Τι σημαίνει το stesso στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης stesso στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του stesso στο Ιταλικό.

Η λέξη stesso στο Ιταλικό σημαίνει ο ίδιος, ο ίδιος, ίδιος, ίδιος, ίδιος, ολόιδιος, ίσος, επίπεδο, εγώ, ο ίδιος μου ο, συγκεκριμένος, το ίδιο, το ίδιο με, αυτοπυρπολισμός, τον εαυτό τους, τον εαυτό του, το ίδιο, είμαι ισάξιος, ίσιος, ενδοσκοπικός, ισιώνω, δεν κάνει καμία διαφορά, ίδιος, ολόιδιος, πάνω-κάτω ο ίδιος, περίπου ο ίδιος, που έχουν την ίδια άποψη, που σκέφτονται το ίδιο, ευχαριστημένος με τον εαυτό μου, ικανοποιημένος με τον εαυτό μου, ομοφυλόφιλος, ιδιοτελής, που έχει την ίδια νοοτροπία με κάποιον άλλο, που αφήνεται στη μοίρα του/της, εγωιστής, την ίδια ώρα, εκείνη την ώρα, ταυτόχρονα, το ίδιο, για μένα, με το ίδιο νόμισμα, ταυτόχρονα, σαν ένα, μαζί, ομόφωνα, την ίδια στιγμή, την ίδια ώρα, παρομοίως, με τον ίδιο τρόπο, με παρόμοιο τρόπο, ως εκ τούτου, επί ίσοις όροις, συμφωνία, στον ίδιο βαθμό, αντίστοιχα, με τον ίδιο τρόπο, με τον ίδιο τρόπο που, ισότιμος με κτ, το ίδιο ισχύει για, στον εαυτό σου να είσαι αληθινός, παρομοίως, δεν πειράζει, δεν έχω πρόβλημα, δεν με νοιάζει, ό,τι νά΄ ναι, γάμος ομοφυλοφίλων, δεύτερο παράπτωμα, το να καλομαθαίνω τον εαυτό μου, συχνά σε υπερβολικό βαθμό, αγάπη για τον εαυτό μου, πλήρης σειρά, αυθημερόν, ίδιος, ολόιδιος, τον εαυτό του, τον εαυτό σου, ισοδυναμώ με κτ, στηρίζω όλες μου τις ελπίδες σε κάτι, είμαι ισόπαλος, είμαι ισόβαθμος, έχω την ίδια άποψη, αφήνω κπ χωρίς επίβλεψη, επιμένω σε κτ, εμμένω σε κτ, ακολουθώ, αντιγράφω, παίζω με χαρτί του ιδίου χρώματος με τον αντίπαλό μου, είμαι ίδιος με, εξισώνω, εξομοιώνω, πάνω-κάτω ο ίδιος, περίπου ο ίδιος, παρόμοιος, όμοιος, παρόμοια, ομοίως, ταυτόχρονα, την ίδια στιγμή, ταυτόχρονα, πάνω-κάτω ο ίδιος, συγχρόνως, ταυτόχρονα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης stesso

ο ίδιος

aggettivo

Lo stesso uomo ha progettato la torre Eiffel e la struttura della Statua della Libertà.
Ο ίδιος άνθρωπος σχεδίασε τον πύργο του Άιφελ και τον κλωβό για το Άγαλμα της Ελευθερίας.

ο ίδιος

aggettivo

Ogni anno andiamo nello stesso posto a trascorrere le ferie.
ΝEW: Τα δύο χαρτονομίσματα ήταν πανομοιότυπα και δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις ποιο ήταν το πλαστό.

ίδιος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Laurie sembrava sempre la stessa dopo tutti quegli anni.
Η Λόρι είναι ακόμα ίδια μετά από τόσα χρόνια.

ίδιος

pronome (enfatico, proprio quello)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
La stessa impronta dimostrava che stava mentendo.

ίδιος, ολόιδιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Andiamo sempre d'accordo: siamo delle stesse idee.
Συμφωνούμε πάντα: Έχουμε πανομοιότυπο τρόπο σκέψης.

ίσος

(ίδιος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'è lo stesso numero di biglie in ciascun vaso.
Σε κάθε βάζο υπάρχει ίσος αριθμός βώλων.

επίπεδο

aggettivo

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Questo gioco è bello perché obbliga tutti a competere allo stesso livello.
Αυτό το παιχνίδι είναι καλό γιατί υποχρεώνει τους παίκτες να παίζουν στην ίδια βάση.

εγώ

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Io stessa non sono allergica alle noccioline, ma i miei figli sì.
Εγώ, ο ίδιος, δεν είμαι αλλεργικός στα φιστίκια, αλλά και τα δύο παιδιά μου είναι.

ο ίδιος μου ο

(εμφατικός τύπος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'ho visto con i miei propri occhi!
Το είδα με τα ίδια μου τα μάτια!

συγκεκριμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È stato proprio quel giorno che le ha fatto la proposta.
Της έκανε πρόταση γάμου εκείνη ακριβώς την ημέρα.

το ίδιο

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Una madre ama tutti i sui figli allo stesso modo.
Μια μητέρα αγαπά εξίσου όλα τα παιδιά της.

