Τι σημαίνει το bianco στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης bianco στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bianco στο Ιταλικό.
Η λέξη bianco στο Ιταλικό σημαίνει άσπρο, άσπρος, λευκός, λευκός, λευκός, άσπρα, λευκά, άσπρος, άσπρη, λευκός, άσπρος, λευκός, ασπράδι, χιονισμένος, που ανήκει στη λευκή φυλή, χιονισμένος, ασπρουλιάρης, λευκός, λευκός, κενός, άδειος, αρίγωτος, μη ασφαλτοστρωμένος, ασπράδι, στολή, άυπνος, άγρυπνος, κενός, ασβεστώνω, χλωμός, ασπρόμαυρος, υπόλευκος, κάτασπρος, κατάλευκος, ολόλευκος, άσπρος σαν πανί, άσπρος σαν το χιόνι, γραφείου, γκρίζος, παλιομοδίτης, παλιομοδίτισσα, ασπρομάλλης, γαλακτερός, ξαφνικά, αναπάντεχα, ξάφνου, αιφνιδίως, ασπρόμαυρα, ασβέστης, λευκοκύτταρο, ασπρουλιάρης, ασπρουλιάρα, ασβεστόνερο, ασπρόμαυρη φωτογραφία, λευκό ψωμί, άσπρο ψωμί, ασπρόμαυρη ταινία, ασπρόμαυρη τηλεόραση, ανοιχτή επιταγή, αστραφτερό λευκό, πολική αρκούδα, πλατίνα, λευκό κρασί, υπάλληλος γραφείου, ανεμβρυική κύηση, γυαλιστερό λευκό, αργυροτσικνιάς, λευκό ψάρι, λευκός μόσχος, λευκό παγώνι, λευκή κόλλα, μη χρησιμοποιούμενες ραδιοσυχνότητες, ασπρόμαυρο, λευκοκορήγονος, λευκοκορέγονος, φασόλι νέιβι, φασόλι navy, λευκός καρχαρίας, σωτήρας, οπισθογράφηση, λευκό μολύβδου, λευκός λύκος, πολικός λύκος, διατυπώνω κτ γραπτώς, ασπρόμαυρος, ασπρόμαυρος, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, περλέ γκρίζος, λευκός Αγγλοσάξονας προτεστάντης, λευκό κρασί του Ρήνου, ασπρόμαυρος, ασπρόμαυρο φίλμ, ασπρόμαυρη τηλεόραση, λευκή επιταγή, υπόλευκο χρώμα, γκριζωπό/κιτρινωπό χρώμα, λευκό παπιγιόν, επιβεβαιώνω, ξεκάθαρος, ρητά,κατηγορηματικά,απερίφραστα, ελάτη, λευκό πιπέρι, πάλλευκος, Λευκό Όρος, ηρωικός αγωνιστής, εταιρεία που διασώζει. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης bianco
άσπροaggettivo (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Hai questo vestito bianco o nero? Έχετε αυτό το φόρεμα σε άσπρο ή μαύρο; |
άσπρος, λευκόςaggettivo (χρώμα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ha stampato il documento su carta bianca. Τύπωσε το έγγραφο σε άσπρο (or: λευκό) χαρτί. |
λευκόςaggettivo (φυλή) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) In questa città ci sono molti individui bianchi, mentre la presenza di altri gruppi etnici è diminuita notevolmente. Αν και υπάρχουν πολλοί λευκοί άνθρωποι σε αυτήν την πόλη, ο αριθμός των άλλων φυλών έχει αυξηθεί δραματικά. |
λευκόςaggettivo (vino) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Con il pesce beviamo normalmente vino bianco. Συνήθως πίνουμε λευκό κρασί όταν τρώμε ψάρι. |
άσπρα, λευκάsostantivo maschile (pedine da gioco) (πιόνια) Vuoi i bianchi o i neri nella partita a scacchi? Θέλεις τα άσπρα ή τα μαύρα στο σκάκι; |
άσπρος, άσπρηsostantivo maschile (pedina) (σκάκι) Il bianco ha mosso il re di una casella. Ora tocca al nero. |
λευκόςsostantivo maschile (colore della pelle) (φυλή) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) I bianchi hanno generalmente votato per un candidato, mentre i neri hanno di solito votato per un altro. Οι λευκοί γενικά ψήφιζαν έναν υποψήφιο, ενώ οι μαύροι έτειναν να ψηφίζουν έναν άλλο. |
άσπρος, λευκόςaggettivo (δέρμα: χλωμός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sono così pallido che non diventerò mai abbronzato. Η επιδερμίδα μου είναι τόσο άσπρη (or: λευκή) που δεν μαυρίζω ποτέ. |
ασπράδιsostantivo maschile (di uovo) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Separare il bianco dell'uovo dal tuorlo. Χώρισε το ασπράδι από τον κρόκο του αυγού. |
χιονισμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Avremo un bianco Natale se le previsioni del tempo si avverano. |
που ανήκει στη λευκή φυλήsostantivo maschile (persona: razza) (ΗΠΑ,αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'uomo disse che un bianco lo aveva derubato. |
χιονισμένοςaggettivo (μεταφορικά, λόγιος) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Ha la barba bianca, ma i capelli ancora scuri. Τα γένια του είναι άσπρα, αλλά τα μαλλιά του είναι ακόμη σκούρα. |
ασπρουλιάρηςsostantivo maschile (desueto, di persona) (καθομ: μειωτικό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
