Τι σημαίνει το bellezza στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης bellezza στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bellezza στο Ιταλικό.
Η λέξη bellezza στο Ιταλικό σημαίνει ομορφιά, ομορφιά, ομορφιά, ωραία, όμορφη, μια ομορφιά, όμορφη κοπέλα, ελκυστικότητα, γοητεία, ομορφιά, ελκυστικότητα, ωραιότητα, κούκλος, κούκλα, ομορφιά, θαύμα, ομορφιά, ελκυστικότητα, γοητεία, ομορφιά, ωραία γκόμενα, αραίωση, γλύκα, εμφάνιση, ομορφιά, το να είναι κτ αποδεκτό, το να είναι κτ ικανοποιητικό, υπέροχος, απίθανος, εκπληκτικός, καλλυντικά, Η ομορφιά είναι επιφανειακή., ινστιτούτο αισθητικής, κέντρο αισθητικής, βασίλισσα της ομορφιάς, ινστιτούτο αισθητικής, κέντρο αισθητικής, σύμβολο του σεξ, διαγωνισμός ομορφιάς, κούρα ομορφιάς, κοντινό πλάνο μοντέλου που εικονίζει τη χρήση του προϊόντος, αισθητικός, τυπική καλλονή, εσωτερική ομορφιά, φυσική ομορφιά, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, διαγωνισμός ομορφιάς, θεραπεία σπα, ύπνος ομορφιάς, ασχήμια, ύψιστο κάλλος, κλασική ομορφιά, καλλονή, φροντίδα μετά από θεραπεία ομορφιάς, φυσική ομορφιά, τοπίο φυσικής ομορφιάς, ολόκληρος, η ομορφιά είναι υποκειμενική. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης bellezza
ομορφιάsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I boschi in inverno hanno una loro bellezza. Τα δάση τον χειμώνα έχουν πολλή ομορφιά. |
ομορφιάsostantivo femminile (ιδιότητα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) C'è molta bellezza nella poesia di Shakespeare. Υπάρχει μεγάλη ομορφιά στα έργα του Σέξπιρ. |
ομορφιά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il dipinto aveva una certa bellezza primitiva. Η ζωγραφιά είχε μια συγκεκριμένη πρωτόγονη ομορφιά. |
ωραία, όμορφηsostantivo femminile (donna bella) Era una bellezza tra quelle della sua epoca. Ήταν μια από τις όμορφες της εποχής της. |
μια ομορφιάsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quel cavallo è una meraviglia. |
όμορφη κοπέλαsostantivo femminile (donna) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Delle bellezze in abiti estivi parlavano ai loro visitatori maschi. Όμορφες κοπέλες με καλοκαιρινά φορέματα μιλούσαν με τους ευγενείς επισκέπτες τους. |
ελκυστικότητα, γοητεία, ομορφιά(di cosa) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La pubblicità enfatizza la bellezza della hall dell'hotel. |
ελκυστικότητα, ωραιότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κούκλος, κούκλα(persona sexy) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Ehi bellezza! Sei splendida stasera. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Γεια σου κούκλα! Είσαι πολύ όμορφη απόψε. |
ομορφιά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La bellezza della sposa era incantevole. |
θαύμαsostantivo femminile (μεταφορικά) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) |
ομορφιάsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ελκυστικότητα, γοητεία, ομορφιά(di persona) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tutti notano la bellezza di Teresa, ma lei vorrebbe che notassero anche la sua intelligenza. |
ωραία γκόμενα(colloquiale: donna sensuale) (αργκό) Stacy è veramente uno schianto. Le chiederò di uscire insieme. |
αραίωση
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
γλύκα(μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Adoro Amy, è un incanto. |
εμφάνιση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Joe è un ragazzo carino e usa il suo bell'aspetto per ottenere quello che vuole. |
ομορφιάsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
το να είναι κτ αποδεκτό, το να είναι κτ ικανοποιητικό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υπέροχος, απίθανος, εκπληκτικόςsostantivo femminile (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mille grazie per averci fatto rimanere: è stato una meraviglia. |
καλλυντικά
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Teneva i cosmetici in un piccolo astuccio ricamato. Κουβαλούσε τα καλλυντικά της σε μια μικρή τσάντα με κεντήματα. |
Η ομορφιά είναι επιφανειακή.
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ινστιτούτο αισθητικής, κέντρο αισθητικήςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Sono andata al salone di bellezza a farmi una permanente. |
βασίλισσα της ομορφιάςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Quando Angela era piccola, voleva diventare una reginetta di bellezza. |
ινστιτούτο αισθητικής, κέντρο αισθητικήςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Lei va al salone di bellezza quasi ogni settimana per un trattamento al viso e la manicure. Mia zia è andata al salone di bellezza per farsi i capelli e le unghie. Σχεδόν κάθε εβδομάδα, πηγαίνει στο ινστιτούτο αισθητικής για καθαρισμό προσώπου και μανικιούρ. |
σύμβολο του σεξsostantivo femminile (σεξουαλικά προσόντα) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Jayne Mansfield era una delle maggiori dee della bellezza negli anni Cinquanta. |
διαγωνισμός ομορφιάςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ha vinto vari concorsi di bellezza prima di sfondare in TV. |
κούρα ομορφιάςsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κοντινό πλάνο μοντέλου που εικονίζει τη χρήση του προϊόντος
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αισθητικόςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
τυπική καλλονήsostantivo femminile (donna) Non era una bellezza classica ma aveva un bel sorriso. Δεν ήταν ακριβώς ωραία, αλλά είχε όμορφο χαμόγελο. |
εσωτερική ομορφιάsostantivo femminile Non sarà la ragazza più carina, ma almeno ha bellezza interiore. |
φυσική ομορφιάsostantivo femminile Con una bellezza naturale come la sua, chi ha bisogno di cosmetici? |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>
|
διαγωνισμός ομορφιάςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Le giovani ragazze competevano per il primo posto del concorso di bellezza. |
θεραπεία σπαsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ύπνος ομορφιάς
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ασχήμιαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ύψιστο κάλλοςsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tutti rimangono a bocca aperta davanti alla grande bellezza del Grand Canyon. |
κλασική ομορφιάsostantivo femminile |
καλλονήsostantivo femminile (donna) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Una bellezza naturale come lei, non ha mai dovuto impegnarsi molto per avere un bell'aspetto. |
φροντίδα μετά από θεραπεία ομορφιάςsostantivo plurale femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φυσική ομορφιάsostantivo femminile |
τοπίο φυσικής ομορφιάςsostantivo maschile (panorama) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ολόκληροςsostantivo femminile (figurato: gran quantità) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I ladri sono scappati con la bellezza di un milione di dollari. |
η ομορφιά είναι υποκειμενική(idiomatico) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bellezza στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του bellezza
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.