Τι σημαίνει το qualità στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης qualità στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του qualità στο Ιταλικό.

Η λέξη qualità στο Ιταλικό σημαίνει ποιότητα, χαρακτηριστικό, ποιότητα, αξία, χαρακτηριστικό, γνώρισμα, χαρακτηριστικό, χαρακτηριστικό, ποικιλία, σημείο, χαρακτηριστικό, καλύτερος, πρόχειρος, κακός, άριστη ποιότητα, που αξίζει τα λεφτά του, με την ιδιότητα του, κακοφτιαγμένος, φτηνιάρικος, κακής ποιότητας, ως, ως, εκλεκτός, άριστος, ικανοποιητικός, πρώτης ποιότητας, ευτελής, κατώτερος, παρακατιανός, υποδεέστερος, ανάξιος, τιποτένιος, καλύτερης ποιότητας, άριστης ποιότητας, κορυφαίας ποιότητας, ύψιστης ποιότητας, άριστης ποιότητας, ξίδια, κύρος, πουράκι, υψηλή ποιότητα, εξαιρετική ποιότητα, άριστη ποιότητα, αισθητική, καλαισθησία, καλλιτεχνική ποιότητα, αισθητική ποιότητα, καλλιτεχνικό ύφος, στυλ, υψηλό βιοτικό επίπεδο, κακή ποιότητα, φωνητική χροιά, χροιά φωνής, διασφάλιση ποιότητας, καλύτερη ποιότητα, διαχείριση ποιότητας, ποιότητα ζωής, διαδικασία ελέγχου ποιότητας, ταινία β' διαλογής, κακή ποιότητα, εγγενή χαρακτηριστικά, έμφυτα χαρακτηριστικά, προσωπικά χαρακτηριστικά, καλύπτω προδιαγραφές ποιότητας, κατώτερος, κακής ποιότητας, χαμηλής ποιότητας, υψηλής ποιότητας, εξαιρετικής ποιότητας, άριστης ποιότητας, ποιοτικός, καλής ποιότητας, άριστης ποιότητας, χαμηλή ποιότητα, κακή ποιότητα, ανικανότητα, υψηλής ποιότητας, ανώτερης ποιότητας, ποιοτικός, έλεγχος ποιότητας, πρώτης διαλογής προϊόν, κακή ποιότητα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης qualità

ποιότητα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Questo è un abito di gran qualità.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Για ένα καλό αυτοκίνητο απαιτούνται υλικά υψηλής ποιότητας.

χαρακτηριστικό

sostantivo femminile (attributo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ha delle buone qualità.
Έχει κάποια καλά χαρακτηριστικά.

ποιότητα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Queste casse danno un'ottima qualità del suono.

αξία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Stiamo stimando il valore di quest'articolo.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αξιολογούμε την αξία αυτού του αντικειμένου.

χαρακτηριστικό, γνώρισμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ποιες ιδιότητες ψάχνεις σε έναν διευθυντή;

χαρακτηριστικό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La caratteristica che preferisco di questo cuoio è il suo tocco morbido.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ένα γνώρισμα των παπαγάλων είναι η φωνή τους.

χαρακτηριστικό

sostantivo femminile (στοιχείο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ha delle caratteristiche che la fanno emergere dalla massa.
Έχει κάποια χαρακτηριστικά που την κάνουν να ξεχωρίζει από το πλήθος.

ποικιλία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Questo è il tipo (or: genere) di pasta che preferisco.
Αυτό είναι το αγαπημένο μου είδος ζυμαρικών.

σημείο, χαρακτηριστικό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La trama non è il punto forte del film.
Η πλοκή δεν είναι το δυνατό σημείο (or: χαρακτηριστικό) αυτού του έργου.

καλύτερος

(superlativo) (ποιοτικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questa è la miglior farina esistente per fare il pane.

πρόχειρος, κακός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Prenditi il tuo tempo e non fare un lavoro scadente.

άριστη ποιότητα

aggettivo

που αξίζει τα λεφτά του

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Οι διακοπές άξιζαν τα λεφτά τους. Τα προϊόντα με την επωνυμία του καταστήματος αξίζουν τα λεφτά τους.

με την ιδιότητα του

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ο γιατρός, ως ειδικός, είναι το καταλληλότερο άτομο για να σε συμβουλεύσει για την πορεία της θεραπείας.

κακοφτιαγμένος, φτηνιάρικος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κακής ποιότητας

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

ως

(funzione)

(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.)
Io, Steve e Julie lavoriamo bene come team.
Ο Στιβ, η Τζούλι κι εγώ δουλεύουμε καλά ως ομάδα.

