Τι σημαίνει το fa στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fa στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fa στο Ιταλικό.

Η λέξη fa στο Ιταλικό σημαίνει πριν, φα, πριν, φα, πριν, πράξη, αναβάλλω, κάνω, φτιάχνω, κατασκευάζω, κάνει, κάνω, φτιάχνω, κάνω, φτιάχνω, κάνω, βγάζω, απασχολημένος, παίρνω, παίζω, κάνω, κάνω, κάνει, εργάζομαι ως κτ, δουλεύω ως κτ, υποβάλλω, κάνω, κάνω, κάνω, παίζω, κάνω, κάνω, φτιάχνω, πηγαίνω, πάω, πηγαίνω, πάω, πάω κτ για κτ, -, κάνω, κάνω, βγάζω, κάνω, πραγματοποιώ, φτιάχνω, κάνω, κάνω, κάνω, κάνω, κατασκευάζω, φτιάχνω, κάνω, κάνω, πονεμένος, αναφερόμενος, αισθησιακός, πυροδότης, πυροδότρια, κπ που βγάζει πολλά λεφτά, γλετζές, λάτρης της γιόγκα, κοροϊδιάρης, προσηλυτιστής, σολίστ, γλετζές, πουλί που φτιάχνει φωλιά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fa

πριν

avverbio

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Sono andato in banca tre giorni fa.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Έλαβα την επιστολή προ τριών μηνών.

φα

sostantivo maschile (nota musicale) (νότα)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Il fa corrisponde a uno dei tasti bianchi.

πριν

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

φα

sostantivo femminile (nota musicale) (μουσική νότα)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
L'intervallo dal do al fa è un quarto.

πριν

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Lavorava come cuoco cinque anni fa.
Δούλευε ως μάγειρας πέντε χρόνια πριν.

πράξη

sostantivo maschile (sostantivato)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Fare è molto più importante che progettare di fare.

αναβάλλω

(informale: rimandare, rifiutare) (για άλλη στιγμή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Oggi non possiamo incontrarci. Possiamo fare la prossima settimana?
Δεν μπορώ να βρεθούμε απόψε. Να το αναβάλουμε για την άλλη εβδομάδα;

κάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (εργασίες)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Che cosa fai questo pomeriggio?
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τι κάνεις σήμερα το απόγευμα;

φτιάχνω, κατασκευάζω

(realizzare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I bambini costruivano case con i mattoncini.
Τα παιδιά έφτιαξαν σπιτάκια με κύβους.

κάνει

verbo transitivo o transitivo pronominale (γ' ενικό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fa i compiti ogni sera.
Κάνει τα μαθήματά του κάθε βράδυ.

κάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Io faccio i piatti, visto che tu hai cucinato.
Μια και μαγείρεψες εσύ, θα πλύνω εγώ τα πιάτα.

φτιάχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I tessitori hanno fatto un cappello di fronde di palma.
Οι υφάντρες έφτιαξαν ένα καπέλο από φύλλα φοίνικα.

κάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (επάγγελμα, δουλειά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Che cosa fai per vivere?
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τι δουλειά κάνεις;

φτιάχνω, κάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mia madre vuole fare un dolce per la mia festa.
Η μητέρα μου θέλει να φτιάξει (or: κάνει) μια τούρτα για το πάρτι μου.

βγάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (albero: frutto) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dopo anni di siccità, finalmente il melo ha fatto i suoi frutti.
Μετά από πολλά χρόνια ξηρασίας, η μηλιά παρήγαγε επιτέλους καρπούς.

απασχολημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Che cosa hai fatto di bello dall'ultima volta che ti ho visto?

παίρνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (espressione, atteggiamento) (ύφος, έκφραση)

Il mio cane fa sempre una faccia triste quando vuole del cibo.
Ο σκύλος μου πάντα παίρνει λυπημένο ύφος, όταν θέλει φαγητό.

παίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (nel gioco del bowling) (για μπόουλινγκ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha fatto una partita perfetta.
Έπαιξε ένα τέλειο παιχνίδι.

κάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Fai quello che dico, non quello che faccio.

κάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fai così con le mani.

κάνει

(clima) (π.χ. κρύο, ζέστη)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Fa freddo oggi; avrai bisogno di guanti e berretto.

εργάζομαι ως κτ, δουλεύω ως κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale (lavorare)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ora come ora faccio la cameriera, ma voglio diventare attrice.

υποβάλλω

verbo transitivo o transitivo pronominale (legale: fare causa) (μήνυση, αγωγή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lei ha fatto causa al suo datore di lavoro.

κάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κακό, ζημιά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le droghe possono fare molto male.

κάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (διδάσκομαι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non abbiamo ancora fatto trigonometria.
Δεν έχουμε κάνει ακόμα τριγωνομετρία.

κάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (ό,τι μπορώ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Io faccio Lady Macbeth.

παίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Faremo Amleto la prossima volta.

κάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si era fatta i capelli a caschetto.

κάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (απόσταση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Abbiamo fatto cinquecento miglia in due giorni.

φτιάχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La camera del bambino l'hanno fatta gialla, per sicurezza.

πηγαίνω, πάω

(με συγκεκριμένη ταχύτητα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Stavano facendo trenta miglia all'ora quando l'altra automobile li ha tamponati.

πηγαίνω, πάω

(ταξίδι, εκδρομή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Faremo la Riviera quest'estate.

πάω κτ για κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Devo fare riparare la macchina.
Πρέπει να πάω το αυτοκίνητό μου για φτιάξιμο.

-

verbo transitivo o transitivo pronominale (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Devo fare riparare la macchina.
Πρέπει να πάω το αμάξι μου για φτιάξιμο.

κάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (matematica)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cinque meno tre fa due.
Πέντε μείον τρία μας κάνει δύο.

κάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Facciamo un bambino!
Ας κάνουμε ένα μωρό!

βγάζω

(μεταφορικά: λόγο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tutti i candidati hanno fatto un discorso.
Όλοι οι υποψήφιοι εκφώνησαν ομιλίες.

κάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le parti coinvolte hanno fatto un accordo.
Τα συμβαλλόμενα μέρη σύναψαν μία συμφωνία.

πραγματοποιώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (pagare) (πληρωμή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Adam fa un versamento per la macchina ogni mese.
Ο Άνταμ πραγματοποιεί μια πληρωμή για το αυτοκίνητό του κάθε μήνα.

φτιάχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (deliberare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I parlamenti fanno le leggi.
Τα νομοθετικά σώματα κάνουν θεσπίζω τους νόμους.

κάνω

verbo intransitivo (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Due più due fa quattro.
Δύο και δύο κάνουν τέσσερα.

κάνω

(telefonate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Να τηλεφωνήσω εγώ για σένα;

κάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (bagno, doccia)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sono sporchissimo. Ho proprio bisogno di fare un bagno.

κάνω

(vacanze, ecc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'anno scorso abbiamo fatto una vacanza in Argentina.
Πέρσι κάναμε διακοπές στην Αργεντινή.

κατασκευάζω, φτιάχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω

(κτ σε κπ ή σε βάρος κάποιου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Πώς μπόρεσες να μου κάνεις μια τόσο άσχημη φάρσα;

κάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non restartene lì seduto, fai qualcosa!

πονεμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Η Τζούλια κάθισε σε μία ρίζα δέντρου για να ξεκουράσει τα πονεμένα πόδια της.

αναφερόμενος

(formale)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
I requisiti menzionati sono descritti nel documento.

αισθησιακός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πυροδότης, πυροδότρια

sostantivo maschile (apparecchio)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

κπ που βγάζει πολλά λεφτά

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Carrie è un'affarista, ha tre lavori!

γλετζές

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

λάτρης της γιόγκα

(ως γυμναστική)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κοροϊδιάρης

(ανεπίσημο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

προσηλυτιστής

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σολίστ

(μουσική)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

γλετζές

(informale)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πουλί που φτιάχνει φωλιά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il cardellino è un uccello che solitamente nidifica in questa zona del paese.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fa στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του fa

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.