Τι σημαίνει το su στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης su στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του su στο Ιταλικό.

Η λέξη su στο Ιταλικό σημαίνει επάνω, πάνω, πάνω, -, σε, σε, σε, σε, πάνω σε, πάνω σε, σε, στους, στις, στα, σε, -, σε, σε, σε, σχετικά με, σε βάρος, σχετικά με, σε, πάνω, πάνω, σε, προς, προς, σχετικά με, σε, αφορώ, σε, στην κορυφή, πάνω από, πάνω, επάνω, σε, -, τώρα, -, σε σχέση με, για, διά, σχετικά, γύρω από, περίπου, χοντρικά, κατά προσέγγιση, σε, πάνω, -, εξοργιστικός, ημιπληγικός, τοποθετημένος σε σιδηροτροχιά, ειδικά φτιαγμένος, διεθνώς, παγκοσμίως, στα πρόχειρα, στα γρήγορα, περγαμηνή, κατά παραγγελία, υπηρεσία τηλεπικοινωνιών ευρείας περιοχής, ρίχνω φως σε κτ, επιδρώ, συμβάλλω, προσυδατώνομαι, προσαρμόζω, καταδυναστεύω, υπερίπταμαι, σηκώνω, παίρνω, σχετίζομαι με, συνδέομαι με, πατάω, βουτάω, βουτώ, ψαρεύω, σβήνω, μικρός, κατά παραγγελία, χωρίς γραμμές, χωρίς ράγες, τοπικά, συμπεριλαμβάνω κτ σε κτ άλλο, ρουφάω, ρουφώ, τραβώ, τραβάω, γράφω κριτική, περιμετρικός, προσαρμοσμένος, κουνιέμαι, βλέπω, ονειρεύομαι, παρατηρώ, σχολιάζω, παίρνω, βάζω, δεσμεύομαι, συμφωνώ, αφορώ, μαζεύω, σηκώνω, καταδίδω, πειράζω, φτιάχνω, ανεβάζω, προεξέχω, γουστάρω, βαράω, βαρώ, κοπανάω, κοπανώ, αναζήτηση, σκαρφαλώνω, ενδοσκοπικός, ψηλά, προεξέχω, βασιλεύω, βάζω σίτα σε κτ, σφραγίζω, γεμίζω, καλύπτω, σκαλίζω σε πλάκα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης su

επάνω, πάνω

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I bagni si trovano su, al primo piano.
Οι τουαλέτες είναι επάνω, στο τέλος της σκάλας.

πάνω

avverbio (verso nord)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sono su nello stato di New York.
Θα πάμε πάνω στη Θεσσαλονίκη για διακοπές.

-

(informale) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Metto su le patate.
Θα βάλω τις πατάτες να γίνονται.

σε

preposizione o locuzione preposizionale

Il film si basa su un romanzo del XVIII secolo. Fa affidamento sul dizionario per fare l'esercizio.

σε

Possiamo mangiarci il tramezzino sul treno.

σε

preposizione o locuzione preposizionale

Cosa c'è stasera su Canale 5?

σε

preposizione o locuzione preposizionale

Leah è in viaggio di lavoro per Londra.

πάνω σε

preposizione o locuzione preposizionale

Anna è salita su una scala per arrivare sul tetto.
Η Άννα σκαρφάλωσε σε μια σκάλα για να ανέβει στη σκεπή.

πάνω σε

preposizione o locuzione preposizionale

Il tuo libro è sul tavolo.
Το βιβλίο σου είναι στο τραπέζι.

σε

preposizione o locuzione preposizionale

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Hanno comprato una casa sulla riva di un lago.
Αγόρασαν ένα σπίτι δίπλα στη λίμνη.

στους, στις, στα

preposizione o locuzione preposizionale (in proporzione)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Tre persone su dieci hanno preferito il cioccolato al latte rispetto a quello fondente. Tra tutte le persone di questo pianeta, dovevo imbattermi proprio nel mio ex ragazzo!
Από όλους τους ανθρώπους στον κόσμο, έμελλε να πάω να πέσω πάνω στον πρώην μου!

