Τι σημαίνει το controllo στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης controllo στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του controllo στο Ιταλικό.
Η λέξη controllo στο Ιταλικό σημαίνει ελέγχω, ελέγχω την πρόοδο ή κατάσταση, έχω κπ στο χέρι, το κοιτάζω, το βλέπω, διέπω, ελέγχω, ελέγχω, ελέγχω, ελέγχω, επιθεωρώ, ελέγχω, ερευνώ, ελέγχω, χαλιναγωγώ, ελέγχω, κυβερνώ, διέπω, τσεκάρω, χειρίζομαι, είμαι κύριος, ελέγχω, περιορίζω, ελέγχω, περιορίζω, ελέγχω, παρακολουθώ, αστυνομεύω, περιπολώ, ελέγχω, παρακολουθώ, παρακολουθώ την πρόοδο, ελέγχω, επιθεωρώ, εξετάζω, ενορχηστρώνω, εξασφαλίζω, επιβλέπω, εποπτεύω, γενικές ιατρικές εξετάσεις, έλεγχος, έλεγχος, έλεγχος, έλεγχος, πρότυπο, έλεγχος, έλεγχος, κοντρόλ, παρακολούθηση, εξέταση, επίβλεψη, επιτήρηση, περιορισμός, δοκιμή, έλεγχος, τα λογικά, έλεγχος, διαγνωστική εξέταση, έλεγχος, έλεγχος, επιθεώρηση, αυτοσυγκράτηση, αυτοκυριαρχία, κυριαρχία, εξουσία, αστυνόμευση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης controllo
ελέγχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quando Janet ha lasciato i figli da soli a casa, chiamava spesso per controllare che stessero bene. |
ελέγχω την πρόοδο ή κατάστασηverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quando fa molto caldo ricordatevi di controllare ogni paio d'ore come stanno i vostri vicini anziani. |
έχω κπ στο χέρι(μεταφορικά, ανεπίσημο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sono anni che i Democratici controllano i seggi per il Senato del New Jersey. |
το κοιτάζω, το βλέπωverbo transitivo o transitivo pronominale (ένα θέμα, ένα έργο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Controlliamo domattina e vediamo come te la cavi con questo compito. Ας το κοιτάξουμε αύριο για να δούμε πώς τα πας με αυτήν την εργασία. |
διέπω(επηρεάζω, καθορίζω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La tua scelta dell'università dovrebbe essere controllata da diversi fattori. |
ελέγχωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il meccanico controllerà la trasmissione. Ο μηχανικός πρόκειται να ελέγξει το κιβώτιο ταχυτήτων. |
ελέγχωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ogni quanto controlli l'email? Πόσο συχνά τσεκάρεις τα e-mail σου; |
ελέγχω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Non so se ho chiuso la porta a chiave. Puoi controllare? |
ελέγχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ann ha controllato che il documento non contenesse errori prima di stamparlo. Η Άννα έλεγξε το έγγραφο για λάθη πριν το εκτυπώσει. |
επιθεωρώ, ελέγχωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'ispettore controllò il ristorante in cerca di violazioni del codice. Ο ελεγκτής επιθεώρησε το εστιατόριο για παραβάσεις του κώδικα. |
ερευνώ, ελέγχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ερευνούμε πτήσεις με έκπτωση για Λονδίνο. |
χαλιναγωγώverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Amanda si stava lasciando trasportare dal progetto e rischiava di superare il budget, quindi il suo capo dovette tenerla sotto controllo. |
ελέγχω, κυβερνώ, διέπωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le autorità temono di non poter controllare la reazione alla nuova legge. |
τσεκάρω(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Bisogna sempre controllare la data di tutti i prodotti caseari che si stanno per acquistare. Πάντα να τσεκάρεις την ημερομηνία λήξης στα γαλακτοκομικά προϊόντα που αγοράζεις. |
χειρίζομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'operatore della gru controllava la macchina senza problemi. Ο οδηγός του γερανού χειρίστηκε το μηχάνημα χωρίς πρόβλημα. |
είμαι κύριοςverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Se vuole essere preso sul serio negli affari deve imparare a controllare le sue emozioni. Αν θέλει να τον παίρνουν στα σοβαρά στη δουλειά του, πρέπει να μάθει να είναι κύριος των συναισθημάτων του. |
ελέγχω, περιορίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il pugile deve frenare la sua aggressività. |
ελέγχω, περιορίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (μειώνω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cerca di controllare il flusso d'acqua girando la valvola. |
ελέγχωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha lasciato la sua ragazza perché voleva controllarlo troppo. Εγκατέλειψε τη φιλενάδα του επειδή προσπαθούσε να τον κοντρολάρει υπερβολικά. |
παρακολουθώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il supervisore controlla i nostri progressi. |
αστυνομεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La squadra antisommossa sorvegliava la folla. |
περιπολώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I soldati controllavano l'area. |
ελέγχωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il manager controllava il comportamento dei suoi dipendenti. |
παρακολουθώverbo transitivo o transitivo pronominale (sollevamento pesi) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Puoi controllarmi mentre sollevo i pesi? |
