Τι σημαίνει το causa στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης causa στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του causa στο Ιταλικό.

Η λέξη causa στο Ιταλικό σημαίνει σκοπός, σκοπός, λόγος, υπόθεση, θέμα, αντικείμενο, αγωγή, αγωγή, δικαστική υπόθεση, νομική υπόθεση, ισχυρισμός, αγωγή, πηγή, ένοχος, ρίζα, πηγή, κίνητρο, προκαλώ, προκαλώ, επιφέρω, επιφέρω, προκαλώ, προκαλώ, επιφέρω, προκαλώ, προξενώ, προκαλώ, προξενώ, προκαλώ, εγείρω κτ σε κπ, προκαλώ, δημιουργώ, προκαλώ, δημιουργώ, προκαλώ, εγείρω, κάνω, προκαλώ, δημιουργώ, προκαλώ, οδηγώ, λόγω, εξαιτίας, αιτία, ενδιαφερόμενος, ενδιαφερόμενος, εξαιτίας, τιμητικός, νευρικός, σίγουρα, βεβαίως, ασφαλώς, αδιαμφισβήτητα, εξαιτίας, εξαιτίας, λόγω, για καλό σκοπό, διοργάνωση που ακυρώθηκε λόγω βροχής, αίτιο και αποτέλεσμα, χαμένη υπόθεση, συχνή αιτία, κοινή αιτία, ευγενής σκοπός, πιθανή αιτία, αιτία του κακού, υποβόσκουσα αιτία, συλλογική, ομαδική αγωγή, αιτία, καταχρηστική απόλυση, αιτία θανάτου, εκχωρητής απαιτήσεων, βασικός λόγος, θεομηνία, εξαιτίας, διατηρώ φρούδες ελπίδες, συνεργάζομαι με κπ, συνασπίζομαι με κπ, κάνω φιλανθρωπικό έργο, επιχειρηματολογώ, υποστηρίζω, αιτιολογώ, υπερασπίζω, υπερασπίζομαι, επιχειρηματολογώ, υποστηρίζω, στηρίζω, σκοτώνω, μηνύω, καταστροφή, ξενέρωμα, λόγω, εξαιτίας, ασκώ δίωξη, διώκω κπ για κτ, σηματοδοτώ το τέλος του/της, κάνω μήνυση, κάνω αγωγή, αλληλουποστηρίζομαι, μάστιγα, πληγή, καταστροφή, καθοριστικός παράγοντας, τρεμοπαίζω, αναβοσβήνω, τρεμοσβήνω, υποβάλλω αγωγή για κτ, υπερασπίζομαι, εφαρμόζω, σκοτώνω λόγω ψύχους, μηνύω, εξαιτίας, λόγω, που ευθύνεται, με γνώσεις, με τρόπο που σε ζαλίζει, λόγος, έναυσμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης causa

σκοπός

sostantivo femminile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Gli studenti stanno facendo volontariato per una buona causa.
Οι σπουδαστές δουελεύουν εθελοντικά για έναν καλό σκοπό.

σκοπός, λόγος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il sospetto deve dimostrare di aver agito per una buona causa.
Ο ύποπτος πρέπει να αποδείξει πως ενέργησε για καλό σκοπό.

υπόθεση

(legale) (νομικά: αγωγή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La causa è stata portata davanti a un giudice.
Η υπόθεση ήρθε ενώπιον του δικαστή.

θέμα, αντικείμενο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il matrimonio della coppia è stato causa di molti pettegolezzi.

αγωγή

sostantivo femminile (legale) (νομική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La società ha intentato una causa contro la concorrenza per violazione di brevetto.
Η εταιρεία έκανε αγωγή στον ανταγωνιστή της για την παραβίαση δικαιωμάτων ευρεσιτεχνίας.

αγωγή

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Con la querela si accusava l'azienda di aver rubato la loro proprietà intellettuale.
Η αγωγή ισχυριζόταν ότι η εταιρεία έκλεψε την πνευματική τους περιουσία.

