Τι σημαίνει το per στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης per στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του per στο Ιταλικό.

Η λέξη per στο Ιταλικό σημαίνει <div></div><div>(<i>πρόθεση</i>: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι <i>από</i> το σχολείο, πηγαίνω <i>προς</i> το σπίτι κλπ.)</div>, για, μέσω, για, σε όλο, για, για, εξαιτίας, για, μέχρι, έως, ως, για, αντί για, για, γιατί, επειδή, για, για να, με, κατά, επί, για να, για, για, μακάρι να είχα, μακάρι να'χα, και τι δε θα'δινα, και τι δε θα έδινα, από, για, για, για, για, για, για, να, για, για, επί, γύρω, τριγύρω, για, μέσω, για, για, μέσα από, ανά, εδώ και, από μέσα, κατάληξη επιρρημάτων που δηλώνουν κατεύθυνση ή τρόπο, ανά, κατά, για να, για, για να, για, ως αποζημίωση για, από, για, από, επί, από, σε, μέχρι, αν και, -, κατά τη διάρκεια, γραπτός, ωριαίος, η πεμπτουσία, γιούνισεξ, κληρονομήσιμος, παντός καιρού, φιλικός, προσγειωμένος, επικείμενος, επαπειλούμενος, που αγνοείται, κατά των αμβλώσεων, γλύφτης, δίπλα δίπλα, τέλος, απαραίτητα, αναγκαστικά, υποχρεωτικά, λέξη προς λέξη, κατά λάθος, μόνιμα, λανθασμένα, εσφαλμένα, αυτολεξεί, για πάντα, μαγικά, στιγμιαία, στα αστεία, για πλάκα, αναγκαία, καθόλου, πέρα για πέρα, διεξοδικά, αναλυτικά, επιπλέον, επιπρόσθετα, νόμιμα, από ανθρώπινο χέρι, πρώτα απ' όλα, παρά λίγο να κάνω κτ, βάζο, ανθοδοχείο, απάντηση, ενυδρείο, ντουέτο, επιτραπέζια σκεύη, διπλασιασμός, σημειωματάριο, γύψινο, κατηγοριοποίηση, διαλογή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης per

<div></div><div>(<i>πρόθεση</i>: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι <i>από</i> το σχολείο, πηγαίνω <i>προς</i> το σπίτι κλπ.)</div>

preposizione o locuzione preposizionale (σκοπός χρήσης)

La forchetta piccola è per l'insalata, quella grande per la portata principale.
Το μικρό πιρούνι είναι για τη σαλάτα, το μεγάλο για το κύριο πιάτο.

για

preposizione o locuzione preposizionale (καταλληλότητα)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Questo è il libro ideale per una ragazzina.
Αυτό το βιβλίο είναι ιδανικό για ένα νέο κορίτσι.

μέσω

preposizione o locuzione preposizionale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Siamo passati per St. Louis andando a New Orleans.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Πήγε στη Θεσσαλονίκη μέσω Λάρισας.

για

(όφελος, βοήθεια)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
In parecchi stati Hillary Clinton ha fatto campagna per Obama. Faresti una cosa per me?
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Θα κάνεις κάτι για μένα;

σε όλο

(από μέρος σε μέρος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Viaggia per tutto il paese per lavoro.
Ταξιδεύει παντού στη χώρα για τη δουλειά της.

για

preposizione o locuzione preposizionale (προτιμήσεις)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Per me quel film era troppo lungo.
Αυτή η ταινία παραήταν μεγάλη για μένα.

για

preposizione o locuzione preposizionale (τιμή)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Ha pagato solo dieci dollari per quella camicia.
Πλήρωσε μόνο δέκα δολάρια για αυτό το πουκάμισο.

εξαιτίας

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
È stato bocciato agli esami per non aver studiato abbastanza.
Απέτυχε στις εξετάσεις του, επειδή δεν διάβασε αρκετά.