παρακολουθώ την πρόοδο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le infermiere osservarono attentamente i suoi progressi, durante il ricovero dopo l'intervento. |
ελέγχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Μπορείς να τσεκάρεις το μήνυμά μου πριν το στείλεις; |
επιθεωρώ, εξετάζω(προσεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Εξέτασε (or: επιθεώρησε) προσεκτικά το αυτοκίνητο πριν υπογράψεις τη φόρμα. |
ενορχηστρώνω(figurato) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I ribelli hanno orchestrato un colpo di stato. |
εξασφαλίζω(controllare) (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) George voleva assicurarsi di aver un buon posto e per questo ha comprato i biglietti del teatro un mese prima. |
επιβλέπω, εποπτεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha monitorato le elezioni in Argentina. |
γενικές ιατρικές εξετάσειςsostantivo maschile (medico) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mio padre era pallido e stanco, perciò gli ho preso un appuntamento dal medico per un controllo. |
έλεγχος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Sarà eseguito un controllo della sicurezza come previsto dall'inchiesta sulla miniera di carbone. 'Ελεγχος ασφαλείας θα διεξαχθεί ως μέρος της έρευνας για το ανθρακωρυχείο. |
έλεγχος(επιθεώρηση) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il tecnico farà un controllo alla macchina. Ο μηχανικός θα κάνει έναν έλεγχο στο αυτοκίνητο. |
έλεγχοςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La povera donna ha perso il controllo dei propri sensi. Η καϋμένη γυναίκα έχει χάσει τον έλεγχο των αισθήσεών της. |
έλεγχοςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) L'allenatore teneva tutti gli atleti sotto il suo stretto controllo. Ο προπονητής είχε τους αθλητές του καλά υπό τον έλεγχό του. |
πρότυπο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Dobbiamo eseguire tutti i controlli secondo regola. |
έλεγχοςsostantivo maschile (dominio) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) L'isola è stata annessa al controllo dello stato. |
έλεγχοςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il controllo degli infestanti è difficile nei paesi caldi. |
κοντρόλsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Quel lanciatore ha un incredibile controllo. |
παρακολούθησηsostantivo maschile (ποιότητας) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Rachel ha lavorato nella sezione di controllo di una stazione radio locale. |
εξέταση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
επίβλεψη, επιτήρηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Gli alunni fecero l'esame sotto la supervisione dell'insegnante. |
περιορισμός(trattenere entro un'area) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La nostra priorità era il contenimento della fuga di notizie. |
δοκιμή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Οι επιστήμονες σκοπεύουν να κάνουν μια τελευταία δοκιμή του πυραύλου στο τέλος του μήνα. |
έλεγχος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Η κυβέρνηση διεξήγαγε έλεγχο για την κατανομή του προϋπολογισμού. |
τα λογικά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ήταν υπερβολικό για τον Τζον και αισθανόταν ότι είχε αρχίσει να χάνει τα λογικά του. |
έλεγχοςsostantivo maschile (εξουσία) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il direttore ha il controllo sulla sua scuola. Ο λυκειάρχης έχει το σχολείο του υπό έλεγχο. |
διαγνωστική εξέτασηsostantivo maschile (di salute) |
έλεγχοςsostantivo maschile (per eventuali anomalie) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) I medici consigliano uno screening regolare per la malattia da parte dei componenti a rischio della popolazione. Οι γιατροί προτείνουν στα τμήματα του πληθυσμού που βρίσκονται σε κίνδυνο να προβαίνουν σε τακτικό έλεγχο γι' αυτή την ασθένεια. |
έλεγχος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Έλεγχος για τους αριθμούς των πωλήσεων διεξάγεται δύο φορές το χρόνο. |
επιθεώρηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il ristorante è stato sottoposto a un'ispezione sanitaria la scorsa settimana. |
αυτοσυγκράτηση, αυτοκυριαρχία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il commento di sua suocera rese Janet furiosa, ma questa mostrò una compostezza considerevole nella sua risposta. Η Τζάνετ έγινε έξαλλη με το σχόλιο της πεθεράς της αλλά απάντησε με σημαντική αυτοσυγκράτηση (or: αυτοκυριαρχία). |
κυριαρχία, εξουσία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il governante aveva il dominio completo sulla terra e sui suoi abitanti. |
αστυνόμευση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il controllo dei funzionari del governo ha portato a una minore corruzione. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του controllo στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του controllo
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.