Τι σημαίνει το avanti στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης avanti στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του avanti στο Ιταλικό.
Η λέξη avanti στο Ιταλικό σημαίνει -, μπροστά, μπροστά, μπροστά, εμπρός, μπροστά, και μετά, κι έπειτα, και πέρα, μπροστά, -, μπροστά, εμπρός, προοδευτικός, -, μπροστά, ανώτερος από κπ/κτ, καλύτερος από κπ/κτ, π.Χ., μπροστά, που είναι πιο μπροστά, συνεχίζω, διαχείριση, διοίκηση, ζω, κουνάω, κουνώ, πηγαινοέρχομαι, πρόοδος, εξέλιξη, drive, παρασύρομαι, με παίρνουν τα χρόνια, που γέρνει μπροστά, που γέρνει προς τα εμπρός, που έχει κλίση προς τα εμπρός, που γέρνει προς τα εμπρός, κοντεύω τα, πλησιάζω τα, έμπειρος, με το κεφάλι μπροστά, με το κεφάλι, ύστερα, αργότερα, κάποια στιγμή στο μέλλον, μπρος-πίσω, μπρος πίσω, από εδώ και στο εξής, από τούδε και στο εξής, από εδώ και πέρα, από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέρα, από εκείνη την στιγμή και μετά, πιο πέρα, παραπέρα, όπως περιγράφεται παρακάτω, όπως περιγράφεται ακολούθως, για πολύ καιρό ακόμα, που πάει από το καλό στο καλύτερο, πίσω μπρος, μπρος πίσω, μπρος πίσω, από τον Άννα στο Καϊάφα, Δώσ' του να καταλάβει!, πρόσω ολοταχώς, πρόοδος, εξέλιξη, πρόοδος, εμπρόσθια κυβίστηση, πάσα προς τα εμπρός, Ας συνεχίσουμε!, μιλάω εγώ, είμαι ατελείωτος, είμαι μακράν καλύτερος από κπ/κτ, είμαι μακράν ανώτερος από κπ/κτ, συνεχίζω έτσι, κάνω ένα σημαντικό βήμα, υπερασπίζομαι, επιχειρηματολογώ, υποστηρίζω, συνεχίζομαι, χώνομαι μπροστά από, συνεχίζω τη δουλειά, προχωράω τη δουλειά, πηγαινοέρχομαι, περπατώ πάνω-κάτω, επιτυγχάνω με τις δικές μου δυνάμεις, πηγαίνω μπροστά, προσπερνώ την ουρά, σκύβω, γέρνω, τινάζομαι προς τα εμπρός, μέσω σε κτ, κοιτάζω μπροστά, κοιτάζω μπροστά μου, τα καταφέρνω, τα βγάζω πέρα, -, προχωρώ, προσπαθώ, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, προηγούμαι, προπορεύομαι, πετάγομαι μπροστά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης avanti
-avverbio (figurato) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Siamo andati avanti con il progetto dopo che il capo ha detto di sì. Προχωρήσαμε με το πρότζεκτ αφού το αφεντικό είπε το ναι. |
μπροστά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Piegati in avanti all'altezza dei fianchi tenendo le gambe divaricate. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Σκύψτε προς τα εμπρός και επαναλάβετε ότι κάνω. |
μπροστά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Neil è quasi in testa nella gara! Ο Νηλ βγαίνει μπροστά στον αγώνα! |
μπροστά, εμπρός
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Fred va avanti determinato a raggiungere la sua meta. |
μπροστάavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ho chiesto che si facessero avanti dei volontari. Ζήτησα από τους εθελοντές να κάνουν ένα βήμα μπροστά. |
και μετά, κι έπειτα, και πέρα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Από το τέλος της δεκαετίας του 1990 και μετά, υπήρξε μεγάλη ανάπτυξη στη χρήση του διαδικτύου στα σπίτια. |
μπροστάavverbio (orologi) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Quell'orologio è avanti di cinque minuti. Εκείνο το ρολόι πάει πέντε λεπτά μπροστά. |
-avverbio (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) La folla la spingeva avanti. Το πλήθος την ενθάρρυνε. |
μπροστάavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Per cortesia venite avanti quando dico il vostro nome. |
εμπρόςavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il cavaliere galoppava via nella sua ricerca. La nave navigava verso nuove terre. Ο ιππότης έφυγε ιππεύοντας για την αναζήτησή του. Το πλοίο απομακρύνθηκε με κατεύθυνση νέα εδάφη. |
προοδευτικόςavverbio (progresso) (ιδεολογία) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Andarono più avanti lungo la strada. Προχώρησαν πιο πέρα στο δρόμο. |
μπροστάlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La macchina si muoveva lentamente in avanti. Το αυτοκίνητο προχώρησε αργά προς τα εμπρός. |
ανώτερος από κπ/κτ, καλύτερος από κπ/κτ
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) John è più bravo degli altri bambini nella lettura. Ο Τζον είναι μπροστά από τα άλλα παιδιά σε ό,τι αφορά τις ικανότητές του στην ανάγνωση. Αυτό το αυτοκίνητο είναι πολύ ανώτερο από τα άλλα σε ό,τι αφορά τον χειρισμό και την ασφάλεια. |
π.Χ.(σντμ: προ Χριστού) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
μπροστά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
