Τι σημαίνει το valore στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης valore στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του valore στο Ιταλικό.

Η λέξη valore στο Ιταλικό σημαίνει αξία, τιμή, αξία, αξία, τιμή, αξίες, θάρρος, κουράγιο, αξία, αξία, γενναιότητα, τόλμη, ανδρεία, αξία, επίπεδα, σημασία, σημασία, ηρωισμός, ονομαστική αξία, αξία, αξία, αξία, γενναιότητα, αντρεία, ανδρεία, αξία μεταπώλησης, πολύτιμος, πολύτιμος, πολύτιμος, ανεκτίμητος, πολύτιμος, φόρος κατανάλωσης, μέση τετραγωνική ρίζα, ρίζα μέσου τετραγώνου, κατωτερότητα, ποταπός, τιποτένιος, φτηνός, διάμεσος, αναβαθμίζω, πέφτω, ασήμαντος, που έχει μαγαλύτερη αξία, άκυρος, άξιος, τιποτένιος, φτηνιάρικος, της ανατίμησης, δεν αξίζει, modulo, φόρος επί της αξίας, έλλειψη αξίας, κερδοφόρα μετοχή, ευτελές ποσό, συγκριτική αξιολόγηση, κλοπή μεγάλης αξίας, φτηνή μετοχή, υποκειμενική κρίση, απόλυτο μέγεθος, φόρος επί της αξίας, αισθητική, καλαισθησία, λογιστική αξία, θερμιδική αξία, μείωση αξίας, πτώση, καθαρή αξία, καθαρή αξία, ονομαστική αξία μετοχής, τρέχουσα αξία, συναισθηματική αξία, φόρος προστιθέμενης αξίας, ονομαστική αξία, αγοραία αξία, διαπραγματευτική αξία, εμπορική αξία, προστιθέμενη αξία, κόστος αγοράς, αξία επωνυμίας, λογιστική αξία, λογιστική αξία, προεπιλεγμένη τιμή, προκαθορισμένη τιμή, διατροφική αξία, υπολειματική αξία, αντικειμενική αξία, αξία ακινήτου, συνιστώμενη ημερήσια πρόσληψη, αξία λιανικής, υπολειμματική αξία, αλυσίδα αξίας, βραβείο, μέση τετραγωνική ρίζα, μετοχή ονομαστικής αξίας, αξία εξαγοράς, μέση τιμή, αξία ασφαλιστηρίου συμβολαίου πριν από τη λήξη του, υπολογίζω την αξία, υπερεκτιμώ την αγοραστική αξία, εκτιμώ την αξία, δίνω αξία σε κτ, ανεβάζω την αξία, σαβούρα, πατσαβούρα, ανατιμημένος, φόρος επί της αξίας, κυριότητα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης valore

αξία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Stiamo stimando il valore di quest'articolo.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αξιολογούμε την αξία αυτού του αντικειμένου.

τιμή

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Abbiamo valutato il tavolo a un valore di centocinquanta sterline.
Καθορίσαμε την τιμή του τραπεζιού στις εκατόν πενήντα λίρες.

αξία

sostantivo maschile (χρηματική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nell'incendio sono andate distrutte molte cose di valore.

αξία

sostantivo maschile (χρηματική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Lo scambierò per un oggetto di uguale valore.
Το ανταλλάσσω για κάτι ίσης αξίας.

τιμή

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Purtroppo questo database contiene valori nulli per gli identificativi dei dipendenti.

αξίες

sostantivo maschile (morale)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
È importante trovare un partner che abbia valori simili ai tuoi.

θάρρος, κουράγιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ci volle coraggio per confrontarsi con la folla inferocita e dir loro di aver torto.
Ήθελε τσαγανό να σηκωθείς μπροστά στα θυμωμένα πλήθη και να τους πεις ότι κάνουν λάθος.

αξία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cerchiamo tutti concetti di valore.

αξία

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il valore di questa casa è stato abbassato dal rumore del cantiere.
Η αξία αυτού του σπιτιού έχει μειωθεί λόγω του θορύβου από την οικοδομή.