σε

preposizione o locuzione preposizionale

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Continueremo su questa base.
Θα συνεχίσουμε σε αυτήν τη βάση.

-

(a un piano superiore) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Manda il report di sopra così il capo può leggerlo.
Στείλε τις αναφορές στο διευθυντή για να τις διαβάσει.

σε

preposizione o locuzione preposizionale

Il suo cappotto è sul gancio.

σε

preposizione o locuzione preposizionale

Mettiti coricato sulla pancia.

σε

preposizione o locuzione preposizionale

Dovresti mettere una benda su quella ferita.

σχετικά με

preposizione o locuzione preposizionale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sto cercando un libro sulle orchidee.

σε βάρος

preposizione o locuzione preposizionale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Hanno un vantaggio di tre miglia su di noi.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο προπορευόμενος δρομέας έχει προβάδισμα 200 μέτρων έναντι των αντιπάλων του.

σχετικά με

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Questa presentazione riguarda la Rivoluzione Francese e i conseguenti cambiamenti nella società.

σε

preposizione o locuzione preposizionale

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Il quadro è alla parete.
Ο πίνακας είναι στον τοίχο.

πάνω

preposizione o locuzione preposizionale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il gatto era in cima a un albero.
Η γάτα ήταν πάνω σε ένα δέντρο.

πάνω

(πιο πέρα)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Abitiamo più avanti su questa strada.
Εμείς μένουμε λίγο πιο πάνω.

σε, προς

preposizione o locuzione preposizionale

Ha puntato la luce sull'intruso.

προς

preposizione o locuzione preposizionale

La polizia si avvicinava sempre di più a lui.

σχετικά με

preposizione o locuzione preposizionale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Che ne pensi del riscaldamento globale?

σε

(televisione)

L'hanno visto in TV.

αφορώ

preposizione o locuzione preposizionale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sono andato in biblioteca per cercare un libro sugli insetti.
Πήγα στη βιβλιοθήκη να βρω ένα βιβλίο για τα έντομα.

σε

preposizione o locuzione preposizionale

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Due studenti su cinque ammettono di giocare ai videogame anziché fare i compiti.

στην κορυφή

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
C'era una ciliegia sul cupcake scelto da Betty.

πάνω από

preposizione o locuzione preposizionale

Hanno appeso un quadro sopra il caminetto.
Κρέμασαν ένα κάδρο πάνω από το τζάκι.

πάνω, επάνω

preposizione o locuzione preposizionale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
È salito sulla sedia per arrivare alle mensole più alte.
Πάτησε πάνω στην καρέκλα για να φτάσει τα ψηλά ράφια.

σε

preposizione o locuzione preposizionale

Portava la borsa sulla spalla.
Κουβαλούσε την τσάντα στον ώμο του.

-

interiezione (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Ti voglio bene, dico sul serio!
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Να έρθεις σίγουρα να μας κάνεις επίσκεψη! Σε αγαπάω, αλήθεια λέω!

τώρα

interiezione (εμφατικός τύπος)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Su, comportatevi bene!
Καθίστε φρόνιμα. Τώρα!

-

preposizione o locuzione preposizionale (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Smettila di appoggiarti a quel muro!
Σταμάτα να γέρνεις σ' αυτόν τον τοίχο.

σε σχέση με

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Abbiamo un grande vantaggio sui nostri concorrenti.

για

preposizione o locuzione preposizionale

Litigano sempre su chi debba guidare.
Πάντα μαλώνουν σχετικά με το ποιος θα οδηγήσει.

διά

preposizione o locuzione preposizionale

Dodici diviso quattro fa tre.
Δώδεκα διά (or: προς) τέσσερα ίσον τρία.

σχετικά

preposizione o locuzione preposizionale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ti spiegherò le mie idee riguardo a quel fatto più tardi.