δικαστική υπόθεση, νομική υπόθεση

(giudiziaria)

ισχυρισμός

(diritto)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
L'imputato ha inoltrato una dichiarazione di non colpevolezza.
Ο κατηγορούμενος κατέθεσε ισχυρισμό περί μη ενοχής.

αγωγή

(δικαστική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Στην τρέχουσα αγωγή οι ιδιοκτήτες της περιουσίας μηνύουν τον δήμο.

πηγή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quel bambino è motivo di grande gioia per tutta la famiglia.
Εκείνο το παιδί αποτελεί πηγή μεγάλης χαράς για όλη την οικογένεια.

ένοχος

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Η Τζέι λέει πως ο ένοχος είναι ένα σφάλμα στο λογισμικό.

ρίζα, πηγή

(parte essenziale) (μτφ: αιτία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Andiamo al fondo del problema.

κίνητρο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Η Κέλσι προσπαθούσε να καταλάβει το κίνητρο που έκανε τη φίλη της να της φερθεί άσχημα.

προκαλώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'alto tasso di inflazione ha causato il panico in borsa.
Ο υψηλός πληθωρισμός προκάλεσε πανικό στην αγορά.

προκαλώ, επιφέρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιφέρω, προκαλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προκαλώ, επιφέρω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il comportamento di Charlie ha causato molto struggimento.

προκαλώ, προξενώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La carenza di cibo diede luogo a sommosse.
Η έλλειψη τροφής πυροδότησε εξεγέρσεις.

προκαλώ, προξενώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I tumulti hanno causato il panico nell'intero paese.
Οι ταραχές προκάλεσαν πανικό σε ολόκληρη τη χώρα.

προκαλώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'aumento improvviso del prezzo degli alimentari ha provocato rivolte.
Η ξαφνική αύξηση στις τιμές των τροφίμων προκάλεσε ταραχές.

εγείρω κτ σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale (λόγιος, επίσημο)

Le sue allusioni alla chiusura delle miniere hanno provocato l'ira della folla.

προκαλώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il dottore ha indotto il coma nel paziente per evitare danni cerebrali.

δημιουργώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La delegazione francese ha dato origine a una proposta, che però è stata respinta.
Η γαλλική αντιπροσωπεία επινόησε μια πρόταση, αλλά απορρίφθηκε.

προκαλώ, δημιουργώ

(causare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un buon lavoro di squadra porta ad una maggiore produttività sul posto di lavoro.

προκαλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I furti d'appartamento hanno determinato una maggiore presenza della polizia.
Οι διαρρήξεις προκάλεσαν μια αυξημένη αστυνομική παρουσία.

εγείρω

verbo transitivo o transitivo pronominale (λόγιος, επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La storia sui giornali ha destato solidarietà nei confronti della famiglia.

κάνω, προκαλώ, δημιουργώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I cani hanno creato scompiglio per strada.
Οι σκύλοι προκάλεσαν (or: δημιούργησαν) αναταραχή στον δρόμο.

προκαλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le goffe negoziazioni del diplomatico hanno provocato un disastro,
Οι αδέξιοι χειρισμοί του διπλωμάτη έφεραν την καταστροφή.

οδηγώ

(conseguenza) (μεταφορικά: σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I ritardi costanti dell'impiegato lo portarono al licenziamento.

λόγω, εξαιτίας

preposizione o locuzione preposizionale (με γενική)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)

αιτία

sostantivo femminile (για κάτι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La causa dell'esplosione è stata una scintilla.
Μία σπίθα ήταν η αιτία της έκρηξης.

ενδιαφερόμενος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Il direttore delle risorse umane ha discusso il problema con tutte le parti interessate.
Ο διευθυντής του τμήματος ανθρωπίνου δυναμικού συζήτησε για την αντιπαράθεση με όλους τους ενδιαφερόμενους.