το ίδιο με

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αυτοπυρπολισμός

(di persona che si dà fuoco)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τον εαυτό τους

(pronome atono)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si sono serviti dal buffet.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αυτοτραυματίστηκαν στην προσπάθειά τους να διαφύγουν τη σύλληψη.

τον εαυτό του

(pronome atono) (άντρας)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nessuno si può considerare perfetto.

το ίδιο

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Salute fisica e mentale sono ugualmente importanti.
Η ψυχική και η σωματική υγεία είναι εξίσου σημαντικές.

είμαι ισάξιος

(essere allo stesso livello di [qlcs], [qlcn])

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
La zuppa di pollo di mia madre era la migliore; la mia non avrebbe mai potuto eguagliarla.

ίσιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Si è assicurata che i quadri fossero allineati.
Βεβαιώθηκε ότι οι εικόνες ήταν ίσιες.

ενδοσκοπικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ισιώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Justine allineò le tre cornici.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ίσιωσε τις τρεις κορνίζες.

δεν κάνει καμία διαφορά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Posso andare alla festa o rimanere a casa; è lo stesso per me.

ίδιος, ολόιδιος

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πάνω-κάτω ο ίδιος, περίπου ο ίδιος

aggettivo

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Userò praticamente lo stesso metodo di George per fare questi cambiamenti.

που έχουν την ίδια άποψη, που σκέφτονται το ίδιο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sono contento di sentire che siamo della stessa opinione su questo punto.

ευχαριστημένος με τον εαυτό μου, ικανοποιημένος με τον εαυτό μου

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Era molto soddisfatta di se stessa perché ha superato l'esame di guida al primo tentativo.

ομοφυλόφιλος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ιδιοτελής

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'atteggiamento egoistico di Mary l'ha fatta avanzare nella carriera

που έχει την ίδια νοοτροπία με κάποιον άλλο

(informale)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που αφήνεται στη μοίρα του/της

locuzione aggettivale (αρνητικό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εγωιστής

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

την ίδια ώρα, εκείνη την ώρα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Alcuni di loro erano alla festa. Intanto i loro figli a casa stavano mettendo sottosopra la cucina.
Κάποιοι από αυτούς ήταν στο πάρτι. Την ίδια ώρα, τα παιδιά τους στο σπίτι έκαναν χάλια την κουζίνα.

ταυτόχρονα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Εμφανίζεται ταυτόχρονα στην τηλεόραση και στο θέατρο.

το ίδιο

avverbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Tutti dovrebbero essere trattati allo stesso modo.
Όλοι θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο.

για μένα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lola si mette il make-up per se stessa, non per impressionare gli altri.

με το ίδιο νόμισμα

(figurato) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il Manchester United ha segnato un gol al secondo minuto, poi il Liverpool ha risposto con la stessa moneta quattro minuti dopo.

ταυτόχρονα

locuzione avverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il primo ministro nega i cambiamenti climatici e allo stesso tempo è un sostenitore delle tasse sulle emissioni di anidride carbonica.

σαν ένα, μαζί, ομόφωνα

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

την ίδια στιγμή, την ίδια ώρα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
È stata una fortuna che siamo arrivati nello stesso momento.
Ήταν ευχής έργο που φτάσαμε και οι δύο την ίδια ώρα.

παρομοίως

locuzione avverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Pensavo che le sue idee fossero stupide e lei allo stesso modo pensava che le mie fossero idiote.

με τον ίδιο τρόπο, με παρόμοιο τρόπο

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
L'insegnante è sempre stata giusta e corretta e ha sempre trattato tutti i suoi studenti allo stesso modo.

ως εκ τούτου

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si sono fidanzati, di conseguenza non vogliono più che io vada in vacanza con loro.
Είναι ερωτευμένοι και αυτό από μόνο του σημαίνει ότι δεν θέλουν να πάω διακοπές μαζί τους.

επί ίσοις όροις

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συμφωνία

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In fatto di politica i miei non la vedono sempre allo stesso modo.

στον ίδιο βαθμό

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

αντίστοιχα

locuzione avverbiale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

με τον ίδιο τρόπο

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Mia mamma non cucina mai le lasagne nello stesso modo e ogni volta sono diverse dalle precedenti.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ποτέ δεν μαγειρεύει αυτό το πιάτο με τον ίδιο τρόπο, οπότε κάθε φορά είναι αλλιώτικο.

με τον ίδιο τρόπο που

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ho provato a dipingere i girasoli nello stesso modo di Van Gogh.
Προσπάθησα να ζωγραφίσω τα ηλιοτρόπια με τον ίδιο τρόπο που τα έκανε ο Βαν Γκογκ.

ισότιμος με κτ

verbo

το ίδιο ισχύει για

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στον εαυτό σου να είσαι αληθινός

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παρομοίως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sarah ha detto a Tom che aveva gradito il loro appuntamento e lui ha risposto: "Anch'io."
Η Σάρα είπε στον Τομ ότι πέρασε καλά στο ραντεβού τους και αυτός αποκρίθηκε, «και εγώ το ίδιο».