για

(σκοπός)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
È uscito per prendere del latte. Tornerà presto.
Έχει πάει για γάλα. Θα γυρίσει σύντομα.

μέχρι, έως, ως

(χρόνος: όχι αργότερα από)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Devi aver finito la relazione per lunedì.
Πρέπει να έχεις τελειώσει την αναφορά μέχρι τη Δευτέρα.

για

(χρονική διάρκεια)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
È rimasta fuori per quattro ore.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Λείπει εδώ και τέσσερις ώρες.

αντί για, για

(στη θέση κάποιου)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Non voglio fare il suo lavoro per lui.
Δε θέλω να κάνω τη δουλειά του αντί για (or: για) αυτόν.

γιατί, επειδή

preposizione o locuzione preposizionale (εξαιτίας)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Ha avuto dei compiti in più per aver bestemmiato in classe.
Του έδωσαν επιπλέον δουλειά για το σπίτι για τις βρισιές που είπε στην τάξη.

για

preposizione o locuzione preposizionale (σε σχέση με το αναμενόμενο)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Fa caldo per quest'epoca dell'anno.
Ο καιρός είναι ζεστός για την εποχή αυτή.

για να

preposizione o locuzione preposizionale (al fine di)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
È andato là per ritirare il suo ordine.

με

preposizione o locuzione preposizionale

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Per l'autorità conferitami, vi dichiaro marito e moglie.

κατά

preposizione o locuzione preposizionale

Si sono incontrati per caso.

επί

preposizione o locuzione preposizionale

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Due per quattro fa otto.
Δύο φορές το τέσσερα κάνει οχτώ.

για να

preposizione o locuzione preposizionale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ho comprato del tessuto per fare dei costumi.

για

preposizione o locuzione preposizionale

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Il treno sta partendo per Londra.

για

preposizione o locuzione preposizionale

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Tutti questi doni sono per te.

μακάρι να είχα, μακάρι να'χα, και τι δε θα'δινα, και τι δε θα έδινα

preposizione o locuzione preposizionale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Oh, cosa darei per un piatto di zuppa adesso!

από

preposizione o locuzione preposizionale

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Se n'è andato per paura di essere deriso.

για

preposizione o locuzione preposizionale

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Per arrivare presto a Parigi devi prendere il treno espresso.

για

preposizione o locuzione preposizionale

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Stiamo lottando per la nostra libertà!

για

preposizione o locuzione preposizionale

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Ha un talento per le parole crociate.

για

preposizione o locuzione preposizionale

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
La fila fuori dalla biglietteria continuava per miglia.

για

preposizione o locuzione preposizionale

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
C'è una svendita di tre per uno sui vestiti estivi.

για

preposizione o locuzione preposizionale

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
"CS" nel suo nome sta per Charles Saunders.

να

(ακολουθεί ρήμα)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Fiona ha comprato un nuovo libro da leggere.

για

preposizione o locuzione preposizionale (distanza)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Ho corso per dieci chilometri.

για

preposizione o locuzione preposizionale (tempo)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Vengo a Milano per la prima volta.

επί

preposizione o locuzione preposizionale (misure)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
La tavola dovrebbe misurare 2 piedi per 4.

γύρω, τριγύρω

preposizione o locuzione preposizionale (σκόρπια)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
C'erano libri sparsi per tutta la stanza.
Βιβλία ήταν απλωμένα παντού γύρω (or: τριγύρω) στο δωμάτιο.

για

preposizione o locuzione preposizionale

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
La palla ha mancato la finestra per un metro.

μέσω

preposizione o locuzione preposizionale (διαδρομή)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Di solito passo per New York quando vado in Europa con l'aereo.
Συνήθως πηγαίνω μέσω Νέας Υόρκης όποτε πετάω για Ευρώπη.

για

preposizione o locuzione preposizionale

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Sarebbe ora che si dimettesse.

για

preposizione o locuzione preposizionale (costo)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Te lo cedo per due euro.

μέσα από

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Un mattone è volato in cucina attraverso la finestra.