λευκόςsostantivo maschile (persona bianca) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) A causa del razzismo di cui fu vittima, Bryan non era mai a proprio agio con i bianchi. Εξαιτίας του ρατσισμού που υπέστη, ο Μπράιαν ποτέ δεν ένιωθε άνετα ανάμεσα σε λευκούς. |
λευκόςsostantivo maschile |
κενός, άδειος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ο καλλιτέχνης κοίταζε επίμονα τον λευκό καμβά που ήταν μπροστά του. |
αρίγωτος(carta) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μη ασφαλτοστρωμένος(χωρίς άσφαλτο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ασπράδι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Senza i bianchi d'uovo non si possono fare le meringhe. |
στολήsostantivo maschile (da tennis) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ha indossato il suo completo bianco per la partita di tennis. |
άυπνος, άγρυπνος(λόγιος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Quando si ha un bambino bisogna aspettarsi delle notti insonni. |
κενός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Παρακαλώ όπως συμπληρώσετε τα κενά σημεία στη φόρμα αίτησης. |
ασβεστώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli abitanti dell'isola imbiancano le case una volta all'anno. |
χλωμός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ασπρόμαυροςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La famiglia non poteva permettersi un nuovo televisore, così guardava i programmi su un vecchio schermo in bianco e nero. |
υπόλευκοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κάτασπρος, κατάλευκος, ολόλευκοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Quando mi sposerò voglio indossare un vestito bianco come la neve e avere un grande bouquet. |
άσπρος σαν πανίaggettivo (informale: pallido per lo choc) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sembra che tu abbia visto un fantasma: sei bianco come un cencio! |
άσπρος σαν το χιόνιaggettivo (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mia nonna aveva un piumone sul suo letto che era bianco come la neve. |
γραφείου(figurato: da impiegato) (σε γενική: δουλειά, υπάλληλος) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) |
γκρίζοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
παλιομοδίτης, παλιομοδίτισσαlocuzione aggettivale (figurato: persona all'antica) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
ασπρομάλληςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γαλακτερόςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ξαφνικά, αναπάντεχα, ξάφνου, αιφνιδίως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) All'improvviso, una nuvola nera ha oscurato il sole. Ξαφνικά ένα σκούρο σύννεφο έκρυψε τον ήλιο. |
ασπρόμαυρα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Preferisco le foto in bianco e nero. |
ασβέστης
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ho comprato una latta di bianco di calce per imbiancare la parete. |
λευκοκύτταρο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ασπρουλιάρης, ασπρουλιάραsostantivo maschile (persona, offensivo) (μειωτικό) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
ασβεστόνεροsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ασπρόμαυρη φωτογραφίαsostantivo femminile (διαδικασία) Si è specializzato nella fotografia in bianco e nero. |
λευκό ψωμί, άσπρο ψωμίsostantivo maschile Il pane integrale è più nutriente del pane bianco. |
ασπρόμαυρη ταινίαsostantivo maschile Adoro guardare i film muti: quei vecchi film in bianco e nero senza audio. |
ασπρόμαυρη τηλεόρασηsostantivo maschile I miei si ricordano ancora quando l'unico tipo di televisore esistente era il televisore in bianco e nero. |
ανοιχτή επιταγήsostantivo maschile Ti lascio un assegno in bianco per pagare l'idraulico. |
αστραφτερό λευκόaggettivo (χρώμα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Normalmente le perle sono di un bel bianco iridescente. |
πολική αρκούδαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'orso polare (or: orso bianco) si nutre principalmente di foche. Οι πολικές αρκούδες κυνηγάνε φώκιες ως κύρια πηγή τροφή. |
πλατίναsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
λευκό κρασίsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Era seduta in un bar e sorseggiava un bicchiere di vino bianco. |
