Τι σημαίνει το proprietà στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης proprietà στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του proprietà στο Ιταλικό.

Η λέξη proprietà στο Ιταλικό σημαίνει ιδιοκτησία, περιουσία, υπάρχοντα, ιδιοκτησία, ιδιότητα, ιδιοκτησία, κατοχή, κυριότητα, σπιτικό, σπίτι, ιδιοκτησία, ιδιοκτησία, υπάρχοντα, έκταση, ιδιοκτησία, εγκαταστάσεις, γαιοκτησία, χαρακτηριστικό, καταπάτηση, καταπάτηση, που έχει κτήματα, που έχει γη, οικογενειακός, κρατικός, κυβερνητικός, δικός μου, κτήμα, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ακίνητο, αγρόκτημα, γαιοκτησία, κυριότητα, γαιοκτησία, γαιοκτησία, συνιδιοκτησία, ιδιοκτησία, δημόσια ιδιοκτησία, δημόσιος χώρος, τίτλος ιδιοκτησίας, χημική ιδιότητα, άυλη ιδιοκτησία, πνευματική ιδιοκτησία, ιδιωτική ετικέτα, ιδιωτική περιουσία, όριο ιδιοκτησίας, δικαίωμα άυλης ιδιοκτησίας, εκχωρώ, μεταβιβάζω, αλλάζω ιδιοκτήτη, χωρίς ιδιοκτήτη, τίτλος ιδιοκτησίας, κυριότητα, πλήρης και αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή, παραχωρηθείσα γη, παρα-, εκχωρώ, μεταβιβάζω, μεταβιβάζω, πόροι, μεταβιβάζω, μεταβιβάζω, πέφτω στα χέρια κάποιου, κυνηγώ λαθραία, επιδίδομαι σε λαθροθηρία, τίτλος ιδιοκτησίας, απόλυτη ιδιοκτησία γης, κτήμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης proprietà

ιδιοκτησία, περιουσία

sostantivo femminile (appartenenza)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La stampante è di mia proprietà.
Αυτός ο εκτυπωτής είναι δική μου ιδιοκτησία (or: περιουσία).

υπάρχοντα

sostantivo femminile (beni)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Queste scatole contengono tutte le mie proprietà.
Αυτά τα κουτιά περιέχουν όλο μου το βιος.

ιδιοκτησία

sostantivo femminile (terra, casa, bene immobile)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Esca subito dalla mia proprietà!
Φύγε από την ιδιοκτησία μου τώρα.

ιδιότητα

(qualità)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le proprietà dell'acqua sono ben note.

ιδιοκτησία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Η ιδιοκτησία κατοικίας είναι πολύ σημαντική για μερικούς.

κατοχή, κυριότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il notaio ha scritto ai Brown che potevano firmare l'acquisto della casa venerdì.
Ο δικηγόρος έγραψε στους Μπράουν για να τους ενημερώσει ότι μπορούσαν να πάρουν την κυριότητα του σπιτιού την Παρασκευή.

σπιτικό, σπίτι

sostantivo femminile (casa)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La vita è silenziosa nella nostra piccola proprietà.

ιδιοκτησία

sostantivo femminile (l'essere proprietario)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ιδιοκτησία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La direzione non è responsabile per furti di proprietà dalle macchine dei clienti.

υπάρχοντα

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Tutte gli averi di Simon entrano nel bagagliaio di questa macchina.
Όλα τα υπάρχοντα του Σάιμον χωράνε στο πορτ-μπαγκάζ του αυτοκινήτου του. Αυτό το κολιέ είναι ό, τι πιο πολύτιμο έχω· μου το έδωσε η γιαγιά μου πριν πεθάνει.

έκταση

(immobiliare)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ο Τζος νοίκιασε μια έκταση έξω από την πόλη για το άλογό του.

ιδιοκτησία

(finanziaria)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ο Σεθ είχε μεγάλη περιουσία στην πόλη.

εγκαταστάσεις

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
George è stato licenziato e gli è stato intimato di lasciare la sede immediatamente.
Ο Τζωρτζ απελύθη και του ζητήθηκε να αποχωρήσει από τις εγκαταστάσεις άμεσα.

γαιοκτησία

sostantivo femminile (terreno)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χαρακτηριστικό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Una caratteristica comune dei dipinti rococò è l'abbondanza di orpelli.