ανά

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Arrivo quasi a fare 17 km a litro con quella macchina.

εδώ και

preposizione o locuzione preposizionale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Non ti vedo da anni! Come va? Questa finestra è un po' rigida: non viene aperta da almeno un mese.

από μέσα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Stava passando di qua, quando lo abbiamo visto.

κατάληξη επιρρημάτων που δηλώνουν κατεύθυνση ή τρόπο

preposizione o locuzione preposizionale (preposizione, con indicazione spaziale)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
esempio: per lungo

ανά, κατά

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Η στάθμευση κοστίζει 60 πένες την ώρα.

για να

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Non serve una laurea per lavorare come accompagnatore. Per viaggiare all'estero devi avere un passaporto valido.
Δεν χρειάζεσαι πτυχίο για να δουλέψεις ως συνοδός. Για να ταξιδέψεις στο εξωτερικό πρέπει να έχεις έγκυρο διαβατήριο.

για

preposizione o locuzione preposizionale

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Il rapinatore ha aggredito l'uomo per pochi centesimi.
Ο κλέφτης επιτέθηκε στον ηλικιωμένο άντρα για μερικές λίρες.

για να

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sono andato al negozio per comprare del latte.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Θέλω να πάω στο μαγαζί για να αγοράσω γάλα.

για

preposizione o locuzione preposizionale

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Έβαλα λίγα χρήματα στην άκρη για τις καλοκαιρινές μου διακοπές.

ως αποζημίωση για

preposizione o locuzione preposizionale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sono stato risarcito di seimila sterline per la perdita che ho sofferto.
Έλαβα έξι χιλιάδες λίρες ως αποζημίωση για τη ζημιά που υπέστην.

από

preposizione o locuzione preposizionale (causa)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Laura ha alzato il volume per dispetto.
Η Λώρα δυνάμωσε την ένταση από κακία.

για

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
È qui per affari.
Είναι εδώ για δουλειές.

από

(per via di)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
È morto per un virus tropicale.
Πέθανε από έναν τροπικό ιό.

επί

preposizione o locuzione preposizionale (moltiplicazioni)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tre per due fa sei.
Τρεις φορές το δύο κάνει έξι.

από, σε

preposizione o locuzione preposizionale

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Possiamo parlare per telefono se preferisci.
Μπορούμε να τα πούμε μέσω τηλεφώνου αν προτιμάς.

μέχρι

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Qui ha fatto freddo per tutto marzo.
Εδώ είχε κρύο μέχρι τον Μάρτιο.

αν και

congiunzione

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nonostante mi sentissi stanco, ho continuato a lavorare fino all'alba.
Αν και ήμουν κουρασμένος, συνέχισα να δουλεύω μέχρι την αναταολή του ήλιου.

-

preposizione o locuzione preposizionale (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Dovremmo andare in giro per la città e attaccare dei manifesti.
Καλό θα ήταν να γυρίσουμε την πόλη και να κρεμάσουμε αφίσες.

κατά τη διάρκεια

preposizione o locuzione preposizionale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Ho scritto e-mail per tutta la sera.
Έγραφα email όλο το βράδυ.

γραπτός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Se vuole annullare la polizza la preghiamo di inviarci comunicazione scritta almeno trenta giorni prima della data di rinnovo. Gli studenti che desiderano allontanarsi dalla scuola durante le ore di lezione devono avere un permesso scritto dei genitori.
Εάν επιθυμείτε να ακυρώσετε τη σύμβασή σας, παρακαλείσθε να μας αποστείλετε γραπτή ειδοποίηση τουλάχιστον τριάντα ημέρες πριν από την ημερομηνία ανανέωσής της.

ωριαίος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La stazione trasmette principalmente musica con notiziari orari.

η πεμπτουσία

(λόγιος: με γενική)

γιούνισεξ

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Nella strada principale ha appena aperto un salone di bellezza unisex.

κληρονομήσιμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παντός καιρού

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

φιλικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

προσγειωμένος

(persona) (μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Marilyn è una persona molto semplice: sarà di vantaggio nella crisi in arrivo.
Η Μέριλιν είναι πολύ προσγειωμένο άτομο. Θα φανεί πολύ χρήσιμη στην επερχόμενη κρίση.

επικείμενος, επαπειλούμενος

(essere imminente)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που αγνοείται

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κατά των αμβλώσεων

(contro l'aborto)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γλύφτης

(al proprio tornaconto)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δίπλα δίπλα

aggettivo

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

τέλος

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Τέλος, πρόσεξε να μην ξεχάσεις τα πράγματά σου.

απαραίτητα, αναγκαστικά, υποχρεωτικά

(από ανάγκη)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Το να είναι κάποιος λιποβαρής δεν είναι απαραίτητα ανθυγιεινό.

λέξη προς λέξη

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Traduci la lettera più letteralmente che puoi.
Προσπάθησε να μεταφράσεις το γράμμα λέξη προς λέξη.

κατά λάθος

avverbio (απροσχεδίαστα)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Sono scivolato accidentalmente e mi sono fatto male alla schiena.

μόνιμα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ormai sembra che la famiglia si sia stabilita permanentemente all'estero.
Φαίνεται ότι η οικογένεια έχει εγκατασταθεί μόνιμα πλέον στο εξωτερικό.

λανθασμένα, εσφαλμένα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ho indossato erroneamente il vestito di mia sorella pensando che fosse il mio.

αυτολεξεί

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

για πάντα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
James soffrirà eternamente per i crimini che ha commesso.

μαγικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La strega volò via magicamente sulla sua scopa.

στιγμιαία

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

στα αστεία, για πλάκα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mi dispiace di averti offeso, ma ho fatto quel commento scherzosamente.

αναγκαία

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

καθόλου

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Non mi disturba affatto se vuoi fumare.
Δεν με πειράζει καθόλου, αν θέλεις να καπνίσεις.

πέρα για πέρα, διεξοδικά, αναλυτικά

(figurato)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Charles non vivrebbe mai all'estero, è proprio inglese dentro!

επιπλέον, επιπρόσθετα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
In quel ristorante, il cibo non è un granché e, inoltre, te lo fanno anche pagare caro.
Το φαγητό που σερβίρουν σε αυτό το εστιατόριο δεν είναι πολύ καλό και επιπλέον είναι υπερτιμημένο.

νόμιμα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

από ανθρώπινο χέρι

(creato)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πρώτα απ' όλα

(informale: innanzitutto)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
No, stasera non esci! Primo, perché non te lo puoi permettere.

παρά λίγο να κάνω κτ

Fa' attenzione con quel bastone: mi hai quasi staccato un occhio!
Πρόσεχε με το ραβδί! Σχεδόν μου έβγαλες το μάτι!

βάζο, ανθοδοχείο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ben andò a cercare un vaso per i fiori.
Ο Μπεν πήγε να βρει ένα βάζο (or: ανθοδοχείο) για τα λουλούδια.

απάντηση

(informale) (απότομη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Έλαβα μια θυμωμένη απάντηση όταν ρώτησα για τα χρήματα.

ενυδρείο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il gatto si siede e guarda l'acquario per ore.
Η γάτα κάθεται και παρακολουθεί το ενυδρείο με τις ώρες.

ντουέτο

(musica) (μουσική: σύνθεση για δύο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il concerto include un duetto di Bach.

επιτραπέζια σκεύη

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
I novelli sposi hanno ricevuto un servizio e delle lenzuola come regalo di nozze.

διπλασιασμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il raddoppio dei profitti del panificio può essere attribuito ai nuovi gusti delle torte.

σημειωματάριο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γύψινο

(οροφής)

La vecchia casa ha cornicioni magnifici e dettagli lavorati.

κατηγοριοποίηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διαλογή

(ανάλογα με τη σοβαρότητα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του per στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.