που είναι πιο μπροστάlocuzione aggettivale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συνεχίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ha continuato come se non fosse successo niente. Συνέχισε σα να μην είχε συμβεί τίποτε. |
διαχείριση, διοίκηση(affari: gestione) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Gestire un'impresa familiare non è sempre facile. Η διοίκηση μιας οικογενειακής επιχείρησης μπορεί να είναι δύσκολη υπόθεση. |
ζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Con due lavori a tempo pieno non c'è tempo per vivere. |
κουνάω, κουνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο Γκλεν κούνησε τη μύτη του για να κάνει το παιδάκι να γελάσει. |
πηγαινοέρχομαι(di segni incrociati) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il cortile anteriore era ricoperto da segni di pneumatici |
πρόοδος, εξέλιξη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Hai fatto molti progressi nei tuoi studi di inglese. Έχεις σημειώσει μεγάλη πρόοδο (or: εξέλιξη) στις σπουδές σου στα Αγγλικά. |
drive(auto: cambio automatico) (κιβώτιο ταχυτήτων) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Metti la macchina da folle in "drive" e rilascia il freno. |
παρασύρομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Lo yacht avanzava favorito dal forte vento. |
με παίρνουν τα χρόνιαverbo intransitivo (colloquiale) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il mio cane comincia a essere avanti con gli anni ma continua comunque a correre dietro alle macchine. Τον σκύλο μου τον πήραν τα χρόνια, αλλά ακόμα κυνηγάει αυτοκίνητα. |
που γέρνει μπροστά, που γέρνει προς τα εμπρός, που έχει κλίση προς τα εμπρόςaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που γέρνει προς τα εμπρόςaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κοντεύω τα, πλησιάζω τα(informale) (ηλικία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
έμπειροςlocuzione aggettivale (eufemismo) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
με το κεφάλι μπροστά
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) L'uomo si tuffò in acqua di testa. |
με το κεφάλιlocuzione avverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Max si tuffò in acqua a testa in avanti. |
ύστερα, αργότερα, κάποια στιγμή στο μέλλον
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Abbiamo concordato di discutere di nuovo l'argomento in un momento successivo. |
μπρος-πίσω, μπρος πίσω
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Ho trascorso tutto il giorno a correre avanti e indietro. |
από εδώ και στο εξής, από τούδε και στο εξής, από εδώ και πέρα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) D'ora in poi, Gina era determinata a non ripetere gli errori passati. |
από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέραavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) D'ora in poi, voglio che tu mi chiami quando sei in ritardo. Από εδώ και στο εξής (or: από εδώ και πέρα) περιμένω να μου τηλεφωνείς όταν πρόκειται να αργήσεις. |
από εκείνη την στιγμή και μετάavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Bill fu molto grato a Jenny per il suo aiuto, da allora diventarono migliori amici. Ο Μπιλ ήταν τόσο ευγνώμων για τη βοήθεια της Τζένι, που από εκείνη την στιγμή και μετά έγιναν καλύτεροι φίλοι. |
πιο πέρα, παραπέραavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Un po' più avanti, oltre la chiesa, si arriva a una rotatoria. |
όπως περιγράφεται παρακάτω, όπως περιγράφεται ακολούθως
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La costruzione del vostro modellino di aeroplano va effettuata come descritto più avanti. |
για πολύ καιρό ακόμα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'ambiente risente dei disastri causati dalle fuoriuscite di petrolio, anche molto avanti nel tempo. |
που πάει από το καλό στο καλύτεροavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πίσω μπρος, μπρος πίσωlocuzione avverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) La bambina si dondolava avanti e indietro sull'altalena. |
μπρος πίσωlocuzione avverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Il leone passeggiava avanti e indietro nella sua gabbia. Το λιοντάρι πήγαινε μπρος πίσω στο κλουβί του. |
από τον Άννα στο Καϊάφαlocuzione avverbiale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Δώσ' του να καταλάβει!interiezione (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) "Posso provare la tua bicicletta?" "Certo, fai pure!" |
