Τι σημαίνει το morire στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης morire στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του morire στο Ιταλικό.

Η λέξη morire στο Ιταλικό σημαίνει πεθαίνω, σβήνω, πεθαίνω, τα φτύνω, τα φτύνω, φεύγω, αποτυγχάνω, σκοτώνομαι, ξεμένω από μπαταρία, πεθαίνω, τα κακαρώνω, τα τινάζω, χαλάω, αποβιώνω, παύω να υπάρχω, σκοτώνομαι, χαλάω, χαλώ, χαλάω, χαλώ, πεθαίνω από κτ, πεθαίνω, πεθαίνω για κπ/κτ, -, απίστευτα, λιμοκτονώ, ξεκαρδιστικός, φοβάμαι πάρα πολύ, βαριεστημένος μέχρι θανάτου, τρελά, τρελά, τρελά, διαρκώ για πάντα, φοβερά, θάνατος χωρίς να υπάρχει διαθήκη, επιθυμίες, πεθαίνω από φυσικά αίτια, πεθαίνω νέος, κλαίω από τα γέλια, πεθαίνω για την πατρίδα, παγώνω, καίγομαι ζωντανός, δίνω τη ζωή μου για κπ/κτ, πεθαίνω από αιμορραγία, πεθαίνω από ακατάσχετη αιμορραγία, πεθαίνω ευτυχισμένος, έχω βαρεθεί τη ζωή μου, γελάω, γελώ, μένω στον τόπο, πεθαίνω νέος, πεθαίνει το τμήμα έξω από το έδαφος, πεθαίνω πριν από κάποιον, που σκάει, που λιώνει από τη ζέστη, που έχει καβαλήσει το καλάμι, πεθαίνω για κτ, ξεκαρδιστικός, αντέχω/κρατάω για πάντα, πεθαίνω να κάνω κτ, παίρνω εκδίκηση πεθαίνοντας, κάνω κπ να γελάσει, πεθαίνω στα γέλια, παίρνω υπερβολική δόση, σκοτώνω λόγω ψύχους, σκάω, λαχταράω, λαχταρώ, ποθώ, παίρνω υπερβολική δόση, σκοτώνω λόγω ψύχους, με τρώει, ξεκαρδιστικός, αστείος, ξεκαρδιστικός, που θέλει κτ, αυτοκτονώ, ψήνομαι, σκάω, βράζω, πεθαίνω της πείνας, πεθαίνω, τρελαίνω, πεθαίνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης morire

πεθαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ieri è morto il marito di Marina.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μετά από μακρόχρονη μάχη με τον καρκίνο, υπέκυψε την περασμένη εβδομάδα.

σβήνω, πεθαίνω

(figurato: terminare) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il mio amore per te non si spegnerà mai.
Η αγάπη μου για σένα δεν θα σβήσει ποτέ.

τα φτύνω

(μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mi sa che il tostapane si è rotto.
Νομίζω ότι η τοστιέρα χάλασε.

τα φτύνω

(colloquiale: guastarsi) (αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Eravamo in autostrada quando la macchina è morta di colpo.

φεύγω

verbo intransitivo (ευφημ: πεθαίνω)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αποτυγχάνω

(figurato: fallire)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σκοτώνομαι

(informale)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se vai così veloce finirai per ammazzarti!
Θα σκοτωθείς αν συνεχίσεις να οδηγείς τόσο γρήγορα! Αν οδηγείς μεθυσμένος, μπορεί να σκοτωθείς.

ξεμένω από μπαταρία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sono inciampata su una radice perché la mia torcia si era scaricata.

πεθαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τα κακαρώνω, τα τινάζω

(figurato: morire) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quando muoio, spero di andarmene tranquillamente nel sonno a un'età molto avanzata.

χαλάω

(σταματάω να δουλεύω)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Alla fine la nostra vecchia televisione si è rotta.
Η παλιά μας τηλεόραση τελικά χάλασε.

αποβιώνω

(formale)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Qualora il proprietario dovesse decedere, l'attività diventerà di proprietà esclusiva del suo unico figlio.

παύω να υπάρχω

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σκοτώνομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La polizia afferma che il conducente della macchina è morto sul colpo.

χαλάω, χαλώ

verbo intransitivo (colloquiale, figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χαλάω, χαλώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πεθαίνω από κτ

Venerdì scorso il nonno di Joe è morto d'infarto.
Ο παππούς του Τζόυ πέθανε από καρδιακή προσβολή την περασμένη Παρασκευή.

πεθαίνω

verbo intransitivo (με αντωνυμία)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
"Non mi morire!" Urlò piangendo.
«Μη μου φύγεις!», παρακάλεσε κλαίγοντας.

πεθαίνω για κπ/κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Voglio tanto bene ai miei bambini, darei la vita per loro.

-

verbo intransitivo (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
È morto di una morte dolorosa.
Βρήκε οδυνηρό θάνατο.

απίστευτα

(caldo)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

λιμοκτονώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεκαρδιστικός

locuzione aggettivale (figurato, informale)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

φοβάμαι πάρα πολύ

(figurato: avere moltissima paura)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βαριεστημένος μέχρι θανάτου

aggettivo (μεταφορικά)

Ero annoiato a morte dal documentario sulla pesca e non vedevo l'ora che finisse.

τρελά

(informale: ardentemente) (αργκό, μεταφορικά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il bimbo voleva quel giocattolo da morire.

