Τι σημαίνει το corrente στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης corrente στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του corrente στο Ιταλικό.
Η λέξη corrente στο Ιταλικό σημαίνει σημερινός, ρεύμα, ρεύμα, ρεύμα, τρέχων, δίνη, ρεύμα, ρεύμα, ρεύμα, ενέργεια, συνήθης, εργασίας, υπάρχων, ηλεκτρισμός, του σήμερα, κίνημα, ρεύμα, που τρέχει, φατρία, κλίκα, παράταξη, τρέξιμο, τρέχω, τρέχω, τρέχω, τρέχω, κινούμαι γρήγορα, τρέχω σε κπ, αφηνιάζω, τρέχω, φεύγω, τρέχω, περνάω, περνάω, περνώ, τρέχω, εξαπλώνομαι, διαδίδομαι, τρέχω, υπόγειο ρεύμα, υπόγειο ρεύμα, έχω γνώση, ενήμερος, αύρα, κινώ, διακοπή λειτουργίας, ενήμερος, γνώστης, γνώστης, ενήμερος, που δεν είναι στην πρίζα, ενήμερος,μιλημένος, καταχωρίσεις που δείχνουν πώς διανέμονται τα κέρδη ή οι απώλειες εταιρείας σε υπολογισμούς, γνώστης, στο μέσο του ποταμού, κυρίαρχο ρεύμα, γεννήτρια, καθοδικό ρεύμα, δυνατό ρεύμα επιστροφής, ανοδικό ρεύμα αέρα, εναλλασσόμενο ρεύμα, τρεχούμενος λογαριασμός, τρεχούμενος λογαριασμός, αεροχείμαρρος, φράξια, φατρία, σέχτα, κλίκα, ηλεκτρικό ρεύμα, κοινός τραπεζικός λογαριασμός, κοινός λογαριασμός, τρεχούμενος λογαριασμός, άμπωτη και παλίρροια, υπόλοιπο λογαριασμού, νερό βρύσης, εταιρικός λογαριασμός, τρέχον ρυθμός, το Ρεύμα του Κόλπου, σύστημα κάλυψης αιχμής, σύστημα εξομάλυνσης αιχμών, σύστημα αποφυγής αιχμών, διακοπή ρεύματος, πρίζα, βελοειδές ρεύμα, συνεχής τίτλος, τρέχων σύνολο, τιμή για άμεση παράδοση, τιμή για άμεση παράδοση, συνεχές ρεύμα, συνεχές ρεύμα, υπόγειο ρεύμα, κρατάω κπ ενήμερο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης corrente
σημερινόςaggettivo (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La corrente metodologia coinvolge dei lunghi studi. |
ρεύμαsostantivo femminile (ροή νερού) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il ruscello era piccolo ma aveva una forte corrente. |
ρεύμαsostantivo femminile (elettricità) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le linee elettriche portano la corrente alle case del paese. |
ρεύμαsostantivo femminile (tendenza) (μεταφορικά: τάση) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) C'è una corrente di pensiero che afferma che non sia un problema. |
τρέχων
(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Sai qual è la temperatura corrente? Ξέρεις την τρέχουσα θερμοκρασία; |
δίνηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le correnti possono essere pericolose per vogatori non esperti. |
ρεύμα(servizio elettrico) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) È mancata la corrente in casa per tre ore ieri sera. Abbiamo dovuto usare delle candele e non potevamo guardare la TV. Το ρεύμα έπεσε για τρεις ώρες στο σπίτι χθες. Χρειάστηκε να ανάψουμε κεριά και δεν μπορούσαμε να δούμε τηλεόραση. |
ρεύμαsostantivo femminile (κυριολεκτικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il fiume ha una forte corrente ed è pericoloso. |
ρεύμαsostantivo femminile (d'acqua) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Non si riusciva a sentire nulla al di sopra della fragorosa corrente del fiume. |
ενέργειαsostantivo femminile (elettrica) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La batteria aveva esaurito la corrente perciò la torcia smise di funzionare. |
συνήθηςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È molto più caro del prezzo corrente. Αυτά είναι πολύ περισσότερα από τη συνήθη τιμή. |
εργασίας(γενική, ως προσδιορισμός) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La sua attuale teoria è stata sottoposta ad alcuni cambiamenti. Η υπόθεση εργασίας του έχει υποστεί μερικές αλλαγές. |
υπάρχων
(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Anche se l'idea è stata esistente per anni nessun se ne è interessato prima d'ora. |
ηλεκτρισμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Η συσκευή αυτή δουλεύει με ηλεκτρικό ρεύμα. |
του σήμερα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κίνημα(politica, arte) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il movimento neo-liberale è nato in Oklahoma. Το νεοφιλελεύθερο κίνημα ξεκίνησε στην Οκλαχόμα. |
ρεύμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Sapevo che il rubinetto perdeva perché mandava un flusso d'acqua giù per la strada. |