καταπάτηση

(ιδιοκτησίας, περιουσίας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καταπάτηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

που έχει κτήματα, που έχει γη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Μόνο οι γαιοκτήμονες άνδρες επιτρεπόταν να ψηφίζουν αρχικά στις ΗΠΑ.

οικογενειακός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κρατικός, κυβερνητικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δικός μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κτήμα

(μεγάλο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il duca e la sua famiglia vivono in una tenuta in campagna.
Ο Δούκας και η οικογένειά του ζουν σε μία ιδιόκτητη έκταση στην εξοχή.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

sostantivo femminile (di un terreno)

Le proprietà piene sono piuttosto rare in questa zona perché ci sono così tante proprietà commerciali.

ακίνητο

(κτίριο, οικόπεδο κλπ)

αγρόκτημα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γαιοκτησία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κυριότητα

sostantivo femminile (diritto) (ιδιοκτησία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γαιοκτησία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γαιοκτησία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συνιδιοκτησία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le parti comuni sono proprietà condivisa dei proprietari del condominio.

ιδιοκτησία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In una comunità non esiste la proprietà privata.

δημόσια ιδιοκτησία

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δημόσιος χώρος

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τίτλος ιδιοκτησίας

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Conservo l'atto di proprietà della mia casa in una cassaforte presso la banca.

χημική ιδιότητα

sostantivo femminile

άυλη ιδιοκτησία

sostantivo femminile

πνευματική ιδιοκτησία

sostantivo femminile

Il concetto di proprietà intellettuale è alla base della legislazione sui diritti d'autore e sui brevetti.

ιδιωτική ετικέτα

ιδιωτική περιουσία

sostantivo femminile

όριο ιδιοκτησίας

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

δικαίωμα άυλης ιδιοκτησίας

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εκχωρώ, μεταβιβάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (εγγράφως, με υπογραφή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Finché non gli trasferirai legalmente la proprietà, non sarà sua.

αλλάζω ιδιοκτήτη

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La ditta era in cattive acque, cambiare proprietà finalmente migliorò la situazione.

χωρίς ιδιοκτήτη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τίτλος ιδιοκτησίας

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Assicurati di tenere l'atto di proprietà della casa in un posto sicuro.
Σιγουρέψου πως φυλάς τον τίτλο ιδιοκτησίας του σπιτιού σε ασφαλές μέρος.

κυριότητα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
John e Sarah hanno spento l'ipoteca, quindi ora possiedono il 100% del valore di proprietà ipotecata della loro casa.
Ο Τζόν και η Σάρα αποπλήρωσαν το δάνειό τους και τώρα έχουν το εκατό τοις εκατό της κυριότητας του σπιτιού τους.

πλήρης και αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή

sostantivo femminile (diritto: di un terreno) (γη, ιδιοκτησία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il signor Smith ha una proprietà fondiaria piena e illimitata.

παραχωρηθείσα γη

sostantivo femminile (USA: regolata dal Homestead Act)

Molti pionieri partirono per costruire una proprietà colonica nel West.

παρα-

sostantivo femminile (su mare, spiaggia, montagna, ecc.)

εκχωρώ, μεταβιβάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha trasferito la proprietà della casa alla sua ex moglie e ai loro figli.

μεταβιβάζω

verbo intransitivo (δικαίωμα, περιουσία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πόροι

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

μεταβιβάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (σε κάποιον άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μεταβιβάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Thomas ha ceduto la proprietà a suo fratello Francis.
Ο Τόμας μεταβίβασε την περιουσία του στον αδερφό του τον Φράνσις.

πέφτω στα χέρια κάποιου

(proprietà) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κυνηγώ λαθραία, επιδίδομαι σε λαθροθηρία

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Gli uomini che cacciavano di frodo sulla proprietà altrui avevano abbastanza soldi per risarcire il padrone della proprietà.
Οι άνδρες που κυνηγούσαν λαθραία είχαν αρκετά χρήματα να εξαγοράσουν τον ιδιοκτήτη της γης.

τίτλος ιδιοκτησίας

sostantivo maschile (diritto di proprietà)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Questo documento attesta il tuo diritto di proprietà.

απόλυτη ιδιοκτησία γης

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κτήμα

sostantivo femminile (che gode di particolari diritti) (νομικό σύστημα του Η.Β.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του proprietà στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.