Τι σημαίνει το qualunque στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης qualunque στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του qualunque στο Ιταλικό.

Η λέξη qualunque στο Ιταλικό σημαίνει οποιοσδήποτε, οποιοσδήποτε, όποιος από τους δύο, οποιοσδήποτε από τους δύο, οποιοσδήποτε, όποιος να'ναι, οποιοσδήποτε, όποιος, οποιοσδήποτε, οποιοσδήποτε από τους δύο, ο κάθε, ό,τι, οποιοσδήποτε, ξεκάρφωτος, άσχετος, όποιος, όπως, οποιοσδήποτε, όπως, οποτεδήποτε, οπουδήποτε, όπου, κάθε άλλο παρά, όσο και αν κάνει, ο,τι και να γίνει, οποιαδήποτε ώρα, οποτεδήποτε, σε οποιαδήποτε ηλικία, οποιαδήποτε ώρα, ότι ώρα να'ναι, βρέξει χιονίσει, ότι και να γίνει, βρέξει χιονίσει, ότι και να γίνει, για οποιονδήποτε λόγο, σε όλο τον κόσμο, ανεξάρτητα από το κόστος, οποτεδήποτε, όποτε να'ναι, οπουδήποτε, όπως, κάθε είδους, ό,τι χρειαστεί, οπουδήποτε αλλού, τα πάντα, ο καθένας, η μέση γυναίκα, οτιδήποτε, ό,τι, οποιοσδήποτε, όποιος να'ναι, συμφωνώ με όλα, με οποιοδήποτε κόστος, ανεξάρτητα από το κόστος, οτιδήποτε, οτιδήποτε κι αν, ό,τι κι αν, οτιδήποτε. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης qualunque

οποιοσδήποτε

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Guarderò un film qualunque, non ho problemi.
Θα δω όποια ταινία νά 'ναι. Δεν έχω προτιμήσεις.

οποιοσδήποτε

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)

όποιος από τους δύο, οποιοσδήποτε από τους δύο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Indossa qualunque dei due vestiti - sembrano tutti e due carini.
Όποιο (or: οποιοδήποτε) από τα δύο φορέματα και να φορέσεις, είναι εξίσου ωραία.

οποιοσδήποτε, όποιος να'ναι

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Una qualunque di queste torte sarà sicuramente deliziosa.
Οποιοδήποτε από αυτά τα κέικ θα είναι σίγουρα νοστιμότατο.

οποιοσδήποτε

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Qualunque banca si usi, bisogna pagare delle commissioni.
Οποιαδήποτε τράπεζα κι αν χρησιμοποιεί κανείς, οφείλει να πληρώνει μια προμήθεια.

όποιος, οποιοσδήποτε

aggettivo

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
L'influenza della moglie (qualsiasi forma avesse assunto) convinse l'imperatore alla clemenza.
Η επιρροή που ασκούσε στον αυτοκράτορα η σύζυγός του (οποιαδήποτε μορφή κι αν είχε) τον έπεισε να δείξει επιείκεια.

οποιοσδήποτε από τους δύο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mi piacciono entrambi i libri. Sarei contento sia con l'uno che con l'altro.
Μου αρέσουν και τα δύο βιβλία. Θα ήμουν ευχαριστημένη με οποιοδήποτε από τα δύο.

ο κάθε

aggettivo

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Tutte le macchine mi sembrano uguali tra loro.
Κάθε αυτοκίνητο μου μοιάζει λίγο πολύ με το άλλο.

ό,τι

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)

οποιοσδήποτε

aggettivo invariabile

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Devi prendere una maglietta di qualunque colore ti piaccia.

ξεκάρφωτος, άσχετος

(καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Me ne stavo seduta lì e questo ragazzo sconosciuto mi chiese di andare via con lui.

όποιος

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Prendi quello che ti piace di più.
Διάλεξε όποιο σου αρέσει περισσότερο.

όπως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sta sempre bene comunque si vesta.
Πάντα δείχνει ωραίος όπως και να ντυθεί.

