μπάλα στην Πίπα. |
βγάζω κτ από κτverbo transitivo o transitivo pronominale La segretaria ha estratto il fascicolo dall'armadietto. Η γραμματέας έβγαλε τον φάκελο από το ντουλάπι. |
πετάω κτ σε κπ/κτverbo transitivo o transitivo pronominale Johnny fu sgridato per aver tirato un libro addosso a suo fratello. |
παζαρεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mia zia va sempre a fare le compere al mercato invece che nei negozi delle grandi catene perché le piace contrattare. |
συνεχίζωverbo intransitivo (με κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nonostante le condizioni meteorologiche in peggioramento, gli esploratori decisero di perseverare nel loro viaggio. |
κατεβάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ρίχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο αέρας έριξε την κούνια μας και την ομπρέλα για τον ήλιο. |
σηκώνω, παίρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I proprietari di cani dovrebbero raccogliere i bisogni dei propri cani e buttarli nel bidone. |
βουτάω, βουτώ(liquidi) (το υπόλοιπο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ψαρεύω(figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χτυπάω(con un veicolo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'autobus ha fatto ritardo perché un ciclista era stato investito da un'auto. Το λεωφορείο καθυστέρησε γιατί ένας ποδηλάτης παρασύρθηκε από ένα αμάξι. |
σπίθα(figurato: idee, proposte) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Macinare idee non rientra tra i talenti di Lily: non è una molto creativa. |
ζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Con due lavori a tempo pieno non c'è tempo per vivere. |
τα κακαρώνω, τα τινάζω(figurato: morire) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quando muoio, spero di andarmene tranquillamente nel sonno a un'età molto avanzata. |
ξεβράζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La balena si era arenata sulla costa della Scozia. Η φάλαινα ξεβράστηκε σε μια ακτή στη Σκωτία. |
ξεσηκώνω(figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I sermoni hanno lo scopo di risollevare l'assemblea. |
βγάζω, αφαιρώverbo transitivo o transitivo pronominale (formale) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tina ha estratto tutto il vecchio circuito elettrico dalla casa e ha fatto installare un impianto elettrico nuovo. Η Τίνα αφαίρεσε όλες τις παλιές καλωδιώσεις του σπιτιού της και τοποθέτησε νέες ηλεκτρικές εγκαταστάσεις. |
ρουφάω, ρουφώ, τραβώ, τραβάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli aspirapolvere tirano su la polvere da tappeti e altri superfici. Οι ηλεκτρικές σκούπες τραβάνε τα σωματίδια σκόνης από τα χαλιά και άλλες επιφάνειες. |
βγάζω, αφαιρώ, περικόπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Aveva un dente malato che andava estratto. Είχε ένα χαλασμένο δόντι, το οποίο έπρεπε να αφαιρέσει. |
βγάζω κτ τραβώντας το
|
μαζεύω, σηκώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho raccolto il libro che era caduto sul pavimento. Σήκωσα το βιβλίο που είχε πέσει στο πάτωμα. |
φτιάχνω, ανεβάζω(κέφι, διάθεση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il nostro morale fu rinfrancato quando ci giunse notizia del salvataggio. |
φυτοζωώ(μτφ: ζω χωρίς χαρές) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ήταν πολύ φτωχοί και ήταν αναγκασμένοι να φυτοζωούν. |
περνάω, περνώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'autobus è passato senza fermarsi per farci salire. Το λεωφορείο πέρασε χωρίς να σταματήσει για εμάς. |
προμηθεύομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Που βρήκες αυτά τα μολύβια; |
χωρίς οικονομική ασφάλειαverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Con la crisi molte persone devono stringere la cinghia e tirare a campare. |
μαντεψιά, υπόθεση, εικασίαverbo intransitivo (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ha tirato a indovinare e ha azzeccato la risposta corretta del test. |
ρουθούνισμαverbo intransitivo (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Si capiva che la ragazza stava piangendo perché tirava su col naso. |
λιτότηταverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: ridurre le spese) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τραβάω το καζανάκι(της τουαλέτας) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Σε παρακαλώ τράβα το καζανάκι μόλις χρησιμοποιήσεις την τουαλέτα. |
αποτολμώ μια εικασία, ρισκάρω μια εικασίαverbo intransitivo (λόγιος) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Se tutto il resto non funziona, allora dovrai semplicemente tirare a indovinare. |
τα τινάζω, τα κακαρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (colloquiale) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Hai sentito che suo nonno ha tirato le cuoia? |
πλακώνομαι(colloquiale: litigare) (αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le squadre di hockey hanno proprio tirato su rissa ieri sera: alcuni ragazzi sono tornati a casa con qualche dente in meno. Οι ομάδες χόκεϊ πλακώθηκαν για τα καλά χτες το βράδυ. Μερικά από τα παιδιά γύρισαν σπίτι με λιγότερα δόντια. |
τα βγάζω πέραverbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τολμώ να μαντέψωverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Chiunque provi a indovinare vincerà un premio. |
τραβάω το λουρί
