Τι σημαίνει το faccia στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης faccia στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του faccia στο Ιταλικό.
Η λέξη faccia στο Ιταλικό σημαίνει πρόσωπο, έκφραση, πρόσωπο, μπροστινή πλευρά, πλευρά, θράσος, πλευρά, επιφάνεια, πράξη, αναβάλλω, κάνω, φτιάχνω, κατασκευάζω, κάνει, κάνω, φτιάχνω, κάνω, φτιάχνω, κάνω, βγάζω, απασχολημένος, παίρνω, παίζω, κάνω, κάνω, κάνει, εργάζομαι ως κτ, δουλεύω ως κτ, υποβάλλω, κάνω, κάνω, κάνω, παίζω, κάνω, κάνω, φτιάχνω, πηγαίνω, πάω, πηγαίνω, πάω, πάω κτ για κτ, -, κάνω, κάνω, βγάζω, κάνω, πραγματοποιώ, φτιάχνω, κάνω, κάνω, κάνω, κάνω, κατασκευάζω, φτιάχνω, κάνω, κάνω, κοιτάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης faccia
πρόσωπο(anatomia) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La palla lo ha colpito in faccia. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Δε μου αρέσει η μάπα (or: μούρη) του. |
έκφραση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Non aveva una bella faccia quel giorno. Δεν είχε πολύ χαρούμενη φάτσα εκείνη την ημέρα. |
πρόσωποsostantivo femminile (superficie) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ero l'uomo più fortunato sulla faccia della terra. Ήμουν ο πιο τυχερός άνθρωπος επί προσώπου γης. |
μπροστινή πλευράsostantivo femminile (faccia superiore di qualcosa) Ha messo la carta a faccia in giù sul tavolo. Τοποθέτησε την κάρτα στο τραπέζι με την μπροστινή πλευρά προς τα κάτω. |
πλευράsostantivo femminile (geometria) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il cubo ha sei facce. Ένας κύβος έχει έξι πλευρές. |
θράσος(informale: sfrontatezza) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ha avuto la faccia di chiedermi ancora soldi! Είχε το θράσος να μου ζητήσει περισσότερα λεφτά! |
πλευρά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Devi pitturare tutti i lati della scatola. Πρέπει να βάψεις το κουτί από όλες τις μεριές. |
επιφάνειαsostantivo femminile (πετραδιού) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il diamante ha una faccia perfetta. |
πράξηsostantivo maschile (sostantivato) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Fare è molto più importante che progettare di fare. |
αναβάλλω(informale: rimandare, rifiutare) (για άλλη στιγμή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Oggi non possiamo incontrarci. Possiamo fare la prossima settimana? Δεν μπορώ να βρεθούμε απόψε. Να το αναβάλουμε για την άλλη εβδομάδα; |
κάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (εργασίες) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Che cosa fai questo pomeriggio? ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τι κάνεις σήμερα το απόγευμα; |
φτιάχνω, κατασκευάζω(realizzare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I bambini costruivano case con i mattoncini. Τα παιδιά έφτιαξαν σπιτάκια με κύβους. |
κάνειverbo transitivo o transitivo pronominale (γ' ενικό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fa i compiti ogni sera. Κάνει τα μαθήματά του κάθε βράδυ. |
κάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Io faccio i piatti, visto che tu hai cucinato. Μια και μαγείρεψες εσύ, θα πλύνω εγώ τα πιάτα. |
φτιάχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I tessitori hanno fatto un cappello di fronde di palma. Οι υφάντρες έφτιαξαν ένα καπέλο από φύλλα φοίνικα. |
κάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (επάγγελμα, δουλειά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Che cosa fai per vivere? ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τι δουλειά κάνεις; |
φτιάχνω, κάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mia madre vuole fare un dolce per la mia festa. Η μητέρα μου θέλει να φτιάξει (or: κάνει) μια τούρτα για το πάρτι μου. |
βγάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (albero: frutto) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dopo anni di siccità, finalmente il melo ha fatto i suoi frutti. Μετά από πολλά χρόνια ξηρασίας, η μηλιά παρήγαγε επιτέλους καρπούς. |
απασχολημένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Che cosa hai fatto di bello dall'ultima volta che ti ho visto? |
παίρνωverbo transitivo o transitivo pronominale (espressione, atteggiamento) (ύφος, έκφραση) Il mio cane fa sempre una faccia triste quando vuole del cibo. Ο σκύλος μου πάντα παίρνει λυπημένο ύφος, όταν θέλει φαγητό. |
παίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (nel gioco del bowling) (για μπόουλινγκ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha fatto una partita perfetta. Έπαιξε ένα τέλειο παιχνίδι. |
κάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Fai quello che dico, non quello che faccio. |
κάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fai così con le mani. |
κάνει(clima) (π.χ. κρύο, ζέστη) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Fa freddo oggi; avrai bisogno di guanti e berretto. |
εργάζομαι ως κτ, δουλεύω ως κτverbo transitivo o transitivo pronominale (lavorare) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ora come ora faccio la cameriera, ma voglio diventare attrice. |
υποβάλλωverbo transitivo o transitivo pronominale (legale: fare causa) (μήνυση, αγωγή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lei ha fatto causa al suo datore di lavoro. |
κάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (κακό, ζημιά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le droghe possono fare molto male. |
κάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (διδάσκομαι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non abbiamo ancora fatto trigonometria. Δεν έχουμε κάνει ακόμα τριγωνομετρία. |
κάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ό,τι μπορώ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Io faccio Lady Macbeth. |
παίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Faremo Amleto la prossima volta. |
κάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si era fatta i capelli a caschetto. |
κάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (απόσταση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Abbiamo fatto cinquecento miglia in due giorni. |
φτιάχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La camera del bambino l'hanno fatta gialla, per sicurezza. |
πηγαίνω, πάω(με συγκεκριμένη ταχύτητα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Stavano facendo trenta miglia all'ora quando l'altra automobile li ha tamponati. |
πηγαίνω, πάω(ταξίδι, εκδρομή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Faremo la Riviera quest'estate. |
πάω κτ για κτverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Devo fare riparare la macchina. Πρέπει να πάω το αυτοκίνητό μου για φτιάξιμο. |
-verbo transitivo o transitivo pronominale (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Devo fare riparare la macchina. Πρέπει να πάω το αμάξι μου για φτιάξιμο. |
κάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (matematica) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cinque meno tre fa due. Πέντε μείον τρία μας κάνει δύο. |
κάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Facciamo un bambino! Ας κάνουμε ένα μωρό! |
βγάζω(μεταφορικά: λόγο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tutti i candidati hanno fatto un discorso. Όλοι οι υποψήφιοι εκφώνησαν ομιλίες. |
κάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le parti coinvolte hanno fatto un accordo. Τα συμβαλλόμενα μέρη σύναψαν μία συμφωνία. |
πραγματοποιώverbo transitivo o transitivo pronominale (pagare) (πληρωμή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Adam fa un versamento per la macchina ogni mese. Ο Άνταμ πραγματοποιεί μια πληρωμή για το αυτοκίνητό του κάθε μήνα. |
φτιάχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (deliberare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I parlamenti fanno le leggi. Τα νομοθετικά σώματα κάνουν θεσπίζω τους νόμους. |
κάνωverbo intransitivo (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Due più due fa quattro. Δύο και δύο κάνουν τέσσερα. |
κάνω(telefonate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Να τηλεφωνήσω εγώ για σένα; |
κάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (bagno, doccia) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sono sporchissimo. Ho proprio bisogno di fare un bagno. |
κάνω(vacanze, ecc.) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'anno scorso abbiamo fatto una vacanza in Argentina. Πέρσι κάναμε διακοπές στην Αργεντινή. |
κατασκευάζω, φτιάχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω(κτ σε κπ ή σε βάρος κάποιου) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Πώς μπόρεσες να μου κάνεις μια τόσο άσχημη φάρσα; |
κάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non restartene lì seduto, fai qualcosa! |
κοιτάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Guarda l'insegnante quando le parli. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μετά από αυτό που έγινε δεν μπορώ να τον αντικρίσω. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του faccia στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του faccia
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.