ενδιαφερόμενος

(diritto)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Tutte le parti interessate erano alla riunione per decidere il futuro dell'azienda.
Όλοι οι ενδιαφερόμενοι ήταν στη συνάντηση για να αποφασίσουν για το μέλλον της εταιρείας.

εξαιτίας

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
È stato bocciato agli esami per non aver studiato abbastanza.
Απέτυχε στις εξετάσεις του, επειδή δεν διάβασε αρκετά.

τιμητικός

(laurea)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Al poeta fu data una laurea ad honorem dall'università.

νευρικός

aggettivo (λόγω εγκλεισμού)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σίγουρα, βεβαίως, ασφαλώς, αδιαμφισβήτητα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Lo sai davvero o stai solo tirando ad indovinare?
Το ξέρεις σίγουρα αυτό ή κάνεις απλώς υποθέσεις;

εξαιτίας

preposizione o locuzione preposizionale (με γενική)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Il picnic è stato annullato a causa della pioggia.
Το πικ νικ ακυρώνεται εξαιτίας της βροχής.

εξαιτίας, λόγω

preposizione o locuzione preposizionale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sarah è stata dichiarata innocente a causa della sua infermità.

για καλό σκοπό

locuzione avverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διοργάνωση που ακυρώθηκε λόγω βροχής

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αίτιο και αποτέλεσμα

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Il principio di causa ed effetto (karma) è un concetto fondamentale del buddismo.

χαμένη υπόθεση

sostantivo femminile (figurato: senza speranza) (το γεγονός)

Possiamo anche rinunciare a questo progetto, è una causa persa.

συχνή αιτία, κοινή αιτία

(causa)

Le case mal costruite sono spesso causa di liti giudiziarie.
Τα κακοκατασκευασμένα σπίτια αποτελούν συχνή αιτία για αγωγές.

ευγενής σκοπός

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'associazione raccoglie fondi per una causa importante: salvare le balene dall'estinzione.

πιθανή αιτία

(diritto)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Χωρίς πιθανή αιτία, πολύ λιγότερο ένταλμα, η αστυνομία δεν μπορούσε να ερευνήσει το αυτοκίνητο του υπόπτου, όπου φύλαγε, ήταν βέβαιοι, αρκετά ναρκωτικά.

αιτία του κακού

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le droghe sono la causa di tutti i mali. Il denaro è la causa di tutti i mali.
Τα ναρκωτικά είναι η αιτία του κακού. Τα χρήματα είναι η αιτία του κακού.

υποβόσκουσα αιτία

sostantivo femminile

συλλογική, ομαδική αγωγή

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Molte di noi partecipano a una causa collettiva contro l'azienda per discriminazione contro le donne.

αιτία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La causa ultima della maggior parte dei problemi del mondo è la sovrappopolazione.

καταχρηστική απόλυση

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αιτία θανάτου

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Per scoprire la causa di morte può essere necessaria un'autopsia.

εκχωρητής απαιτήσεων

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βασικός λόγος

θεομηνία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εξαιτίας

preposizione o locuzione preposizionale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
John e Julie erano in ritardo a causa del traffico.
Ο Τζον και η Τζούλι άργησαν λόγω της κίνησης.

διατηρώ φρούδες ελπίδες

(figurato, colloquiale, idiomatico)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho cercato di convincerlo a venire con noi, ma è stato come pestare l'acqua nel mortaio.

συνεργάζομαι με κπ, συνασπίζομαι με κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale (collaborare)

Il sindacato ha fatto causa comune con il governo per evitare che la fabbrica fosse delocalizzata.

κάνω φιλανθρωπικό έργο

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επιχειρηματολογώ, υποστηρίζω, αιτιολογώ, υπερασπίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Era veramente dura per lui perorare la causa dei vegani.

