Τι σημαίνει το contare στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης contare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του contare στο Ιταλικό.

Η λέξη contare στο Ιταλικό σημαίνει μετράω, μετρώ, μετράω, μετρώ, μετράω, μετρώ, μετράω, μετρώ, μετράω, μετράω, μετρώ, υπολογίζω, μετρώ, συνυπολογίζω, βάζω, έχω, μετράω, μετράω, μετρώ, μιλάω, κρατάω λογαριασμό για κτ, κρατώ λογαριασμό για κτ, μετρώ, έχω σημασία, μετράω, μετρώ, ελπίζω, μιλάω, μιλώ, ξαναμετρώ, μη με υπολογίζεις, μέτρημα ανά δυάδες, μετράω προβατάκια, μετράω ως το, μετράω έως το, μετράω ανά δύο, μετράω δυο δυο, κάνω ταμείο, μετρώ αντίστροφα, υπολογίζω λάθος, μετρώ λάθος, βασίζομαι, βασίζομαι σε κπ, στηρίζομαι σε κπ, υπολογίζω σε κπ, σκοπεύω, σχεδιάζω, υπολογίζω, βασίζομαι σε, στηρίζομαι, προσμετρώμαι σε κτ, αποκλείω, συμπεριλαμβάνω σε, συγκαταλέγω σε, βασίζομαι, στηρίζομαι, σχεδιάζω, σκοπεύω, βασίζομαι σε κπ, υπολογίζω σε κπ, βασίζομαι, στρέφομαι, θεωρώ κτ δεδομένο, μετρώ αντίστροφα, διανέμω, εξαρτώμαι από κπ για κτ, βασίζομαι σε κπ για κτ, κάτι, υπολογίζω, βασίζομαι, βασίζομαι σε κτ, στηρίζομαι σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης contare

μετράω, μετρώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I bambini stanno imparando a contare fino a dieci.
Τα παιδιά μαθαίνουν να μετράνε.

μετράω, μετρώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha contato le caramelle.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Οι αρχαιολόγοι καταμέτρησαν τα ευρήματα και τα κατέγραψαν.

μετράω, μετρώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'insegnante ha contato il numero di scritti che aveva raccolto alla fine dell'esame.
Η δασκάλα μέτρησε τα γραπτά που συγκέντρωσε στο τέλος του διαγωνίσματος.

μετράω, μετρώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La guida turistica contava i turisti man mano che tornavano al pullman.
Η ξεναγός μέτρησε τους τουρίστες όταν γύρισαν στο λεωφορείο.

μετράω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La tua onestà conta molto per me.

μετράω, μετρώ

verbo intransitivo (essere importante)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Conta qualcosa la mia esperienza lavorativa?

υπολογίζω, μετρώ, συνυπολογίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
È un viaggio di otto ore, senza contare le soste.

βάζω, έχω

verbo transitivo o transitivo pronominale (καθομ: κάποιον κάπου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ti considero tra i miei migliori amici.
Σε θεωρώ έναν από τους καλύτερούς μου φίλους.

μετράω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho contato più di cinquecento caramelle. È giusto?
Βρήκα τις καραμέλες πάνω από πεντακόσιες. Έπεσα μέσα;

μετράω, μετρώ

verbo intransitivo (avere valore) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le sue preoccupazioni non contano.

μιλάω

verbo intransitivo (valere) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sai che i soldi contano, vero?

κρατάω λογαριασμό για κτ, κρατώ λογαριασμό για κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Poteva contare ogni penny che aveva speso.

μετρώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Conta i click che senti.

έχω σημασία

(avere importanza)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Per figurare bene davanti a un datore di lavoro le qualifiche contano.

μετράω, μετρώ

(κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ελπίζω

verbo intransitivo (να γίνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Speriamo di cambiare casa entro la fine dell'anno prossimo.
Ελπίζουμε να μπορέσουμε να αλλάξουμε σπίτι πριν το τέλος του επόμενου έτους.

μιλάω, μιλώ

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I fatti dicono di più delle parole.

ξαναμετρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I voti sono stati ricontati ma il risultato è rimasto lo stesso.
Έγινε επανακαταμέτρηση των ψηφοδελτιών, αλλά το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο.

μη με υπολογίζεις

(informale) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Non contare su di me! Non potrò mai permettermi di mangiare lì.
Μη με υπολογίζεις! Δεν υπάρχει περίπτωση να μπορέσω να πληρώσω το φαγητό εκεί.