γενναιότητα, τόλμη, ανδρεία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tutti ammirarono Leonida per il suo valore in battaglia.

αξία

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επίπεδα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
I valori del sangue del paziente sono buoni ora, dottore.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τα επίπεδα του αίματος είναι καλά τώρα, γιατρέ.

σημασία

(importanza) (σπουδαιότητα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Questo annuncio ha un grande significato per quelli che desiderano la pace.
Αυτή η ανακοίνωση έχει μεγάλη σημασία για τους ειρηνόφιλους.

σημασία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Non bisogna sottovalutare l'importanza di vestirsi bene per questo colloquio di lavoro.
Δεν πρέπει να υποτιμάς τη σημασία του να ντυθείς κομψά για αυτήν τη συνέντευξη.

ηρωισμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il soldato ricevette una medaglia per il suo straordinario eroismo.

ονομαστική αξία

(banconote) (χρήματα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In che taglio desidera i suoi contanti?

αξία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αξία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hanno messo a profitto la sua nuova idea.

αξία

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La società ha deciso di realizzare l'idea per il suo grande valore.
Η εταιρεία αποφάσισε να υλοποιήσει την ιδέα, καθώς είχε θετικά στοιχεία.

γενναιότητα, αντρεία, ανδρεία

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αξία μεταπώλησης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πολύτιμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quel vaso è estremamente prezioso.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μην αφήνετε εκτεθειμένα αντικείμενα μεγάλης αξίας.

πολύτιμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Harold teneva tutti i suoi oggetti preziosi nella cassaforte.
Ο Χάρολντ είχε όλα τα πολύτιμα υπάρχοντά του στο χρηματοκιβώτιο.

πολύτιμος, ανεκτίμητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questo cimelio inestimabile apparteneva alla mia bisnonna.
Αυτό το πολύτιμο κειμήλιο ανήκε στην προγιαγιά μου.

πολύτιμος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il prezioso cavallo ha vinto tutte le gare.

φόρος κατανάλωσης

(Italia)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Siamo andati nel New Jersey a comprare il frigorifero a causa dell'IVA alta di New York.

μέση τετραγωνική ρίζα, ρίζα μέσου τετραγώνου

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κατωτερότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'inferiorità di questo prodotto è evidente dai suoi componenti scadenti.

ποταπός, τιποτένιος, φτηνός

(persona)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διάμεσος

(statistica)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
4 è la mediana di 1, 3, 4, 8, 9.

αναβαθμίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πέφτω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Οι τιμές των μετοχών έπεσαν σήμερα το απόγευμα.

ασήμαντος

(figurato, spregiativo) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Non preoccuparti del suo accesso d'ira, è solo una mezzacalzetta.

που έχει μαγαλύτερη αξία

(giochi di carte)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quando giochiamo, l'asso è la carta più alta.

άκυρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ieri è passata una legge che rende alcune leggi in vigore nulle.
Ένα νομοσχέδιο περάστηκε χθες που κατέστησε κάποιους υπάρχοντες νόμους άκυρους.

άξιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il nuovo AD è un degno successore dell'uomo che ha diretto la società con così tanto successo per tanti anni.
Ο καινούριος διευθύνων σύμβουλος είναι άξιος διάδοχος του ανθρώπου που διοικούσε την επιχείρησή μας τόσο επιτυχημένα επί τόσα χρόνια.

τιποτένιος, φτηνιάρικος

(informale)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

της ανατίμησης

(οικονομικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεν αξίζει

(να το αγοράζω, να το αποκτήσω)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La versione standard è di poco valore perché non possiede le funzioni più desiderate della versione deluxe.

modulo

preposizione o locuzione preposizionale (matematica)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

φόρος επί της αξίας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

έλλειψη αξίας

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Gli esperti d'arte hanno avvertito il pubblico della mancanza di valore di questi quadri falsi.

κερδοφόρα μετοχή

verbo

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ευτελές ποσό

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

συγκριτική αξιολόγηση

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κλοπή μεγάλης αξίας

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

φτηνή μετοχή

(borsa USA) (καθομιλουμένη)

Bob si è concentrato sulla vendita di titoli di basso valore ai ricchi investitori.

