Τι σημαίνει το quando στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης quando στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του quando στο Ιταλικό.
Η λέξη quando στο Ιταλικό σημαίνει πότε, πότε, πότε, πότε, όταν, όταν, όταν, πότε, πότε, ενώ, όταν, πότε άλλοτε, πόσο σύντομα, πόσο σύντομα, πόσο γρήγορα, πότε, εκείνη την περίοδο, εκείνη την χρονική στιγμή, τότε, μέχρι την στιγμή, ως την ώρα, μόλις, όταν, περιστασιακά, μέχρι, έως, ως, όσο συχνά θέλεις, όσο συχνά σου αρέσει, πού και πού, πότε πότε, μια στο τόσο, με διαλείμματα, όσο συχνά θέλεις, κατά βούληση, πριν από πολύ καιρό, περιστασιακά, σποραδικά, όποτε θέλεις, όποτε σε εξυπηρετεί, όποτε θέλεις, όποτε σε εξυπηρετεί, από τότε που, όποτε βολεύεσαι, σε πρώτη ευκαιρία, τι ώρα;, σχετικά με, αναφορικά με, όσον αφορά, όταν φτάνει ο κόμπος στο χτένι, αν και εφόσον, υπογράφω, εκτός υπηρεσίας, όποτε και αν, όποτε και να, από, από πότε, Από πότε;. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης quando
πότεavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Quando è uscita dal lavoro? Alle tre? Πότε έφυγε από τη δουλειά; Στις τρεις; |
πότεavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Quando è andata via? Alle quattro o alle cinque del pomeriggio? Πότε έφυγε; Στις τέσσερις ή στις πέντε; |
πότε
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Quando puoi partire? Πότε μπορείς να φύγεις; |
πότε
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Quando è andata via? Venti minuti fa? Πότε έφυγε; Πριν από είκοσι λεπτά; |
όταν
(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Quando piove si ferma tutto il traffico. Όταν βρέχει, η κυκλοφορία σταματάει. |
ότανavverbio (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Stava succedendo tutto questo quando lui all'improvviso è tornato a casa. Όλα αυτά συνέβαιναν, όταν ξαφνικά γύρισε σπίτι. |
ότανcongiunzione Ho iniziato a giocare a tennis quando avevo nove anni. |
πότεsostantivo maschile (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Dobbiamo decidere il dove e il quando. |
πότεavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Da quando in tribunale è permessa la nudità? |
ενώ
(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Che ci fai a Madrid se dovevi essere a Parigi? Τι κάνεις στη Μαδρίτη όταν υποτίθεται ότι είσαι στο Παρίσι; |
ότανcongiunzione (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
πότε άλλοτε
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Αν όχι τώρα, πότε άλλοτε; |
πόσο σύντομαavverbio (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quando potrò vedere il dottore? |
πόσο σύντομα, πόσο γρήγοραavverbio (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Voglio sapere tra quanto potrà venire. |
πότεavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Quando te l'ha dato? Non l'ho mai visto prima. |
εκείνη την περίοδο, εκείνη την χρονική στιγμή, τότε
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ai tempi in cui i dinosauri dominavano la Terra non c'era vita umana. |
μέχρι την στιγμή, ως την ώρα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Farai meglio ad aver finito i compiti prima che io arrivi a casa oppure sono guai. Το καλό που σου θέλω να έχεις τελειώσει τις δουλειές σου μέχρι την ώρα που θα έρθω σπίτι, αλλιώς θα βρεις τον μπελά σου. |
μόλις, όταν
(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Una volta che le prove diventeranno pubbliche, ci sarà una protesta. |
περιστασιακά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Η Άλισον βλέπει τον Στίβεν περιστασιακά, αλλά όχι τόσο συχνά όσο θα ήθελε. |
μέχρι, έως, ως
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Κάτσε να το ακούσεις αυτό! |
όσο συχνά θέλεις, όσο συχνά σου αρέσει
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Vieni a trovarmi quando vuoi. |
πού και πού, πότε πότε, μια στο τόσοavverbio (saltuariamente) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Mio nonno beve una pinta di birra di tanto in tanto. Ogni tanto andiamo fuori a cena, ma non spesso. Ο παππούς μου πίνει που και που μια μεγάλη μπύρα. Βγαίνουμε έξω για φαγητό μια στο τόσο, αλλά όχι πολύ συχνά. |
με διαλείμματαavverbio (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Siamo usciti insieme di tanto in tanto per anni, prima di lasciarci definitivamente. |
όσο συχνά θέλεις(informale) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Vieni pure nel mio ufficio quando ti pare. |
κατά βούληση
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Va e viene quando vuole. |
πριν από πολύ καιρό(figurato: tanto tempo fa) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
περιστασιακά, σποραδικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ogni tanto vado a fare un'escursione in campagna. Πότε πότε (or: περιστασιακά) πηγαίνω για περίπατο στην ύπαιθρο. |
όποτε θέλεις, όποτε σε εξυπηρετεί
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Possiamo andarcene quando vuoi. |
όποτε θέλεις, όποτε σε εξυπηρετεί
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Possiamo incontrarci per un caffè quando vuoi, sono libero tutto il giorno. |
από τότε πουcongiunzione (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Da quando ha conosciuto Dave ha perso di vista i suoi altri amici. Από τότε που γνώρισε τον Ντέιβ παράτησε τους άλλους φίλους της. |
όποτε βολεύεσαι, σε πρώτη ευκαιρία(formale) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Per favore, può restituirmi i libri quando le è più comodo? |
τι ώρα;
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) A che ora vai a letto? A che ora vuoi partire? Τι ώρα θα πας για ύπνο; Τι ώρα θες να φύγεις; |
σχετικά με, αναφορικά με, όσον αφορά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Mi piace leggere, ma quando si tratta di studiare scienze ho dei problemi. Μου αρέσει να διαβάζω, αλλά έχω πρόβλημα όσον αφορά τη μελέτη της φυσικής. |
όταν φτάνει ο κόμπος στο χτένι(μεταφορικά) |
αν και εφόσονcongiunzione (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
υπογράφωverbo intransitivo (all'uscita) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Per favore firma alla reception quando esci. Per favore firma alla reception quando esci. Παρακαλώ υπόγραψε στην υποδοχή πριν εγκαταλείψεις το κτίριο. |
εκτός υπηρεσίαςavverbio (tempo non lavorativo) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Nel mio tempo libero prendo lezioni di danza. |
όποτε και αν, όποτε και να
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απόcongiunzione (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Non lo si vede più da quando aveva fatto quella scenata terribile. Δεν τον έχει δει κανείς από τότε πού έκανε σκηνή. |
από πότε(informale) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) E da quando comandi tu? Smettila di dirmi cosa devo fare! |
Από πότε;(informale) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ned ed Ellie stanno insieme? E da quanto tempo? |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του quando στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του quando
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.