που τρέχει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'acqua che scorreva dal rubinetto ha riempito la bacinella. Η βρύση που έτρεχε γέμισε τον νιπτήρα. |
φατρία, κλίκα, παράταξηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Una fazione politica ha denunciato di recente il suo vecchio leader. |
τρέξιμο(sport: correre) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La corsa è uno dei miei sport preferiti. Το τρέξιμο είναι από τα αγαπημένα μου αθλήματα. |
τρέχωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quanto veloce riesci a correre? Πόσο γρήγορα μπορείς να τρέξεις; |
τρέχωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I bambini correvano nel parco giochi. Τα παιδιά έτρεχαν πέρα δώθε στην παιδική χαρά. |
τρέχω(in spazio circoscritto) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Volevamo una casa col giardino, dove i bambini potessero correre e giocare. Θέλαμε έναν κήπο όπου τα παιδιά θα μπορούσαν να τρέχουν και να παίζουν. |
τρέχωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Leah correva in tondo nella stanza. Η Λία έτρεχε γύρω γύρω στο δωμάτιο. |
κινούμαι γρήγοραverbo intransitivo (muoversi rapidamente) Il ladro è corso in strada con la polizia alle calcagna. |
τρέχω σε κπ(συχνά αποδοκιμασίας) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Corre sempre dal professore quando lo prendono in giro. |
αφηνιάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Un tempo i bisonti scorrazzavano per queste pianure. |
τρέχωverbo intransitivo (andare veloci) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il cane correva giù per la collina. Το σκυλί κατέβηκε το λόφο τρέχοντας. |
φεύγωverbo intransitivo (χρόνος) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I weekend corrono davvero veloci. Τα Σαββατοκύριακα περνούν πολύ γρήγορα. |
τρέχωverbo intransitivo (correre lungo) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il cavo passa tra le pareti. |
περνάωverbo intransitivo (από κάπου) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'autostrada corre attraverso la vallata. |
περνάω, περνώverbo intransitivo (di tempo) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Una volta che hai dei figli, gli anni volano. |
τρέχωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'auto sfrecciava lungo la strada. |
εξαπλώνομαι, διαδίδομαι(una notizia: tra la gente) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le notizie correvano per il villaggio. |
τρέχωverbo intransitivo (μεταφορικά, καθομ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La piccola e anziana signora andò di corsa alla partita di carte. |
υπόγειο ρεύμα(κυριολεκτικά) |
υπόγειο ρεύμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il bagnante è stato trascinato giù dalla risacca ed è annegato. |
έχω γνώση(με γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ενήμερος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αύρα(figurato) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) C'è stato un sottofondo di paura nella città da quando è avvenuto l'attacco terroristico. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Άνεμος εκσυγχρονισμού πνέει, πλέον, στην εταιρεία μας. |
κινώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il vento alimenta il generatore elettrico. Ο άνεμος κινεί την ηλεκτρική γεννήτρια. |
διακοπή λειτουργίας
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Non siamo riusciti a terminare il lavoro in tempo a causa di un blackout. |
ενήμερος, γνώστης
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il governo è conscio della carenza di insegnanti e ha preso dei provvedimenti per incoraggiare più persone a intraprendere questa professione. Η κυβέρνηση είναι γνώστης (or: ενήμερη) της έλλειψης δασκάλων και έχει θέσει μέτρα προκειμένου να ενθαρρύνει περισσότερους ανθρώπους να επιλέξουν το συγκεκριμένο επάγγελμα. |
γνώστης, ενήμεροςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που δεν είναι στην πρίζαaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il microonde è staccato dalla corrente. Ecco perché non funziona. |
ενήμερος,μιλημένοςavverbio (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Chiederò a mia sorella quale sia la migliore scuola in città - lei è al corrente di questo tipo di cose. |