οποιοσδήποτε

(με κατάφαση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Non mi piacciono i cani di qualsiasi tipo. Per questa ricetta vanno bene bacche di qualunque genere: more, lamponi, qualunque bacca di stagione.

όπως

locuzione avverbiale (με ό,τι τρόπο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Puoi farlo in qualunque modo, ma fallo.
Μπορείς να το κάνεις με όποιον τρόπο (or: με ό,τι τρόπο) θέλεις. Απλά καν' το!

οποτεδήποτε

locuzione avverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Può chiamarmi in ogni momento. Non disturba.
Μπορεί να με πάρει τηλέφωνο όποτε να' ναι. Δε με πειράζει.

οπουδήποτε, όπου

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Dovunque andrai, io ti seguirò.
Οπουδήποτε (or: Όπου) κι αν πας, θα σε ακολουθήσω.

κάθε άλλο παρά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il suo nuovo romanzo è tutto tranne che noioso.
Κάθε άλλο παρά ανιαρό είναι το βιβλίο του.

όσο και αν κάνει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Bob era disposto ad acquistare il quadro a qualunque prezzo.

ο,τι και να γίνει

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Dobbiamo ottenere quei soldi, a qualunque costo!
Πρέπει να πάρουμε αυτά τα χρήματα ό,τι και να γίνει!

οποιαδήποτε ώρα, οποτεδήποτε

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σε οποιαδήποτε ηλικία

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

οποιαδήποτε ώρα, ότι ώρα να'ναι

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Puoi chiamarmi per aiutarti in qualunque momento.

βρέξει χιονίσει, ότι και να γίνει

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βρέξει χιονίσει

(informale)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Che piova o tiri vento, noi domani si va in spiaggia!

ότι και να γίνει

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Qualunque cosa succeda resterò sempre allegro.

για οποιονδήποτε λόγο

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Qualunque sia il motivo per cui l'ha fatto, rimane il fatto che l'ha fatto.

σε όλο τον κόσμο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανεξάρτητα από το κόστος

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

οποτεδήποτε, όποτε να'ναι

locuzione avverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Puoi chiamarmi in qualunque momento tu abbia bisogno di parlare.
Κάλεσέ με οποτεδήποτε χρειάζεσαι να μιλήσεις με κάποιον.

οπουδήποτε

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

όπως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
So che si tratta di una bella mole di lavoro. Cerca solo di risolverlo come meglio puoi.

κάθε είδους

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mi piacciono le verdure di qualunque tipo.

ό,τι χρειαστεί

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

οπουδήποτε αλλού

avverbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
In questo momento preferirei essere in qualunque altro luogo.

τα πάντα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dobbiamo fare di tutto per fermare il riscaldamento globale.

ο καθένας

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

η μέση γυναίκα

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

οτιδήποτε, ό,τι

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Possiamo fare qualunque cosa tu voglia.
Μπορούμε να κάνουμε οτιδήποτε (or: ό,τι) θέλεις.

οποιοσδήποτε, όποιος να'ναι

pronome

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Prendine uno qualunque, non importa quale.
Πάρε όποιο να' ναι. Δεν έχει σημασία ποιο.

συμφωνώ με όλα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il suo amore è cieco, accetta qualunque cosa.

με οποιοδήποτε κόστος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Yvonne voleva vincere il gioco a qualunque costo.

ανεξάρτητα από το κόστος

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Erano determinati a vincere la guerra a ogni costo.

οτιδήποτε

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Farò qualunque cosa per dimostrarti il mio amore.
Θα κάνω τα πάντα για να σου αποδείξω την αγάπη μου για σένα.

οτιδήποτε κι αν, ό,τι κι αν

pronome

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Qualsiasi cosa io dica, lei dice il contrario.
Οτιδήποτε (or: ό,τι) κι αν πω, λέει το αντίθετο.

οτιδήποτε

pronome

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Qualunque cosa tu mi chieda te la darò.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του qualunque στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.