ως

(ruolo)

(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.)
Come insegnante in una zona disagiata, Jenna aveva lavorato con molti soggetti problematici.
Όντας δασκάλα σε υποβαθμισμένη περιοχή, η Τζένα είχε δουλέψει με πολλά παιδιά που αντιμετώπιζαν προβλήματα.

εκλεκτός, άριστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il macellaio a dato a Tom un ottimo taglio di manzo.
Ο κρεοπώλης έδωσε στον Τομ ένα εκλεκτό κομμάτι μοσχάρι. Αυτό είναι ένα εξαιρετικό κομμάτι γης. Είναι καλή επένδυση.

ικανοποιητικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il lavoro era ben fatto, considerato che era costato così poco.
Η δουλειά ήταν ικανοποιητική αν αναλογιστεί κανείς το πόσο φτηνή ήταν.

πρώτης ποιότητας

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Joan, la cena era assolutamente di prima qualità.

ευτελής, κατώτερος, παρακατιανός, υποδεέστερος, ανάξιος, τιποτένιος

(figurato, colloquiale)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questa è cartaccia da quattro soldi: si strappa e si incastra continuamente nella stampante.

καλύτερης ποιότητας

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

άριστης ποιότητας

locuzione aggettivale

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

κορυφαίας ποιότητας, ύψιστης ποιότητας, άριστης ποιότητας

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

ξίδια

(αργκό, μτφ: ποτό)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Un poliziotto mi ha chiesto se avevo del liquore in questo sacchetto di carta.

κύρος

sostantivo maschile (anche figurato)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πουράκι

sostantivo maschile (φτηνό πούρο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

υψηλή ποιότητα, εξαιρετική ποιότητα, άριστη ποιότητα

sostantivo femminile

La compagnia garantisce un servizio di alta qualità.

αισθητική, καλαισθησία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καλλιτεχνική ποιότητα, αισθητική ποιότητα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καλλιτεχνικό ύφος, στυλ

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

υψηλό βιοτικό επίπεδο

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Questa città si distingue per l'alta qualità di vita dei suoi abitanti.

κακή ποιότητα

sostantivo femminile

Il suo lavoro era di scarsa qualità e i clienti raramente richiedevano i suoi servizi una seconda volta.

φωνητική χροιά, χροιά φωνής

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διασφάλιση ποιότητας

sostantivo maschile (industria)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

καλύτερη ποιότητα

sostantivo femminile

Per il mio migliore amico vorrei un regalo della migliore qualità.

διαχείριση ποιότητας

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ποιότητα ζωής

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

διαδικασία ελέγχου ποιότητας

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ταινία β' διαλογής

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κακή ποιότητα

sostantivo femminile

εγγενή χαρακτηριστικά, έμφυτα χαρακτηριστικά

sostantivo plurale femminile

La combinazione di qualità innate e abilità sviluppate definisce lo stile di comando di un individuo.

προσωπικά χαρακτηριστικά

sostantivo plurale femminile

Che genere di qualità personali cerca in un dipendente?

καλύπτω προδιαγραφές ποιότητας

verbo intransitivo

I prodotti vennero rispediti al produttore perché non rispondevano ai requisiti di qualità.

κατώτερος

(σε ποιότητα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Queste noci sono di qualità inferiore a quelle dell'ultima volta.
Αυτά τα καρύδια είναι πολύ κατώτερα από τα τελευταία που είχαμε πάρει.

κακής ποιότητας, χαμηλής ποιότητας

(υπηρεσία, συμπεριφορά)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Evito quel posto a causa del servizio clienti scadente.

υψηλής ποιότητας, εξαιρετικής ποιότητας, άριστης ποιότητας

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Le attività commerciali devono produrre beni di alta qualità per essere competitivi nei mercati internazionali.

ποιοτικός, καλής ποιότητας

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La nostra produzione è incentrata su prodotti di qualità superiore.

άριστης ποιότητας

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

χαμηλή ποιότητα, κακή ποιότητα

sostantivo femminile

ανικανότητα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mandy lamentava l'assenza di qualità del marito pigro.

υψηλής ποιότητας, ανώτερης ποιότητας

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

ποιοτικός

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quell'azienda fa prodotti di qualità.
Αυτή η εταιρεία κατασκευάζει προϊόντα ποιότητας.

έλεγχος ποιότητας

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

πρώτης διαλογής προϊόν

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Vendiamo la merce di prima qualità ad un prezzo leggermente più alto della merce di seconda qualità.
Πουλάμε τα πρώτης διαλογής προϊόντα σε ελαφρώς υψηλότερες τιμές απ' ότι τα δεύτερης διαλογής.

κακή ποιότητα

sostantivo femminile

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του qualità στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του qualità

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.