υποκειμενική κρίση

sostantivo maschile

Dà sempre dei giudizi di valore su cose di cui non sa niente.

απόλυτο μέγεθος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φόρος επί της αξίας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αισθητική, καλαισθησία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λογιστική αξία

sostantivo maschile

Comprare quella macchina a molto meno del valore a libro è stato un affarone.

θερμιδική αξία

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μείωση αξίας, πτώση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La sterlina ha subito un'altra svalutazione rispetto al dollaro.

καθαρή αξία

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καθαρή αξία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Questo video blogger ha un reddito netto di 2 milioni di dollari.

ονομαστική αξία μετοχής

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τρέχουσα αξία

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συναισθηματική αξία

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No, la mia giacca non vale molto, ma ha un grande valore affettivo. Conservai tutte le sue lettere per il loro valore affettivo.
Όχι, το σακάκι μου δεν αξίζει πολλά αλλά έχει μεγάλη συναισθηματική αξία. Κράτησα όλα τα γράμματά του για τη συναισθηματική τους αξία.

φόρος προστιθέμενης αξίας

sostantivo femminile (IVA)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
L'imposta sul valore aggiunto è appena salita al 17,5%.

ονομαστική αξία

sostantivo maschile

Le banche incassano le banconote solo per il loro valore nominale.
Οι τράπεζες θα εξαργυρώνουν χαρτονομίσματα μόνο με την ονομαστική τους αξία.

αγοραία αξία, διαπραγματευτική αξία, εμπορική αξία

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il valore di mercato è 100$ ma, visto che sei di famiglia, te lo vendo a 50$.

προστιθέμενη αξία

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κόστος αγοράς

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αξία επωνυμίας

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

λογιστική αξία

sostantivo maschile

λογιστική αξία

sostantivo maschile

προεπιλεγμένη τιμή, προκαθορισμένη τιμή

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il valore preimpostato per parecchi lucchetti a combinazione è 9999.

διατροφική αξία

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
I biscotti sono deliziosi, ma hanno scarso valore nutrizionale.

υπολειματική αξία

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αντικειμενική αξία

sostantivo maschile

αξία ακινήτου

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
La crisi finanziaria ha portato a un crollo sensazionale del valore immobiliare.

συνιστώμενη ημερήσια πρόσληψη

sostantivo maschile (alimentazione)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Il valore giornaliero raccomandato di fibre alimentari va da 25 a 35 grammi.

αξία λιανικής

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

υπολειμματική αξία

sostantivo maschile

αλυσίδα αξίας

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

βραβείο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μέση τετραγωνική ρίζα

sostantivo maschile (matematica)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μετοχή ονομαστικής αξίας

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αξία εξαγοράς

sostantivo maschile (για ασφαλιστικό συμβόλαιο)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μέση τιμή

sostantivo maschile

αξία ασφαλιστηρίου συμβολαίου πριν από τη λήξη του

(finanza: polizza assicurativa)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

υπολογίζω την αξία

verbo transitivo o transitivo pronominale (με γενική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υπερεκτιμώ την αγοραστική αξία

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εκτιμώ την αξία

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δίνω αξία σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανεβάζω την αξία

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Un giardino ben progettato aggiunge valore alla casa.

σαβούρα, πατσαβούρα

(editoria) (μτφ: άθλιο ανάγνωσμα)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

ανατιμημένος

aggettivo (οικονομικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Eventuali beni che sono aumentati di valore devono essere indicati nella colonna 3.
Τα όποια ανατιμημένα περιουσιακά στοιχεία πρέπει να καταγραφούν στη στήλη 3.

φόρος επί της αξίας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κυριότητα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
John e Sarah hanno spento l'ipoteca, quindi ora possiedono il 100% del valore di proprietà ipotecata della loro casa.
Ο Τζόν και η Σάρα αποπλήρωσαν το δάνειό τους και τώρα έχουν το εκατό τοις εκατό της κυριότητας του σπιτιού τους.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του valore στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.