Τι σημαίνει το salto στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης salto στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του salto στο Ιταλικό.

Η λέξη salto στο Ιταλικό σημαίνει αποτυγχάνω, πετάγομαι, παραλείπω, περνάω, περνώ, πηδώ, πηδάω, πηδάω πάνω από κτ, πηδάω, πηδώ, τρώω, παραλείπω, πηδάω, προσπερνάω, παραλείπω, αγνοώ, αντιπαρέρχομαι, πηδώ, αναπηδώ, χοροπηδώ, αποφεύγω, κάνω κοπάνα από κτ, πηδάω, πηδώ, πηδώ, πηδάω, κόβομαι, πέφτω, υπερπηδάω, αλτικός, χοροπηδάω, πηδάω πάνω από κτ/κπ, σοτάρω, κατεβαίνω από, ξεπεζεύω, πετάγομαι, ξεπερνάω, ξεπερνώ, υπερπηδάω, ξεπηδώ από κτ, υπερπηδάω, πηδάω, πηδώ, καίγομαι, πηδάω, χοροπηδάω, κάνω κοπάνα, καίγομαι, κόβομαι, σε σύγκρουση, μαζεύομαι, ζαρώνω, εκρήγνυμαι, χυμώ, πηδάω, πηδώ, απότομη μετάβαση, άλμα, πήδημα, πέφτω, υδραυλικό φορτίο, άλμα, πήδημα, άλμα, κλάδος, άλμα, πήδημα, εκρήγνυμαι, κάνω σκοινάκι, ανατινάζω, άλμα, μπαίνω, παίρνω, πυροδοτώ, προκύπτω, παρουσιάζομαι, αν τυχόν, σκοινάκι, αναπήδηση με pogo stick, αναπήδηση με μπαστούνι, stir-fry, stir fry, στιρ φράι, βγάζω βιαστικά συμπεράσματα, τινάζω τη μπάνκα στον αέρα, χώνομαι μπροστά από, καίγεται μια ασφάλεια, χορεύω στα γόνατα, βιάζομαι να συμπεράνω ότι/πως, χοροπηδάω, χοροπηδώ, προσπερνώ την ουρά, σηκώνομαι, ξεπηδώ, ξεπροβάλλω, πηδάω στην άκρη, μπαίνω σε κτ, πηδάω από κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης salto

αποτυγχάνω

(figurato)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Secondo me l'accordo sarebbe stato molto vantaggioso per la mia attività, ma è saltato all'ultimo minuto.
Πίστευα ότι η συμφωνία θα ήταν πολύ επικερδής για την επιχείρησή μου, αλλά απέτυχε την τελευταία στιγμή.

πετάγομαι

(figurato: reagire)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
È saltato dalla sedia quando si è reso conto che non poteva vedere il bambino.
Πετάχτηκε από την καρέκλα του όταν κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να δει το μωρό.

παραλείπω

(evitare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il mio consiglio è di saltare il secondo e di lasciare spazio al pesce.
ΝΕW: Βιαζόμουν το πρωί, γι' αυτό παρέλειψα το πρόγευμα.

περνάω, περνώ

(figurato: passare)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Saltava da un lavoro all'altro.
Πήδαγε από τη μια εργασία στην άλλη.

πηδώ, πηδάω

verbo transitivo o transitivo pronominale (passare oltre) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha saltato tre capitoli del libro.
Άφησε τρία κεφάλαια του βιβλίου.

πηδάω πάνω από κτ

(passare oltre)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ha saltato la pozzanghera per non bagnarsi le scarpe.
Πήδηξε πάνω από τη λακκούβα για να μη βρέξει τα παπούτσια του.

πηδάω, πηδώ

verbo intransitivo (κίνηση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Saltellava su e giù per scaldare il corpo.
Πηδούσε πάνω κάτω για να ζεσταθεί.

τρώω

(gioco della dama) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Incredibile, ha mangiato tre mie pedine! Ora sto perdendo!

παραλείπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non sono andato alla riunione perché avevo troppo da fare.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Έκανα κοπάνα από το σχολείο, γιατί βαριόμουν.