γύρω από

preposizione o locuzione preposizionale (μεταφορικά)

Il corso disserta su importanti eventi storici.

περίπου, χοντρικά, κατά προσέγγιση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La popolazione mondiale ammonta circa a cinque miliardi di persone.
Ο παγκόσμιος πληθυσμός είναι περίπου (or: κατά προσέγγιση) πέντε δισεκατομμύρια.

σε

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Il pittore ha applicato il colore alla tela.
Ο ζωγράφος άπλωσε το χρώμα στον καμβά.

πάνω

locuzione avverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I prezzi vanno da tre euro in su.
Οι τιμές είναι τρία ευρώ και βάλε.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Assicurati che il cappuccio sia messo appropriatamente.
Βεβαιώσου ότι το καπάκι έχει μπει σωστά.

εξοργιστικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Inez è una persona puntuale e trova i ritardi aerei esasperanti.

ημιπληγικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Da quando mio zio ha avuto un infarto, è rimasto emiplegico.
Από τότε που ο θείος μου έπαθε εγκεφαλικό είναι ημιπληγικός.

τοποθετημένος σε σιδηροτροχιά

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

ειδικά φτιαγμένος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διεθνώς, παγκοσμίως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

στα πρόχειρα, στα γρήγορα

avverbio (χωρίς σκέψη)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Spontaneamente non riesco a ricordarmi il nome di quell'attore.

περγαμηνή

(γραφική ύλη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κατά παραγγελία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I motociclisti ammiravano tutte le personalizzazioni sulle moto parcheggiate fuori dal bar.

υπηρεσία τηλεπικοινωνιών ευρείας περιοχής

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ρίχνω φως σε κτ

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επιδρώ, συμβάλλω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

προσυδατώνομαι

(atterrare nell'acqua)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

προσαρμόζω

(στις ανάγκες κάποιου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Questo negozio personalizza ogni mobile secondo le specifiche del cliente.
Αυτό το μαγαζί προσαρμόζει όλα τα έπιπλα που φτιάχνει στις προδιαγραφές του αγοραστή.

καταδυναστεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υπερίπταμαι

(ρήμα μεταβατικό και αυτοπαθητικό: Φανερώνει ότι η ενέργεια την οποία εκτελεί το υποκείμενο επιστρέφει στο ίδιο το υποκείμενο, π.χ. πλένομαι (=πλένω τον εαυτό μου) κλπ. Συχνά ξεκινάει με το πρόθημα αυτο-)

σηκώνω, παίρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I proprietari di cani dovrebbero raccogliere i bisogni dei propri cani e buttarli nel bidone.

σχετίζομαι με, συνδέομαι με

πατάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Attento! Potresti calpestare la coda del cane!
Πρόσεξε, μπορεί να πατήσεις την ουρά του σκύλου!

βουτάω, βουτώ

(liquidi) (το υπόλοιπο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ψαρεύω

(figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σβήνω

(fiamma, soffiando)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha spento le candeline sulla sua torta di compleanno.
Έσβησε τα κεράκια στην τούρτα γενεθλίων της.

μικρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Stiamo pensando a una commercializzazione limitata, non a una campagna nazionale.
Σκεφτόμαστε να κάνουμε μια μικρή παρουσίαση του προϊόντος, όχι μια εκστρατεία σε εθνικό επίπεδο.

κατά παραγγελία

(tv)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

χωρίς γραμμές, χωρίς ράγες

(trenino, ecc.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τοπικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

συμπεριλαμβάνω κτ σε κτ άλλο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Αυτό το εστιατόριο αυτομάτως συμπεριλαμβάνει χρέωση υπηρεσιών στον λογαριασμό.

ρουφάω, ρουφώ, τραβώ, τραβάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gli aspirapolvere tirano su la polvere da tappeti e altri superfici.
Οι ηλεκτρικές σκούπες τραβάνε τα σωματίδια σκόνης από τα χαλιά και άλλες επιφάνειες.