καταχωρίσεις που δείχνουν πώς διανέμονται τα κέρδη ή οι απώλειες εταιρείας σε υπολογισμούςlocuzione aggettivale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
γνώστης
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
στο μέσο του ποταμούlocuzione avverbiale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κυρίαρχο ρεύμα(μεταφορικά) Η Τίνα αποφάσισε να φτιάξει τη δική της κοινωνική ομάδα επειδή οι χίπστερ είχαν γίνει της μόδας. |
γεννήτριαsostantivo maschile (ρεύματος) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Abbiamo un generatore, perché durante i temporali salta la corrente. |
καθοδικό ρεύμαsostantivo femminile |
δυνατό ρεύμα επιστροφής(θαλάσσα, λίμνη) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ανοδικό ρεύμα αέραsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
εναλλασσόμενο ρεύμαsostantivo femminile Il motore elettrico utilizza la corrente alternata per generare la rotazione. |
τρεχούμενος λογαριασμόςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τρεχούμενος λογαριασμόςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Vorrei pagare questo importo tramite il mio conto corrente. |
αεροχείμαρροςsostantivo femminile (atmosfera: movimento di aria) (είδος ανέμου) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il quadro meteorologico sul nord Europa potrebbe mutare a causa di un cambiamento nella corrente a getto. |
φράξια, φατρία, σέχτα, κλίκαsostantivo femminile (partiti politici) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I Trotzkisti erano una corrente scissionista del Socialismo. |
ηλεκτρικό ρεύμαsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La corrente elettrica proviene dal generatore. |
κοινός τραπεζικός λογαριασμός, κοινός λογαριασμόςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Mia moglie ed io abbiamo un conto corrente cointestato. |
τρεχούμενος λογαριασμόςsostantivo maschile Ho aperto un conto corrente presso la banca. |
άμπωτη και παλίρροιαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ogni porto ha una tabella che indica le correnti di alta e bassa marea. |
υπόλοιπο λογαριασμούsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Il saldo del mio conto corrente è poco superiore ai 4000 $. |
νερό βρύσηςsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le persone che non hanno l'acqua corrente devono affidarsi ai pozzi per rifornirsi di acqua. |
εταιρικός λογαριασμόςsostantivo maschile |
τρέχον ρυθμόςsostantivo maschile |
το Ρεύμα του Κόλπουsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) La Corrente del Golfo riscalda la costa occidentale della Scozia. |
σύστημα κάλυψης αιχμής, σύστημα εξομάλυνσης αιχμών, σύστημα αποφυγής αιχμών
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
διακοπή ρεύματοςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Non abbiamo avuto l'aria condizionata per quattro ore a causa di un'interruzione di corrente. |
πρίζαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La stanza è stata costruita con prese di corrente su tutti i muri. |
βελοειδές ρεύμαsostantivo femminile Se vieni preso da una corrente di ritorno, nuotaci attraverso in parallelo alla costa. |
συνεχής τίτλοςsostantivo maschile (σε βιβλίο, μυθιστόρημα) |
τρέχων σύνολοsostantivo maschile (μέχρι τώρα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il totale corrente dei voti per Class presidente è di 124. |
τιμή για άμεση παράδοση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τιμή για άμεση παράδοσηsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συνεχές ρεύμαsostantivo femminile (abbreviazione: corrente diretta) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) La corrente continua passava attraverso la bobina creando un campo magnetico. |
συνεχές ρεύμαsostantivo femminile |
υπόγειο ρεύμα
|
κρατάω κπ ενήμεροverbo transitivo o transitivo pronominale (για κάτι, σχετικά με κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ti terremo al corrente sulle novità riguardo al lavoro. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του corrente στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του corrente
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.