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il cane voleva rincorrere il gatto così tanto, che tirava il guinzaglio. |
ρίχνω μία σε κπ, χώνω μία σε κπ, δίνω μία σε κπverbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ero così infastidito dal paparazzo che gli ho tirato un pugno. |
μάντεψεverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non ho idea di quanti fagioli ci siano nel barattolo. Tiro a indovinare e dico: cinquemila. |
ρίχνω μία μπουνιάverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dopo essere stato insultato da Bob, Paul gli tirò un pugno. |
βγάζω τη γλώσσα μου(figurato: per deridere) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
με στήνουνverbo (colloquiale, idiomatico) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dopo un'ora di attesa nel ristorante si rese conto che gli aveva dato buca. |
πλουτίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: fare i propri interessi) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κινώ τα νήματα(figurato: controllare) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πεθαίνω(eufemismo) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
περνάω δίπλα από, περνώ δίπλα από
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χτυπάω κάτω από τη ζώνη, χτυπώ κάτω από τη ζώνηverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: scorrettezza, ingiustizia) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μαντεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Lui non sapeva la risposta, così ha tirato a indovinare. Δεν ήξερε την απάντηση, κι έτσι απλά μάντεψε. |
μυξοκλαίω, κλαψουρίζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La bambina continuava a tirare su col naso in un angolo. |
παζαρεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ρουθουνίζωverbo intransitivo (informale) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
δεν ρίχνω αρκετά μακριάverbo intransitivo (armi) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συνεχίζω ευθείαverbo intransitivo (continuare a guidare senza fermarsi) (οδήγηση) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quando vedi un autostoppista, ti fermi o tiri dritto? |
ξαναρίχνω ζαριά, ξαναρίχνω τα ζάριαverbo transitivo o transitivo pronominale (dadi) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nel Backgammon Acey-Duecy, quando un giocatore tira i dadi con due numeri uguali può fare la sua mossa e poi tirare di nuovo. |
πεθαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ανακουφίζομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Possiamo tirare tutti un sospiro di sollievo adesso che l'evaso è stato catturato. Όλοι μας ανακουφιστήκαμε τώρα που συνελήφθη ο δραπέτης. |
νιώθω ανακουφισμένοςverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) Sono stato in pensiero per un bel po', ma quando la bella notizia è arrivata ho potuto finalmente tirare un sospiro di sollievo. |
ανασαίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Puoi tirare un sospiro di sollievo: abbiamo risolto il problema. |
συνεχίζω να περπατάωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha provato a salutarlo per la strada, ma lui ha tirato dritto senza aprir bocca. Προσπάθησε να τον χαιρετήσει στον δρόμο, αλλά αυτός συνέχισε να περπατάει χωρίς να πει ούτε γεια. |
κατεβαίνωverbo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dietro questo pannello a parete c'è un letto che si tira giù per la notte. Πίσω από αυτό το κομμάτι του τοίχου υπάρχει ένα κρεβάτι που ανοίγει τη νύχτα. |
εγκαταλείπω, παρατώ(colloquiale) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Σχεδιάζαμε ένα πάρτυ, αλλά οι περισσότεροι μας εγκατέλειψαν. |
τα σκάω, τα ακουμπάω, τα στάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (colloquiale: soldi in pagamento) (μεταφορικά, αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Abbiamo fatto una scommessa e hai perso, quindi adesso tira fuori i soldi! ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ήρθε η δόση της κάρτας σήμερα, θα τα στάξω πάλι, γαμώτο! |
τα καταφέρνω, τα βγάζω πέραverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tra tasse e alto costo della vita, guadagno appena quello che mi serve per tirare avanti. Με τους φόρους και το υψηλό κόστος ζωής, μετά βίας τα καταφέρνω. |
προσπαθώverbo intransitivo (figurato, informale) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ρίχνω κτ κορώνα γράμματα(per decidere) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω πίσωverbo transitivo o transitivo pronominale (colloquiale) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κατεβάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha tirato giù la scatola dallo scaffale. Κατέβασε το κουτί από το ράφι. |
σηκώνω, ανεβάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Will si è tirato su i pantaloni prima di entrare al colloquio. Ο Γουίλ σήκωσε το παντελόνι του πριν μπει στο δωμάτιο για τη συνέντευξη. |
ανατρέφω, αναθρέφω, διαπαιδαγωγώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Οι γονείς πρέπει να διαπαιδαγωγούν τα παιδιά τους για να τα βοηθήσουν να γίνουν καλοί άνθρωποι. |
ανακαλώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il politico avrebbe voluto ritirare il commento offensivo sulle donne. |
εξωθώ(colloquiale) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tirare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του tirare
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.