Τι σημαίνει το qualsiasi στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης qualsiasi στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του qualsiasi στο Ιταλικό.
Η λέξη qualsiasi στο Ιταλικό σημαίνει οποιοσδήποτε, οποιοσδήποτε, oποιοσδήποτε, σαν όλους τους άλλους, ασήμαντος, οποιοσδήποτε, οποιοσδήποτε, κανονικός, τυπικός, κλασικός, κοινός, όποιος, οποιοσδήποτε, ο κάθε, κάθε, ό,τι, οποιοσδήποτε, οποιοσδήποτε, όπως, οποτεδήποτε, οπουδήποτε, ό,τι νά 'ναι, πάνω από όλα, όπου νά 'ναι, από στιγμή σε στιγμή, πολύ σύντομα, συνεχώς, διαρκώς, αδιαλείπτως, αδιάκοπα, βρέξει χιονίσει, πρώτα και κύρια, πρωταρχικά, καθόλου, από μέρα σε μέρα, οπουδήποτε, όπως, οποτεδήποτε, όπου νά 'ναι, από στιγμή σε στιγμή, από λεπτό σε λεπτό, κάθε είδους, ό,τι χρειαστεί, αδιάφορη, οπουδήποτε αλλού, καθετί, οτιδήποτε, οτιδήποτε, ό,τι, εννοείται, οποιαδήποτε ώρα, ότι ώρα να'ναι, με οποιοδήποτε τρόπο, οτιδήποτε κι αν, ό,τι κι αν, οπουδήποτε, όπου, ανά πάσα στιγμή, οτιδήποτε. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης qualsiasi
οποιοσδήποτεaggettivo (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Qualsiasi adolescente può dirti quanto è utile internet. Κάθε έφηβος μπορεί να σου πει πόσο χρήσιμο είναι το διαδίκτυο. |
οποιοσδήποτε
(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Guarderò un film qualunque, non ho problemi. Θα δω όποια ταινία νά 'ναι. Δεν έχω προτιμήσεις. |
oποιοσδήποτεaggettivo (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) |
σαν όλους τους άλλους
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Era un giorno qualsiasi quando l'auto si schiantò nel loro soggiorno. Ήταν μια μέρα σαν όλες τις άλλες, μέχρι που το αυτοκίνητο εισέβαλε στο σαλόνι τους. |
ασήμαντοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
οποιοσδήποτε
(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) |
οποιοσδήποτε
(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Qualunque banca si usi, bisogna pagare delle commissioni. Οποιαδήποτε τράπεζα κι αν χρησιμοποιεί κανείς, οφείλει να πληρώνει μια προμήθεια. |
κανονικός, τυπικός, κλασικός, κοινός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ήταν ακόμη μια συνηθισμένη μέρα. Η Άλις πήγε στη δουλειά, έφαγε βραδινό και είδε τηλεόραση. Τίποτα ασυνήθιστο δε συνέβη. |
όποιος, οποιοσδήποτεaggettivo (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) L'influenza della moglie (qualsiasi forma avesse assunto) convinse l'imperatore alla clemenza. Η επιρροή που ασκούσε στον αυτοκράτορα η σύζυγός του (οποιαδήποτε μορφή κι αν είχε) τον έπεισε να δείξει επιείκεια. |
ο κάθεaggettivo (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Tutte le macchine mi sembrano uguali tra loro. Κάθε αυτοκίνητο μου μοιάζει λίγο πολύ με το άλλο. |
κάθεaggettivo (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Oltre ogni ombra di dubbio, lei è la migliore lavoratrice che abbiamo. Πέρα από κάθε αμφιβολία, είναι η καλύτερη υπάλληλος που έχουμε. |
ό,τι
(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) |
οποιοσδήποτεaggettivo invariabile (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Devi prendere una maglietta di qualunque colore ti piaccia. |
οποιοσδήποτε(με κατάφαση) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non mi piacciono i cani di qualsiasi tipo. Per questa ricetta vanno bene bacche di qualunque genere: more, lamponi, qualunque bacca di stagione. |
όπωςlocuzione avverbiale (με ό,τι τρόπο) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Puoi farlo in qualunque modo, ma fallo. Μπορείς να το κάνεις με όποιον τρόπο (or: με ό,τι τρόπο) θέλεις. Απλά καν' το! |
οποτεδήποτεlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Può chiamarmi in ogni momento. Non disturba. Μπορεί να με πάρει τηλέφωνο όποτε να' ναι. Δε με πειράζει. |
οπουδήποτε