δεν πειράζει

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"Non ho avuto tempo di chiamare Peter." "Non importa. Probabilmente lo vedrò questa sera in ogni caso."

δεν έχω πρόβλημα, δεν με νοιάζει

interiezione

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Preferisci il vestito blu o quello rosso? - Per me è indifferente.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. «Μπορούμε να πάμε σινεμά ή για μπόουλινγκ με δέκα κορίνες. Τι προτιμάς να κάνουμε;» «Δεν έχω πρόβλημα (or: δεν με νοιάζει).»

ό,τι νά΄ ναι

interiezione

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γάμος ομοφυλοφίλων

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il senato di stato stava votando l'approvazione dei matrimoni omosessuali.

δεύτερο παράπτωμα

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
In molti sistemi giudiziari un reato è punito più severamente se lo ha commesso una persona già pregiudicata per quello stesso reato.

το να καλομαθαίνω τον εαυτό μου, συχνά σε υπερβολικό βαθμό

sostantivo femminile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αγάπη για τον εαυτό μου

sostantivo maschile (αυτοεκτίμηση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πλήρης σειρά

sostantivo plurale femminile (χαρτιά)

αυθημερόν

locuzione aggettivale

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

ίδιος, ολόιδιος

(idiomatico: persone)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Anna e sua sorella sono due della stessa pasta.

τον εαυτό του

pronome (riflessivo) (αυτοπαθές)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
La stampa non può censurare sé stessa.
Ο τύπος δεν μπορεί να αυτολογοκριθεί.

τον εαυτό σου

pronome

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Conosci te stesso e conquisterai i tuoi nemici.

ισοδυναμώ με κτ

στηρίζω όλες μου τις ελπίδες σε κάτι

(proverbio)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Se metti tutte le uova nello stesso paniere rischi di perderle tutte.

είμαι ισόπαλος, είμαι ισόβαθμος

verbo intransitivo

έχω την ίδια άποψη

(figurato: essere d'accordo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Non sempre vediamo le cose allo stesso modo.
Δεν έχουμε πάντα την ίδια άποψη.

αφήνω κπ χωρίς επίβλεψη

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επιμένω σε κτ, εμμένω σε κτ

ακολουθώ, αντιγράφω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Era proprio un copione; se il fratello faceva una cosa, lui faceva subito la stessa cosa. Quando la banca ha cominciato a dare piccoli omaggi per attirare nuovi clienti, tutte le altre banche hanno fatto lo stesso.
Ήταν μεγάλος μιμητής· αν ο αδερφός του έκανε κάτι, θα τον αντέγραφε πάντα. Από τη στιγμή που η πρώτη τράπεζα άρχισε να προσφέρει τοστιέρες, ακολούθησαν και οι υπόλοιπες.

παίζω με χαρτί του ιδίου χρώματος με τον αντίπαλό μου

verbo transitivo o transitivo pronominale (gioco di carte: stesso seme del compagno) (χαρτοπαίγνια)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Se attacco a cuori, quando il mio compagno va in presa deve tornare lo stesso seme, cioè anche lui cuori, non picche!

είμαι ίδιος με

verbo intransitivo

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
La camicia che indossavo era la stessa di mia sorella. A Natale il pranzo era lo stesso di sempre: prosciutto, patate e insalata.
Η μπλούζα που φόρεσα ήταν ίδια με της αδελφής μου. Το Χριστουγεννιάτικο δείπνο ήταν ίδιο με κάθε άλλη φορά: χοιρομέρι, πατάτες και σαλάτα.

εξισώνω, εξομοιώνω

(κτ με κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Come puoi mettere allo stesso livello la ricchezza e l'autorità morale?

πάνω-κάτω ο ίδιος, περίπου ο ίδιος

aggettivo

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
I dottori dicono che la sua condizione è rimasta praticamente invariata. La mia città sembra praticamente la stessa di quando sono partito 10 anni fa.

παρόμοιος, όμοιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I risultati di questo test sono dello stesso tipo di quelli di alcune altre ricerche.

παρόμοια

locuzione avverbiale (σχετική ομοιότητα)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Le persone della stessa zona in genere parlano allo stesso modo.
Όσοι είναι από την ίδια περιοχή συνήθως μιλούν παρόμοια.

ομοίως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Gli Stati Uniti stanno mandando il loro esercito nel Medio Oriente per interferire nei conflitti armati locali; analogamente l'Europa sta inviando armi e rifornimenti.
ΟΙ ΗΠΑ στέλνουν τον στρατό τους στην Μέση Ανατολή για να επέμβει σε ένοπλες συρράξεις, και ομοίως η Ευρώπη στέλνει όπλα και προμήθειες.

ταυτόχρονα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Gli ospiti hanno esclamato tutti insieme: "Sorpresa!"

την ίδια στιγμή, ταυτόχρονα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Non posso pulire la casa e occuparmi dei bambini allo stesso tempo.
Δεν μπορώ να καθαρίζω το σπίτι και να προσέχω τα παιδιά ταυτόχρονα.

πάνω-κάτω ο ίδιος

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

συγχρόνως, ταυτόχρονα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του stesso στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.