γράφω κριτική

(recensioni, commenti, ecc.)

Jessica scrive recensioni di film per il giornale della sua scuola.
Οι Τζέσικα γράφει κριτικές ταινιών για τη σχολική εφημερίδα.

περιμετρικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

προσαρμοσμένος

(σε κάτι)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Το πρόγραμμα για σπουδές στο εξωτερικό είναι προσαρμοσμένο στις ανάγκες κάθε φοιτητή.

κουνιέμαι

(coda)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si capisce che il cucciolo è eccitato perché agita la coda.

βλέπω

(σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La finestra guarda verso il prato.
Το παράθυρο έχει θέα στο λιβάδι.

ονειρεύομαι

(μεταφορικά: μελλοντική εικόνα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sognò la loro luna di miele per tutto il giorno.
Αναπολούσε τον μήνα του μέλιτος όλη μέρα.

παρατηρώ, σχολιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η καθηγήτρια της Λίζα σχολίασε (or: παρατήρησε) τη ραγδαία της πρόοδο στα μαθηματικά.

παίρνω, βάζω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho preso tre chili durante le vacanze.
Πήρα (or: έβαλα) τρία κιλά στις διακοπές.

δεσμεύομαι, συμφωνώ

(για κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il proprietario si impegna a eseguire tutte le riparazioni necessarie sulla proprietà.
Τα δύο μέρη συμφώνησαν πως ένα ποσό θα πληρωνόταν από τον πελάτη σε περίπτωση ακύρωσης του συμβολαίου πριν την ολοκλήρωση της εργασίας.

αφορώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La mia domanda riguarda le sue recenti dichiarazioni sulla politica estera. L'articolo riguardante le questioni ambientali si trova a pagina 2.
Η ερώτησή μου αφορά τις πρόσφατες δηλώσεις σας αναφορικά με την εξωτερική πολιτική. Το κείμενο που έχει να κάνει με περιβαλλοντικά θέματα βρίσκεται στη σελίδα 2.

μαζεύω, σηκώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho raccolto il libro che era caduto sul pavimento.
Σήκωσα το βιβλίο που είχε πέσει στο πάτωμα.

καταδίδω

(polizia)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I numeri verdi permettono di denunciare in modo anonimo gli spacciatori.

πειράζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (con [qlcs])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il mio portatile non si collega più alla rete wifi da quando hai pasticciato con le impostazioni.

φτιάχνω, ανεβάζω

(κέφι, διάθεση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il nostro morale fu rinfrancato quando ci giunse notizia del salvataggio.

προεξέχω

(architettura: che sporge)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

γουστάρω

(αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
È fantastico che tu sia venuto; sono contentissimo!
Είναι φοβερό που μπόρεσες να έρθεις. Φτιάχτηκα!

βαράω, βαρώ, κοπανάω, κοπανώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η Λυδία χτυπούσε την πόρτα, απαιτώντας να μπει μέσα.

αναζήτηση

(su internet)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La ricerca di Emma di immagini di allunaggi ha dato molti risultati.
Η αναζήτηση της Έμμα για φωτογραφίες των προσεληνώσεων είχε πολλά αποτελέσματα.

σκαρφαλώνω

(montare sopra)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I ragazzi hanno scalato la recinzione.
Τα παιδιά σκαρφάλωσαν το φράχτη.

ενδοσκοπικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ψηλά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La febbre le è salita alta per tre giorni prima di ricoverarsi.

προεξέχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βασιλεύω

(figurato: regnare su) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βάζω σίτα σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dobbiamo schermare le finestre per tenere fuori gli insetti.

σφραγίζω

(odontoiatria)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il trattamento classico per le carie è otturare il dente.

γεμίζω, καλύπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Indumenti e fogli ingombravano il pavimento dell'ufficio.

σκαλίζω σε πλάκα

(su tavole)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I comandamenti furono scritti su delle tavole che furono portate in chiesa perché tutti potessero vederle.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του su στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του su

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.