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Uso il sistema di navigazione per darmi indicazioni quando guido in qualsiasi luogo. |
ό,τι νά 'ναιlocuzione avverbiale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
πάνω από όλαlocuzione avverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Louise vuole diventare un'infermiera più di qualsiasi cosa. Η Λουίζ θέλει να γίνει νοσοκόμα πάνω από όλα. |
όπου νά 'ναι, από στιγμή σε στιγμή, πολύ σύντομαlocuzione avverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La vecchia casa sembrava potesse crollare in qualsiasi momento. |
συνεχώς, διαρκώς, αδιαλείπτως, αδιάκοπαavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Tenete sempre le mani e le braccia all'interno della macchina, per favore. |
βρέξει χιονίσει(informale) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Che piova o tiri vento, noi domani si va in spiaggia! |
πρώτα και κύρια, πρωταρχικάavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Tra le sue priorità, l'istruzione del figlio viene prima di tutto. |
καθόλουavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Se ti ho offeso in qualsiasi modo, ti chiedo scusa. |
από μέρα σε μέρα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
οπουδήποτε
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
όπως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) So che si tratta di una bella mole di lavoro. Cerca solo di risolverlo come meglio puoi. |
οποτεδήποτεlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
όπου νά 'ναι, από στιγμή σε στιγμή, από λεπτό σε λεπτό
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Bill potrebbe arrivare in qualsiasi momento per portarci all'aeroporto. Από στιγμή σε στιγμή θα φτάσει ο Μπιλ για να μας πάει στο αεροδρόμιο. |
κάθε είδους
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mi piacciono le verdure di qualunque tipo. |
ό,τι χρειαστεί
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αδιάφορη(μόνο θηλυκό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ci siamo stupiti tutti quando Ana ha detto che aveva firmato un contratto come modella: è sempre stata una ragazza insignificante. |
οπουδήποτε αλλούavverbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) In questo momento preferirei essere in qualunque altro luogo. |
καθετίsostantivo femminile (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) |
οτιδήποτεpronome (κάτι) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Potrebbe succedere qualsiasi cosa. Οτιδήποτε μπορεί να συμβεί. |
οτιδήποτε, ό,τι
(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Possiamo fare qualunque cosa tu voglia. Μπορούμε να κάνουμε οτιδήποτε (or: ό,τι) θέλεις. |
εννοείται
Lo farei per te in qualsiasi momento. Δεν έχω καμία αντίρρηση να το κάνω αυτό για σένα. |
οποιαδήποτε ώρα, ότι ώρα να'ναι
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Mi piace avere la scrivania di fronte alla porta, perché so che il capo potrebbe entrare in qualsiasi momento. |
με οποιοδήποτε τρόποavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Finirò il lavoro entro stasera in tutti i modi. |
οτιδήποτε κι αν, ό,τι κι ανpronome (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Qualsiasi cosa io dica, lei dice il contrario. Οτιδήποτε (or: ό,τι) κι αν πω, λέει το αντίθετο. |
οπουδήποτε, όπου
(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Dovunque andiamo in vacanza, piove sempre. |
ανά πάσα στιγμή
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
οτιδήποτεpronome (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Qualunque cosa tu mi chieda te la darò. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του qualsiasi στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του qualsiasi
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.