Τι σημαίνει το balzare στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης balzare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του balzare στο Ιταλικό.
Η λέξη balzare στο Ιταλικό σημαίνει χιμώ, χυμώ, ορμώ, πηδάω, πηδώ, προχωρώ με μεγάλα άλματα, χυμώ, πηδάω, πηδώ, χιμάω, χιμώ, πετάγομαι, πετιέμαι, τινάζομαι, ορμάω, πετάγομαι, αλτικός, πετάγομαι, ξεπηδώ από κτ, πηδάω, χοροπηδάω, αναπηδώ, εκτοξεύομαι, εκτινάσσομαι, πετάγομαι, κάνω πίσω, πετάγομαι από κτ, ορμάω, χυμάω, χιμάω, χυμώ, χιμώ, ορμώ σε κπ/κτ, αναπηδώ, πηδώ, πετάγομαι από κτ, ανεβαίνω απότομα, ορμάω, ορμώ, αναπηδώ προς τα πίσω, αναπηδώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης balzare
χιμώ, χυμώ, ορμώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Improvvisamente balzò verso di me e cercò di afferrarmi il collo. |
πηδάω, πηδώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Kyle è balzato al di là del recinto. Ο Κάιλ πήδηξε πάνω από τον φράκτη. |
προχωρώ με μεγάλα άλματαverbo intransitivo (figurato) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χυμώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πηδάω, πηδώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
χιμάω, χιμώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il cane balzò fuori dalla porta. Το σκυλί όρμησε έξω από την πόρτα. |
πετάγομαι, πετιέμαι, τινάζομαιverbo intransitivo (auto) (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Lydia pigiò il piede sull'acceleratore e la macchina balzò in avanti. |
ορμάωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Cogliendo il momento di catturare la sua preda, il leopardo balzò. |
πετάγομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ο κλέφτης έτρεξε γρήγορα μέσα σ' ένα σοκάκι όταν είδε την αστυνομία να έρχεται. |
αλτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πετάγομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dalla scatola salterà fuori un clown. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ένας κλόουν θα πεταχτεί (or: τιναχτεί) μέσα από το κουτί. |
ξεπηδώ από κτverbo intransitivo La rana salta dalla foglia di ninfea. |
πηδάω, χοροπηδάωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il cucciolo corre e salta nel campo. |
αναπηδώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Μαζεύτηκε όταν ανέφερα το ποσό που μου χρωστούσε. |
εκτοξεύομαι, εκτινάσσομαιverbo intransitivo (figurato) (μεταφορικά, καθομ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Recentemente il prezzo del petrolio è andato alle stelle. |
πετάγομαιverbo intransitivo (figurato) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Max ha aperto l'anta dell'armadio e i suoi figli sono balzati fuori urlando "Sorpresa!" |
κάνω πίσω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Si fece indietro di colpo appena il cane le abbaiò contro. Έκανε πίσω απότομα όταν της γάβγισε το σκυλί. |
πετάγομαι από κτverbo intransitivo Un topo comparve all'improvviso fuori dal buco e sgattaiolò per la cucina. |
ορμάω, χυμάω, χιμάω, χυμώ, χιμώ(preda) (σε κάποιον/κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La volpe è piombata sul coniglio e l'ha portato via. // L'agente è piombato sul bandito e l'ha disarmato. Ο αετός χύμηξε στον λαγό και τον πήρε μαζί του. Ο αστυνομικός όρμησε στον ένοπλο και τον αφόπλισε. |
ορμώ σε κπ/κτverbo intransitivo Il rapinatore balzò verso Heather e le rubò la borsetta. |
αναπηδώ, πηδώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il ciclista scattò davanti al gruppo portandosi al comando. |
πετάγομαι από κτverbo intransitivo (figurato) (καθομιλουμένη) È saltato fuori da dietro il muro cogliendo di sorpresa tutti quelli che vi erano appoggiati. Εμφανίστηκε ξαφνικά πίσω από τον τοίχο ξαφνιάζοντας όσους έγερναν πάνω του. |
ανεβαίνω απότομα
Le azioni sono balzate in alto dopo le buone notizie sull'economia. Η μετοχή ανέβηκε αλματωδώς (or: έκανε άλμα) μόλις ακούστηκαν τα καλά νέα για την οικονομία. |
ορμάω, ορμώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il leone è balzato addosso all'antilope. Το λιοντάρι όρμηξε στην αντιλόπη. |
αναπηδώ προς τα πίσω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il laccio ricadde all'indietro buttandogli giù il cappello. |
αναπηδώverbo intransitivo (imbarcazione) (πάνω στο νερό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le onde alte facevano sobbalzare la barca. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του balzare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του balzare
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.