πρόσω ολοταχώςinteriezione (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Il nemico sta arrivando da sud. Avanti a tutta forza! |
πρόοδος, εξέλιξη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πρόοδος(εξέλιξη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εμπρόσθια κυβίστησηsostantivo femminile (γυμναστική) La ginnasta fece un salto mortale in avanti e, con grazia, atterrò sui piedi. |
πάσα προς τα εμπρόςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Ας συνεχίσουμε!(nuovo tema) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Andiamo avanti con lo spettacolo! Non possiamo permettere a una pioggerellina di fermarci. |
μιλάω εγώ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Porterò avanti da solo la trattativa quando arriveremo alla negoziazione del prezzo. Όταν διαπραγματευτούμε την τιμή, το πουρπαρλέ θα το κάνω εγώ. |
είμαι ατελείωτοςverbo intransitivo (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Tutti pensavano che la relazione della coppia sarebbe andata avanti all'infinito. |
είμαι μακράν καλύτερος από κπ/κτ, είμαι μακράν ανώτερος από κπ/κτ(informale, figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il tema di George era anni luce migliore di quelli del resto della classe. |
συνεχίζω έτσιverbo intransitivo (επιδοκιμασίας) La mia insegnante mi ha detto di continuare così dopo avere preso il punteggio pieno nel compito. |
κάνω ένα σημαντικό βήμαverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Dopo anni di studi, hanno finalmente fatto un importante passo avanti nella ricerca sul cancro. |
υπερασπίζομαι, επιχειρηματολογώ, υποστηρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il rapporto porta avanti l'idea che le attuali direttive non siano adeguate. |
συνεχίζομαιverbo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dopo tutti questi anni, l'azienda è portata avanti ancora dal pro-pronipote del fondatore. |
χώνομαι μπροστά από
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mi dà fastidio quando la gente salta la coda. |
συνεχίζω τη δουλειά, προχωράω τη δουλειάverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πηγαινοέρχομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
περπατώ πάνω-κάτω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επιτυγχάνω με τις δικές μου δυνάμεις(figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πηγαίνω μπροστάverbo intransitivo (registrazioni, nastri) Vai avanti fino agli ultimi cinque minuti del video: quella è la parte più divertente. |
προσπερνώ την ουρά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σκύβω, γέρνωverbo riflessivo o intransitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
τινάζομαι προς τα εμπρός
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μέσω σε κτ
Il portiere aveva la tendenza ad esitare dietro la linea invece di uscire per i cross. |
κοιτάζω μπροστά, κοιτάζω μπροστά μου(letterale) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Se stai guidando, è meglio guardare avanti, verso la strada. Όταν είσαι ο οδηγός είναι καλύτερο να κοιτάζεις μπροστά στο δρόμο. |
τα καταφέρνω, τα βγάζω πέραverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tra tasse e alto costo della vita, guadagno appena quello che mi serve per tirare avanti. Με τους φόρους και το υψηλό κόστος ζωής, μετά βίας τα καταφέρνω. |
-
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Alla fine non posso venire con te questo fine settimana, ma non lasciarti condizionare da questo; tu vacci lo stesso. Τελικά δεν μπορώ να έρθω μαζί σας το σαββατοκύριακο, αλλά μην αφήσετε να σας σταματήσει αυτό· εσείς να πάτε. |
προχωρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Για να προχωρήσεις βάλε ταχύτητα στο αυτοκίνητο. |
προσπαθώverbo intransitivo (figurato, informale) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>verbo intransitivo Puoi andare avanti alla meno peggio con questo vecchio modello finché non sei pronto a fare l'avanzamento. |
προηγούμαι, προπορεύομαιverbo intransitivo (πηγαίνω πρώτος) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Belinda ha detto a Cristal di andare avanti per cercare di prendere l'autobus prima che parta. |
πετάγομαι μπροστά
|
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του avanti στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του avanti
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.