μέτρημα ανά δυάδες

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μετράω προβατάκια

verbo transitivo o transitivo pronominale (per addormentarsi) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Uno dei modi migliori di addormentarsi è quello di contare le pecore.
Ο καλύτερος τρόπος για να κοιμηθείς είναι να μετράς προβατάκια.

μετράω ως το, μετράω έως το

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μετράω ανά δύο, μετράω δυο δυο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω ταμείο

verbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μετρώ αντίστροφα

(figurato) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non appena è passato un compleanno, Tommy inizia a fare il conto alla rovescia per il successivo.
Μόλις περάσουν τα γενέθλιά του, ο Τόμι αρχίζει να μετράει αντίστροφα για τα επόμενα.

υπολογίζω λάθος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ho sbagliato a contare quanto denaro ho speso questo mese.

μετρώ λάθος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βασίζομαι

verbo intransitivo (σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si può fare affidamento su quella macchina?
Μπορείς να βασιστείς σε αυτό το αμάξι;

βασίζομαι σε κπ, στηρίζομαι σε κπ, υπολογίζω σε κπ

verbo intransitivo

Ho incluso Sheila nella squadra perché so di poter contare su di lei.
Συμπεριέλαβα τη Σίλα στην ομάδα, επειδή ξέρω ότι μπορώ να βασιστώ πάνω της.

σκοπεύω, σχεδιάζω

verbo intransitivo (intenzione) (να κάνω κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Non penso di tornare a casa prima di mezzanotte.

υπολογίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non contavo di andare in pensione a 59 anni; e invece eccomi qui in pensione!

βασίζομαι σε

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ricordati che puoi sempre contare su di me.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για τη βοήθειά σας και να σας διαβεβαιώσω ότι μπορείτε να βασιστείτε στην υποστήριξή μου οποιαδήποτε στιγμή.

στηρίζομαι

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Puoi sempre contare su di me.
Μπορείς πάντοτε να στηρίζεσαι πάνω μου.

προσμετρώμαι σε κτ

verbo intransitivo (avere valore)

αποκλείω

(figurato: attività programmata) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sabato sono impegnato, quindi non contatemi per la partita di football.

συμπεριλαμβάνω σε, συγκαταλέγω σε

(κάποιον/κάτι σε κάτι)

Alcuni credono che Madre Teresa dovrebbe essere inclusa fra i santi.
Ορισμένοι πιστεύουν ότι η Μητέρα Τερέζα θα πρέπει να συμπεριληφθεί στους αγίους.

βασίζομαι, στηρίζομαι

(σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ci si può fidare di lei?
Μπορείς να την εμπιστευτείς;

σχεδιάζω, σκοπεύω

verbo intransitivo (να κάνω κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Contavo di andare con mia sorella, ma lei è ammalata, perciò dovrò andarci da solo.

βασίζομαι σε κπ, υπολογίζω σε κπ

verbo intransitivo (ότι/πως θα κάνει κτ)

Puoi contare sul fatto che lei sarà puntuale.
Μπορείς να είσαι βέβαιος ότι θα είναι στην ώρα της.

βασίζομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale (σε κπ για κτ ή να κάνει κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dan spera che la sua ragazza lo aiuti.
Ο Νταν βασίζεται στην κοπέλα του για βοήθεια.

στρέφομαι

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quando ho dei problemi so che posso sempre contare sulla mia famiglia e sui miei amici.
Όποτε αντιμετωπίζω δυσκολίες, ξέρω ότι μπορώ πάντα να στραφώ στους φίλους και την οικογένειά μου.

θεωρώ κτ δεδομένο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Μετά τις πρόσφατες επιτυχίες της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ οι οπαδοί θεωρούσαν δεδομένη τη νίκη σήμερα.

μετρώ αντίστροφα

διανέμω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξαρτώμαι από κπ για κτ, βασίζομαι σε κπ για κτ

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Glia anziani spesso devono contare sui propri figli o su badanti per i lavori di casa e le compere.
Για βοήθεια με τις δουλειές του σπιτιού και τα ψώνια, οι ηλικιωμένοι άνθρωποι συχνά βασίζονται στα παιδιά τους ή σε φροντιστές.

κάτι

(importante) (για ολα τα γένη)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Πρέπει να νομίζει ότι είναι κάποια.

υπολογίζω, βασίζομαι

(σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βασίζομαι σε κτ, στηρίζομαι σε κτ

verbo intransitivo

Non conterei sulla sua franchezza se fossi in te: non confesserà finché non sarà costretto.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του contare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.