υπάλληλος γραφείουsostantivo maschile (impiegato) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il partito laburista cerca di rappresentare sia i colletti bianchi sia gli operai. |
ανεμβρυική κύησηsostantivo maschile (gravidanza) |
γυαλιστερό λευκόsostantivo maschile (χρώμα) Il bianco lucido è un ottimo colore con cui dipingere la cucina, perché le finiture lucide sono facili da pulire. |
αργυροτσικνιάςsostantivo maschile (tipo di uccello) (πτηνό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) L'airone bianco maggiore, il più grande airone bianco americano, è molto diffuso in Florida. |
λευκό ψάριsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
λευκός μόσχοςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
λευκό παγώνιsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
λευκή κόλλα
|
μη χρησιμοποιούμενες ραδιοσυχνότητεςsostantivo maschile (radiofrequenze) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ασπρόμαυροsostantivo maschile (monocromaticità) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Chiese alla regista perché avesse scelto di girare il suo film in bianco e nero. Ρώτησε τη σκηνοθέτιδα γιατί επέλεξε να κάνει την ταινία της ασπρόμαυρη. |
λευκοκορήγονος, λευκοκορέγονοςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
φασόλι νέιβι, φασόλι navysostantivo maschile |
λευκός καρχαρίαςsostantivo maschile |
σωτήραςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
οπισθογράφησηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
λευκό μολύβδου(pigmento: bianco di piombo) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
λευκός λύκος, πολικός λύκοςsostantivo maschile |
διατυπώνω κτ γραπτώςverbo transitivo o transitivo pronominale (informale: scrivere) Adesso che abbiamo trovato un accordo sui termini, mettiamoli nero su bianco. |
ασπρόμαυροςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ασπρόμαυρος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La fotografia in bianco e nero punta sulla composizione piuttosto che sul colore. Η ασπρόμαυρη φωτογραφία βασίζεται περισσότερο στη σύνθεση παρά στο χρώμα. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>aggettivo (opinioni semplicistiche) Non ci sono mezze sfumature qui, è o bianco o nero. |
περλέ γκρίζος
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) L'ospite indossava un abito elegante color grigio perla. |
λευκός Αγγλοσάξονας προτεστάντηςsostantivo maschile (USA) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I soci dello studio legale sono tutti bianchi anglosassoni protestanti. Όλοι οι συνέταιροι σε αυτή τη δικηγορική εταιρεία είναι λευκοί Αγγλοσάξονες προτεστάντες. |
λευκό κρασί του Ρήνου(generico) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ασπρόμαυροςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La fotografia in bianco e nero mostrava una sorprendente quantità di dettagli. |
ασπρόμαυρο φίλμsostantivo femminile Tutti i nostri vecchi filmini erano su pellicola in bianco e nero. |
ασπρόμαυρη τηλεόρασηsostantivo femminile |
λευκή επιταγήsostantivo maschile |
υπόλευκο χρώμα, γκριζωπό/κιτρινωπό χρώμαsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
λευκό παπιγιόνsostantivo maschile (papillon) Ron indossava un cravattino bianco con il suo smoking. |
επιβεβαιώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεκάθαρος(figurato: senza compromesso) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) A te la cosa sembra tutto bianco o tutto nero, ma è più complicato di così. Η κατάσταση μπορεί να σου φαίνεται ξεκάθαρη, αλλά βασικά είναι πιο περίπλοκη. |
ρητά,κατηγορηματικά,απερίφραστα(μεταφορικά) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Vogliamo mettere nero su bianco i termini dell'offerta, in modo che non ci sia confusione. |
ελάτηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
λευκό πιπέριsostantivo maschile |
πάλλευκος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
Λευκό Όροςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ηρωικός αγωνιστήςsostantivo maschile (figurato) |
εταιρεία που διασώζειsostantivo maschile (tecnica finanziaria contro le scalate) (οικονομικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bianco στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του bianco
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.