τρελά

avverbio (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il vento ha soffiato disperatamente per tutta la notte.

τρελά

(informale) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il braccio mi doleva da morire quando sono caduto dalla bicicletta.

διαρκώ για πάντα

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il mio amore per te non morirà mai.

φοβερά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

θάνατος χωρίς να υπάρχει διαθήκη

sostantivo maschile (diritto: senza testamento)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

επιθυμίες

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Nuotare con i delfini è sull'elenco di cose da fare prima di morire di Susan.
Το να κολυμπήσει με δελφίνια είναι ένα από τα πράγματα που θέλει να κάνει η Σούζαν πριν πεθάνει.

πεθαίνω από φυσικά αίτια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Secondo il rapporto del medico legale, Brown è morto di morte naturale.

πεθαίνω νέος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Callum morirà giovane se non adotta uno stile di vita più salutare.

κλαίω από τα γέλια

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Siamo morti dal ridere quando abbiamo visto il costume di Halloween di Mike.

πεθαίνω για την πατρίδα

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il mio bisnonno morì per la patria nel 1915.
Ο προπάππους μου πέθανε για την πατρίδα του το 1915.

παγώνω

verbo intransitivo (με αποτέλεσμα να πεθάνω)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Qui fa così freddo che, secondo me, morirò assiderato.

καίγομαι ζωντανός

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Giovanna d'Arco morì carbonizzata.

δίνω τη ζωή μου για κπ/κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πεθαίνω από αιμορραγία, πεθαίνω από ακατάσχετη αιμορραγία

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πεθαίνω ευτυχισμένος

έχω βαρεθεί τη ζωή μου

verbo intransitivo (figurato) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γελάω, γελώ

(figurato)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μένω στον τόπο

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
È morto di infarto all'improvviso.

πεθαίνω νέος

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A volte sembra che solo i buoni muoiano giovani.

πεθαίνει το τμήμα έξω από το έδαφος

verbo intransitivo (pianta) (για φυτό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πεθαίνω πριν από κάποιον

verbo intransitivo

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

που σκάει, που λιώνει από τη ζέστη

verbo intransitivo (καθομ, μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Per favore, apri la porta: sto morendo dal caldo!

που έχει καβαλήσει το καλάμι

aggettivo (informale)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Da quando è stato promosso è diventato arrogante da morire.

πεθαίνω για κτ

verbo intransitivo (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Susan moriva dalla voglia di fumare una sigaretta, ma non voleva uscire.
Η Σούζαν πέθαινε για ένα τσιγάρο αλλά δεν ήθελε να βγει έξω.

ξεκαρδιστικός

(καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αντέχω/κρατάω για πάντα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il suo amore per lei è imperituro, non la dimenticherà mai.

πεθαίνω να κάνω κτ

verbo intransitivo (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Muoio dalla voglia di rivedere la mia famiglia dopo aver passato un anno all'estero.
Πεθαίνω να δω την οικογένειά μου μετά από έναν χρόνο στο εξωτερικό.

παίρνω εκδίκηση πεθαίνοντας

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω κπ να γελάσει

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πεθαίνω στα γέλια

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παίρνω υπερβολική δόση

verbo intransitivo (di droga) (και πεθαίνω)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Siamo stati al funerale di un ragazzo che è morto per overdose.

σκοτώνω λόγω ψύχους

(piante)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σκάω

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Muoio di caldo! Si può aprire una finestra?
Σκάω! Δε μπορούμε να ανοίξουμε ένα παράθυρο;

λαχταράω, λαχταρώ, ποθώ

(figurato: desiderare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dan aveva fame di vacanze dopo aver lavorato su una barca di pescatori per un mese.
Ο Νταν λαχταρούσε διακοπές μετά από ένα μήνα που εργαζόταν σε ένα αλιευτικό σκάφος.

παίρνω υπερβολική δόση

verbo intransitivo (droga) (και πεθαίνω)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Alcuni dei più grandi musicisti dello scorso secolo sono morti per overdose di droghe.

σκοτώνω λόγω ψύχους

verbo intransitivo (animali)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με τρώει

locuzione avverbiale (figurato) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La madre del ragazzo era preoccupata da morire quando non è tornato a casa.
Το αγόρι δεν γύρισε σπίτι και η μητέρα του είχε φρικάρει από την αγωνία.

ξεκαρδιστικός, αστείος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jim trovava Dana spassosa e rise a tutte le sue battute.
Ο Τζιμ θεωρούσε ότι η Ντάνα είχε πολύ πλάκα και γελούσε με όλα της τα αστεία.

ξεκαρδιστικός

locuzione aggettivale (figurato: dal ridere)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που θέλει κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αυτοκτονώ

(suicidarsi)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ψήνομαι, σκάω, βράζω

verbo intransitivo (figurato, informale) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Togliti il cappotto o morirai di caldo!

πεθαίνω της πείνας

(figurato) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A che ora è la cena? Penso che potrei morire di fame se non mangio qualcosa al più presto!

πεθαίνω, τρελαίνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: dal ridere) (καθομ, μτφ: διασκεδάζω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi stai facendo morire! È così divertente!
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Θα με πεθάνεις (or: τρελάνεις) με τα αστεία σου!

πεθαίνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
"Mi fai morire, Laura!" Disse Tom ridendo.
«Θα με πεθάνεις, ρε Λόρα!», είπε ο Τομ γελώντας.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του morire στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.