Τι σημαίνει το mostra στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης mostra στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mostra στο Ιταλικό.

Η λέξη mostra στο Ιταλικό σημαίνει έκθεση, επίδειξη, παρουσίαση, έκθεση, έκθεση, εικόνα, γκαλερί, έκθεση, πέτο, εκκλησιαστικό όργανο, δείχνω, δείχνω, προβάλλω, δείχνω, εκφράζω, επιδεικνύω, ενσαρκώνω, επανεμφανίζω, απεικονίζω, επιδεικνύω, υποδεικνύω, φανερώνω, επιδεικνύω, εκθέτω, επιδεικνύω, βεβαιώνω, επιβεβαιώνω, αναδεικνύω, παρουσιάζω, προβάλλω, δείχνω, υποστηρίζω ότι/πως, δείχνω, παίρνω, παρατάσσω, πλασάρω, δείχνω, αποκαλύπτω, μαρτυράω, αποκαλύπτω, φανερώνω, επιδεικνύω, αποκαλύπτω, δείχνω, εκφράζω, επιδεικνύω, εκδηλώνω, δίνω οδηγίες σε κπ για κτ, δείχνω, ανοίγω, απλώνω, παρουσιάζω, εκθέτω, αποκαλύπτω, φανερώνω, επιδεικνύομαι, τοποθετώ, προβάλλω, έκθεση ατμοκίνητων οχημάτων, έκθεση τέχνης, διαγωνισμός για σκύλους, είδος προφορικής άσκησης στο σχολείο, έκθεση χειροτεχνίας, εκθέτω, παρουσιάζω, φανερός, προφανής, ορατός, δείχνω, εκθέτω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης mostra

έκθεση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le statue erano una mostra al museo.
Τα γλυπτά αποτελούσαν μια συλλογή εκθεμάτων στο μουσείο.

επίδειξη, παρουσίαση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Christopher ha esibito le sue fantastiche patate e i suoi fantastici porri.

έκθεση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
C'è una nuova mostra di Matisse al museo.

έκθεση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Questo artista ha tre quadri in questa mostra.

εικόνα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Fa una buona impressione quando si veste in modo formale.

γκαλερί

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Questo salone espone una mostra fotografica.

έκθεση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
C'è una nuova mostra alla galleria d'arte in città stasera.
Απόψε ανοίγει μια νέα έκθεση στην γκαλερί στο κέντρο.

πέτο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La signora Mendez sapeva che il marito la tradiva dal rossetto sul suo bavero.

εκκλησιαστικό όργανο

(musica)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

δείχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δείχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mostra sempre i denti quando sorride.
Δείχνει πάντα τα δόντια του, όταν χαμογελά.

προβάλλω, δείχνω, εκφράζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Parlare a voce più alta e più scandito vi aiuta a mostrare fiducia in voi stessi.
Η πιο δυνατή και καθαρή ομιλία θα σε βοηθήσει να δείξεις αυτοπεποίθηση.

επιδεικνύω

verbo transitivo o transitivo pronominale (per poco tempo) (για μέρη σώματος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Karen ha mostrato il seno.

ενσαρκώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επανεμφανίζω

(software)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απεικονίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιδεικνύω

verbo transitivo o transitivo pronominale (δείχνω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha mostrato come far funzionare la macchina.
Έκανε επίδειξη του τρόπου λειτουργίας του μηχανήματος.

υποδεικνύω, φανερώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le lettere personali dell'imperatrice mostrano la sua riluttanza a governare.

επιδεικνύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il governo ha mostrato la sua potenza militare per spaventare le nazioni vicine.

εκθέτω, επιδεικνύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il logo della squadra era esibito in tutta la città nei giorni antecedenti alla partita di campionato.

βεβαιώνω, επιβεβαιώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La gran quantità di prove scientifiche dimostra che il riscaldamento globale è un problema reale e in crescita.

αναδεικνύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Questa canzone esibisce molto bene la sua estensione vocale.
Αυτό το τραγούδι αναδεικνύει πραγματικά το εύρος της φωνής της.

παρουσιάζω, προβάλλω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La mostra presenterà il lavoro degli artisti locali.
Στην έκθεση θα παρουσιαστεί το έργο ντόπιων καλλιτεχνών.

δείχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I risultati mostravano chiaramente che avevo avuto ragione fin dall'inizio.
Τα αποτελέσματα έδειξαν καθαρά ότι είχα δίκιο από την αρχή.

υποστηρίζω ότι/πως

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ha calcolato che ci sarà un'inondazione considerate le ultime piogge.
Υποστήριξε πως θα υπάρξουν πλημμύρες, δεδομένων των προηγούμενων βροχοπτώσεων.

δείχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il ragazzo ha mostrato un gran coraggio nel tentativo di salvare i suoi amici.
Το αγόρι έδειξε (or: επέδειξε) μεγάλο θάρρος στην προσπάθειά του να σώσει τους φίλους του.

παίρνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mostra uno sguardo compiaciuto quando vince.
Έχει ένα αυτάρεσκο βλέμμα όταν κερδίζει.

παρατάσσω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La sarta mostrò al cliente i suoi coloratissimi tessuti.

πλασάρω

verbo transitivo o transitivo pronominale (peggiorativo) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δείχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ci ha indicato dove dovevamo metterci.
Μας έδειξε που έπρεπε να σταθούμε.

αποκαλύπτω, μαρτυράω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ero infastidito, ma non l'ho dato a vedere.
Ήμουν ταραγμένος, αλλά δεν το έδειξα.

αποκαλύπτω, φανερώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I fatti mostrano la verità.
Τα γεγονότα αποκαλύπτουν την αλήθεια.

επιδεικνύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
All'uomo facoltoso piaceva sfoggiare la sua ricchezza.

αποκαλύπτω, δείχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il vestito di Janice mostrava le sue spalle.
Το φόρεμα της Τζάνις αποκαλύπτει τους ώμους της.

εκφράζω, επιδεικνύω, εκδηλώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha sempre manifestato un evidente disprezzo per l'autorità.

δίνω οδηγίες σε κπ για κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Carl ha spiegato a Ben come montare il nuovo lavandino.

δείχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά: ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tutti gli indizi mostrano che Smith è l'assassino.
Όλες οι ενδείξεις δείχνουν πως ο Σμιθ είναι ο δολοφόνος.

ανοίγω, απλώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il pavone ha spiegato la sua coda.
Το παγόνι άνοιξε την ουρά του.

παρουσιάζω

(esporre) (ιδέα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ora ti spiego la mia teoria.
Επιτρέψτε μου να σας παρουσιάσω τη θεωρία μου.

εκθέτω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il management ha esposto le informazioni nel corridoio.
Η διεύθυνση ανάρτησε τις πληροφορίες στον διάδρομο.

αποκαλύπτω, φανερώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Presto la verità sarà svelata a tutti.
Σύντομα, η αλήθεια θα αποκαλυφθεί (or: φανερωθεί) σε όλους.

επιδεικνύομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I galli si esibiscono davanti alle galline durante il periodo dell'accoppiamento.
Οι κόκορες επιδεικνύονται στις κότες στην εποχή του ζευγαρώματος.

τοποθετώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο επιμελητής τοποθέτησε το κόσμημα στην είσοδο του μουσείου.

προβάλλω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le piace esporre tutta la sua porcellana in salotto.

έκθεση ατμοκίνητων οχημάτων

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έκθεση τέχνης

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διαγωνισμός για σκύλους

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non ci sono mostre canine solo per i cani più belli, c'è anche quella per il cane più brutto.

είδος προφορικής άσκησης στο σχολείο

(gioco in classe)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

έκθεση χειροτεχνίας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εκθέτω, παρουσιάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quella camicia attillata gli mette bene in mostra tutti i muscoli.

φανερός, προφανής, ορατός

avverbio

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Non dovresti lasciare gli oggetti di valore così in bella mostra.

δείχνω

(κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mostrò la collezione di cartoline ai suoi ospiti.
Έδειξε τη συλλογή των καρτ ποστάλ του στους επισκέπτες.

εκθέτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Esibiranno i suoi primi quadri in galleria il prossimo mese.
Θα εκθέσουν τα πρώτα έργα του στην γκαλερί τον επόμενο μήνα.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mostra στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.