πηδάω

verbo transitivo o transitivo pronominale (un anno di scuola) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I miei genitori non avrebbero permesso al loro figlio di perdere il terzo anno.
Οι γονείς μου δεν θα άφηναν το παιδί τους να πηδήξει την τρίτη τάξη.

προσπερνάω, παραλείπω, αγνοώ, αντιπαρέρχομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Leggi il capitolo 2 e 4 ma tralascia il 3.

πηδώ, αναπηδώ, χοροπηδώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αποφεύγω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi ha detto che oggi avrebbe saltato l'esame.

κάνω κοπάνα από κτ

(scuola, lavoro) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Έκανα κοπάνα από το σχολείο με τους φίλους μου για να πάμε στο εμπορικό κέντρο.

πηδάω, πηδώ

verbo intransitivo (animale)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il coniglio è saltato via prima che Casey potesse fotografarlo.
Το κουνέλι πηδούσε και μύριζε ένα γύρο στην περίφραξή του.

πηδώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jim ha saltato la staccionata e in un attimo fu nel cortile del suo vicino.

πηδάω

verbo transitivo o transitivo pronominale (quiz: non rispondere) (καθομ, μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il concorrente del quiz saltò due domande.
Ο συμμετέχων στον παιχνίδι γνώσεων δεν απάντησε σε δύο ερωτήσεις.

κόβομαι

verbo intransitivo (luce, energia) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La luce saltò all'improvviso e ci ritrovammo al buio.
Κόπηκε το ρεύμα ξαφνικά και βυθιστήκαμε στο σκοτάδι.

πέφτω

verbo intransitivo (corrente)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quando ho girato l'interruttore della luce è saltata la corrente.

υπερπηδάω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I corridori hanno saltato gli ostacoli.

αλτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χοροπηδάω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Hailey ha iniziato a urlare e saltellare dopo aver messo il piede su qualcosa di appuntito.
Η Χέιλι έβγαλε μια φωνή και χοροπήδησε όταν πάτησε κάτι αιχμηρό.

πηδάω πάνω από κτ/κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Scappando dalla polizia, il criminale ha scavalcato il recinto.

σοτάρω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jessica ha rosolato pollo e broccoli per cena.

κατεβαίνω από, ξεπεζεύω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La mia nipotina si è sbucciata un ginocchio mentre saltava giù da un muretto.

πετάγομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dalla scatola salterà fuori un clown.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ένας κλόουν θα πεταχτεί (or: τιναχτεί) μέσα από το κουτί.

ξεπερνάω, ξεπερνώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (ostacoli, ecc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υπερπηδάω

verbo transitivo o transitivo pronominale (un ostacolo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jaime ha saltato lo steccato ed è corso via.
Ο Χαΐμ πήδηξε πάνω από τον φράκτη και έφυγε τρέχοντας.

ξεπηδώ από κτ

verbo intransitivo

La rana salta dalla foglia di ninfea.

υπερπηδάω

verbo transitivo o transitivo pronominale (un ostacolo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il ragazzo saltò la siepe e fuggì dall'agricoltore infuriato.

πηδάω, πηδώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Con un balzo solo Adam scavalcò il cancello.
Μονάχα με ένα άλμα, ο Άνταμ πήδησε την πύλη.

καίγομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Lo sbalzo di corrente ha fatto saltare il fusibile

πηδάω, χοροπηδάω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il cucciolo corre e salta nel campo.

κάνω κοπάνα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Convinse i fratelli a saltare la scuola con lei.

καίγομαι

(bruciando)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La candela si è consumata completamente.
Το κερί κάηκε εντελώς.

κόβομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σε σύγκρουση

(figurato)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I progetti di matrimonio della coppia andarono all'aria quando fu cancellata la data del luogo del ricevimento.

μαζεύομαι, ζαρώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tom sobbalzò quando Peter urlò all'improvviso.
Ο Τομ μόρφασε όταν ο Πήτερ φώναξε ξαφνικά .

εκρήγνυμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La bomba è esplosa con un gran botto.
Η βόμβα εξερράγη μ' έναν δυνατό κρότο.

χυμώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πηδάω, πηδώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

απότομη μετάβαση

(figurativo)

Il salto dalla storia alla filosofia rendeva il libro confusionario.

άλμα

sostantivo maschile (atletica leggera)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le gare olimpiche di atletica leggera includono le prove di salto in alto e salto in lungo.

πήδημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ha superato la pozzanghera con un balzo veloce.
Πέρασε πάνω από τη λακκούβα με ένα γρήγορο άλμα.

πέφτω

sostantivo maschile (brusco dislivello del terreno)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il fiume ha un salto di circa cinquanta metri.
Το ποτάμι πέφτει από μια απόσταση περίπου πενήντα μέτρων.

υδραυλικό φορτίο

(idraulica)

άλμα, πήδημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La raggiunse con un solo balzo.
Την έφτασε με ένα μόνο πήδημα (or: άλμα).

άλμα

(figurato: di carriera) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κλάδος

(informatica)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Quando raggiunge questa diramazione nel codice, il programma può prendere uno dei due percorsi.

άλμα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il salto di Michelle la portò dall'altro lato della barriera.
Με ένα άλμα η Μισέλ πέρασε στην άλλη πλευρά του εμποδίου.

πήδημα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Harry riusciva a fare solo tre salti sulla gamba buona prima di doversi fermare per il dolore.
Ο Χάρυ μπόρεσε να κάνει δυο ή τρία πηδήματα με το καλό του πόδι πριν σταματήσει λόγω του πόνου.

εκρήγνυμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω σκοινάκι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I bambini saltarono la corda e giocarono a campana sul campetto.
Τα παιδιά έκαναν σκοινάκι κι έπαιζαν κουτσό στην παιδική χαρά.

ανατινάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hanno fatto esplodere il deposito di munizioni dei nemici.
Ανατίναξαν την αποθήκη πυρομαχικών του εχθρού.

άλμα

sostantivo maschile (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Questa stazione sciistica ha molti ostacoli pericolosi da saltare.

μπαίνω, παίρνω

(su un veicolo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sono saltato sul treno che andava a sud.

πυροδοτώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προκύπτω, παρουσιάζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Purtroppo è sorto un problema e non potrò partecipare all'incontro di questo pomeriggio.

αν τυχόν

verbo transitivo o transitivo pronominale (imprevisto)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σκοινάκι

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La corda per saltare era uno dei miei giocattoli preferiti quando ero bambina.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τα μικρά κορίτσια έπαιζαν με ένα σκοινάκι.

αναπήδηση με pogo stick, αναπήδηση με μπαστούνι

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

stir-fry, stir fry, στιρ φράι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Quel ristorante fa degli ottimi piatti saltati in padella.

βγάζω βιαστικά συμπεράσματα

verbo intransitivo (figurato)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Smettila di saltare alle conclusioni sulla loro relazione, quando a malapena li conosci.

τινάζω τη μπάνκα στον αέρα

verbo transitivo o transitivo pronominale

A Las Vegas ha avuto una serie talmente fortunata che ha fatto saltare il banco in due casinò!

χώνομαι μπροστά από

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mi dà fastidio quando la gente salta la coda.

καίγεται μια ασφάλεια

verbo transitivo o transitivo pronominale (elettricità, informale)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χορεύω στα γόνατα

verbo transitivo o transitivo pronominale (μωρό ή παιδί)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βιάζομαι να συμπεράνω ότι/πως

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χοροπηδάω, χοροπηδώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

προσπερνώ την ουρά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σηκώνομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Saltò su e mi prese per mano.

ξεπηδώ, ξεπροβάλλω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πηδάω στην άκρη

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Saltò via proprio quando l'autobus stava per investirlo.

μπαίνω σε κτ

verbo intransitivo (καθομιλουμένη)

πηδάω από κτ

verbo intransitivo

Gianni era troppo impaurito per saltare giù dal trampolino più alto.
Φοβόταν υπερβολικά για να πηδήξει απ' τον ψηλότερο βατήρα καταδύσεων.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του salto στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.