Τι σημαίνει το dubbio στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dubbio στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dubbio στο Ιταλικό.

Η λέξη dubbio στο Ιταλικό σημαίνει αμφιβολία, αμφιβολία, ζήτημα, θέμα, αμφιβολία,αμφισβήτιση, αμφίβολος, αμφιβολία, άσωτος, απιστία, αμφιβολία, αβεβαιότητα, επιφύλαξη, αμφιβολία, ατεκμηρίωτος, αβάσιμος, στο όριο, αμφισβητήσιμος, διαψεύσιμος, δυσπιστία, αμφιβολία, ύποπτος, ύποπτος, αμφίβολος, αμφιβάλλω, αναμφίβολα, κάθε φορά, αμφιβολία, αναμφίβολα, ασυζητητί, σίγουρα, βέβαια, ασφαλώς, πέραν αμφιβολίας, πέραν αμφιβολίας, αναμφίβολα, αδιαμφισβήτητα, οπωσδήποτε, αναμφίβολα, αδιαμφισβήτητα, αναμφίβολα, δεν υπάρχει αμφιβολία, εύλογη αμφιβολία, ίχνος αμφιβολίας, αμφιβάλλω, έχω αμφιβολίες, έχω ενδοιασμούς, εξαφανίζω κάθε αμφιβολία, διαλύω κάθε αμφιβολία, αντιμετωπίζω κπ καλή τη πίστει, δημιουργώ υποψίες σε κπ, αναμφίβολα, δεν υπάρχει αμφιβολία, δεν έχω αμφιβολία ότι/πως, αναμφίβολα, ύποπτα, το τεκμήριο της αθωότητας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dubbio

αμφιβολία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Aveva dei dubbi riguardo alla sua capacità di fare il suo lavoro.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ξεπερνώντας τους ενδοιασμούς του, της έκανε πρόταση γάμου.

αμφιβολία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La sua onestà ha cancellato tutti i miei dubbi riguardo la sua affidabilità.

ζήτημα, θέμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ci sono tre dubbi che devono essere risolti.
Υπάρχουν τρία ζητήματα (or: θέματα) που πρέπει να διευθετηθούν.

αμφιβολία,αμφισβήτιση

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αμφίβολος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Rose disse al suo cliente che era improbabile che avrebbe finito il lavoro entro venerdì.
Η Ρόουζ είπε στον πελάτη της πως ήταν αμφίβολο αν θα τελείωνε τη δουλειά μέχρι το Σάββατο.

αμφιβολία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

άσωτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

απιστία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le affermazioni secondo cui la macchina era esplosa furono accolte con incredulità.

αμφιβολία, αβεβαιότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επιφύλαξη

(συχνά πληθυντικός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jack aveva qualche riserva sul piano di Peter, non era sicuro che Peter l'avesse davvero studiato bene.
Ο Τζακ είχε ορισμένους ενδοιασμούς για το σχέδιο του Πίτερ. Δεν ήταν σίγουρος ότι ο Πίτερ το είχε σκεφτεί καλά.

αμφιβολία

(figurato: dubbio)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ho un tarlo che mi rode.

ατεκμηρίωτος, αβάσιμος

(figurato: non convincente)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ogni giorno arriva tardi con una delle sue fiacche scuse.
Κάθε μέρα έρχεται καθυστερημένη με μια ακόμη διάτρητη δικαιολογία.

στο όριο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non è diabetico, ma è un caso limite.
Δεν είναι διαβητικός, αλλά είναι στο όριο.

αμφισβητήσιμος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il documento contiene diverse affermazioni opinabili.
Αυτή η αναφορά περιέχει αρκετούς αμφισβητήσιμους ισχυρισμούς.

διαψεύσιμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δυσπιστία, αμφιβολία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ύποπτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'e-mail che le chiedeva i dati bancari sembrò sospetta a Wendy, quindi decise di non rispondere.
Το e-mail που ζητούσε τα τραπεζικά της στοιχεία φάνηκε ύποπτο στη Γουέντι οπότε δεν απάντησε.

ύποπτος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Rachel chiamò la polizia perché c'era un uomo che si comportava in modo sospetto in strada.
Η Ρέιτσελ κάλεσε την αστυνομία, επειδή στον δρόμο ήταν ένας άντρας που συμπεριφερόταν με ύποπτο τρόπο.

αμφίβολος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questo dipinto è di dubbia autenticità.
Ο πίνακας είναι αμφιβόλου γνησιότητας.

αμφιβάλλω

(αν, εάν)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dubito di poterti aiutare.
Αμφιβάλλω αν μπορώ να σε βοηθήσω.

αναμφίβολα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Indubbiamente ci sono pochi motivi per festeggiare.
Αναμφίβολα έχουμε λίγους λόγους να το γιορτάσουμε.

κάθε φορά

avverbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
La posta ci viene consegnata invariabilmente ogni mattina alle 11:30.

αμφιβολία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Δεν έχω αμφιβολία ότι υπάρχει παράδεισος.

αναμφίβολα, ασυζητητί

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ο πίνακας αυτός είναι με διαφορά ο καλύτερος, γι' αυτό παίρνει το πρώτο βραβείο.

σίγουρα, βέβαια, ασφαλώς

(senza dubbio)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il fiore è sicuramente meraviglioso, ma non ha un buon odore.

πέραν αμφιβολίας

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La teoria dell'evoluzione è scientificamente al di là di ogni dubbio.

πέραν αμφιβολίας

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La sua integrità è fuor di dubbio.

αναμφίβολα, αδιαμφισβήτητα

aggettivo

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Questa è oltre ogni dubbio la canzone migliore del CD.

οπωσδήποτε

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αναμφίβολα, αδιαμφισβήτητα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Αυτή είναι αναμφίβολα η καλύτερη τούρτα που δοκίμασα ποτέ.

αναμφίβολα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

δεν υπάρχει αμφιβολία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
È un uomo malvagio, non c'è dubbio.

εύλογη αμφιβολία

sostantivo maschile

ίχνος αμφιβολίας

sostantivo femminile (figurato)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αμφιβάλλω, έχω αμφιβολίες, έχω ενδοιασμούς

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La tua partecipazione è messa in dubbio dal tuo comportamento.

εξαφανίζω κάθε αμφιβολία, διαλύω κάθε αμφιβολία

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Meglio rimanere in silenzio e passare per ignorante che aprire bocca e togliere ogni dubbio.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η ολοκληρωμένη απάντηση που μου έδωσε διέλυσε κάθε μου αμφιβολία.

αντιμετωπίζω κπ καλή τη πίστει

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δημιουργώ υποψίες σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αναμφίβολα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Senza ombra di dubbio sei più esperto di me in questo settore.

δεν υπάρχει αμφιβολία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non c'è dubbio che molti cittadini non amano pagare le tasse.

δεν έχω αμφιβολία ότι/πως

verbo transitivo o transitivo pronominale (seguito da subordinata)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Non ho alcun dubbio che domani tornerà a raccontare la stessa storia.

αναμφίβολα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ύποπτα

locuzione avverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

το τεκμήριο της αθωότητας

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dubbio στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.