υπερασπίζομαι, επιχειρηματολογώ, υποστηρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il rapporto porta avanti l'idea che le attuali direttive non siano adeguate.

στηρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκοτώνω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μηνύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ian ha fatto causa ai suoi datori di lavoro dopo il suo incidente sul lavoro.
Ο Ίαν μήνυσε τους εργοδότες του μετά το ατύχημα στη δουλειά.

καταστροφή

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Era assuefatta all'attenzione della stampa e questo si rivelò la causa della sua rovina.
Ο εθισμός στα φώτα της δημοσιότητας αποδείχθηκε πως ήταν η καταστροφή της.

ξενέρωμα

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

λόγω, εξαιτίας

(με γενική)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Sono arrivato in ritardo a causa del traffico.
Άργησα λόγω (or: εξαιτίας) της πολλής κίνησης.

ασκώ δίωξη

(σε κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La compagnia di attività minerarie ha fatto causa agli scioperanti.

διώκω κπ για κτ

Il regime perseguitava le persone a causa delle loro opinioni liberali.

σηματοδοτώ το τέλος του/της

(figurato: causa della fine)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'informazione online potrebbe di fatto essere la causa della morte della carta stampata.

κάνω μήνυση, κάνω αγωγή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quando Rachel è scivolata sul pavimento bagnato del supermercato e si è rotta la gamba ha deciso di fare causa.
Όταν η Ρέιτσελ γλίστρησε στο βρεγμένο πάτωμα του σούπερ μάρκετ και έσπασε το πόδι της, αποφάσισε να κάνει μήνυση.

αλληλουποστηρίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se vogliamo raggiungere i nostri scopi dobbiamo tutti restare uniti come società.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ως κοινωνία, πρέπει να αλληλοϋποστηριζόμαστε εάν θέλουμε να πετύχουμε τους στόχους μας.

μάστιγα, πληγή, καταστροφή

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I suoi gusti costosi furono la rovina del loro matrimonio.
Τα ακριβά του γούστα ήταν η μάστιγα (or: πληγή) του γάμου τους.

καθοριστικός παράγοντας

sostantivo femminile

L'infortunio del nostro giocatore di punta fu la causa scatenante della sconfitta della nostra squadra.

τρεμοπαίζω, αναβοσβήνω, τρεμοσβήνω

(luce, elettricità)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Η παλιά λάμπα τρεμόπαιζε.

υποβάλλω αγωγή για κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I sopravvissuti dell'incidente aereo spesso fanno causa per danni. Alcuni genitori divorziati fanno causa per avere la piena custodia dei propri figli.
Οι επιζήσαντες ενός αεροπορικού δυστυχήματος συχνά υποβάλλουν αγωγή για αποζημίωση.

υπερασπίζομαι

(diritto, processo) (ως συνήγορος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εφαρμόζω

(κανόνας, κτλ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Per permettere a una società di funzionare dobbiamo invocare la legge.

σκοτώνω λόγω ψύχους

(piante)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μηνύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
In seguito alla storia scandalistica pubblicata dal quotidiano, l'aristocratico farà causa per diffamazione.

εξαιτίας, λόγω

preposizione o locuzione preposizionale

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
La partita fu posticipata a causa del brutto tempo.
Το παιχνίδι καθυστέρησε εξαιτίας του άσχημου καιρού.

που ευθύνεται

aggettivo (che hanno causato) (για κάτι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Οι υπεύθυνοι που εξέτασαν τα αίτια της πυρκαγιάς αποφάνθηκαν ότι ευθύνεται η καλωδίωση που είχε υποστεί βλάβη.

με γνώσεις

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

με τρόπο που σε ζαλίζει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La giostra girava vertiginosamente.

λόγος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Sono curiosi circa il motivo della nostra decisione.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ήθελα να μάθω το γιατί! Για αυτό σε ρώτησα.

έναυσμα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La causa scatenante della guerra fu l'assassinio dell'arciduca.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του causa στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του causa

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.