Τι σημαίνει το importanza στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης importanza στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του importanza στο Ιταλικό.

Η λέξη importanza στο Ιταλικό σημαίνει σημασία, σημασία, σημασία, σπουδαιότητα, ανωτερότητα, σημασία, σπουδαιότητα, σπουδαιότητα, σημασία, σημασία, σημαντικότητα, υπεροχή, σπουδαιότητα, απήχηση, βαρύτητα, αξία, έμφαση, σύνδεση, σχέση, σχετικότητα, κρισιμότητα, σημασία, σπουδαιότητα, αξία, σημασία, δεν είναι σημαντικό, δεν έχει σημασία, λίστα κατάταξης, ελαφρύς, είμαι ανάξιος λόγου, μικρής σημασίας, ασήμαντος, επουσιώδης, αδιάφορος, καίριας σημασίας, υψίστης σημασίας, τι και αν, δεν έχει σημασία, δεν πειράζει, δεν έχει σημασία, δεν πειράζει, υποβαθμίζω τη σημασία, υποβαθμίζω τη σπουδαιότητα, δίνω βαρύτητα, έχω μικρή σημασία, έχω μεγάλη σημασία, υποβαθμίζω, δίνω αξία σε κτ, υπερέχω, υπερτερώ, μειώνω τη σημασία, αυξάνω την επιρροή μου, ασήμαντος, ευτελής, καίριας σημασίας, υψίστης σημασίας, δεν έχω καμία επίπτωση, εξιδανικεύω, αψηφώ, απαξιώ, μεγάλης βαρύτητας, έχω σημασία, έμφαση, έχω σημαντική θέση, με νοιάζει, με απασχολεί, με ενδιαφέρει. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης importanza

σημασία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Non bisogna sottovalutare l'importanza di vestirsi bene per questo colloquio di lavoro.
Δεν πρέπει να υποτιμάς τη σημασία του να ντυθείς κομψά για αυτήν τη συνέντευξη.

σημασία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Lo scienziato ha una grande importanza per la riuscita della nostra missione.
Ο επιστήμονας είναι μεγάλης σημασίας για την επιτυχία της αποστολής μας.

σημασία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il messaggio è di grande importanza.

σπουδαιότητα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'uomo d'affari si è dato importanza di fronte alle altre persone.
Ο επιχειρηματίας φορούσε ένα προσωπείο σπουδαιότητάς όταν ήταν με κόσμο.

ανωτερότητα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La sua importanza nella tecnica vocale la distingue dagli altri.
Η ανωτερότητά της στη φωνητική τεχνική την κάνει να ξεχωρίζει από τους άλλους.

σημασία, σπουδαιότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il nuovo edificio è di grande importanza, e cambierà l'opinione comune riguardo al design.
Το νέο κτήριο είναι μια μεγάλης σπουδαιότητας και θα αλλάξει την αντίληψη του κόσμου σχετικά με το σχεδιασμό.

σπουδαιότητα, σημασία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nessuno si rendeva davvero conto della reale importanza che questo evento aveva.

σημασία, σημαντικότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υπεροχή, σπουδαιότητα

(formale)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

απήχηση

(figurato) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il poema ha una risonanza che va oltre il significato superficiale.

βαρύτητα

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αξία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hanno messo a profitto la sua nuova idea.

έμφαση

(αυξημένη προσοχή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'importanza che dà a una buona comunicazione ha reso felice il capo.
Το αφεντικό του χάρηκε για την έμφαση που έδινε στην ομαλή επικοινωνία.

σύνδεση, σχέση, σχετικότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'importanza del discorso di Andrew in relazione agli eventi mondiali attuali era chiara per il pubblico.
Η σχέση της ομιλίας του Άντριου με τα τρέχοντα παγκόσμια γεγονότα ήταν εμφανής στους ακροατές.

κρισιμότητα, σημασία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σπουδαιότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αξία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cerchiamo tutti concetti di valore.

σημασία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δεν είναι σημαντικό, δεν έχει σημασία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λίστα κατάταξης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ελαφρύς

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Είναι αρκετά ελαφρύς, δεν μπορείς να συζητήσεις σοβαρά θέματα μαζί του.

είμαι ανάξιος λόγου

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Il piccolo inconveniente di dover aspettare non è degno di nota.

μικρής σημασίας

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Anche se ha un ruolo di poca importanza, si sente utile.

ασήμαντος, επουσιώδης, αδιάφορος

verbo transitivo o transitivo pronominale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il fatto che Jane volesse andare al cinema non aveva alcuna importanza per Bob.

καίριας σημασίας, υψίστης σημασίας

aggettivo (για έργο, σχέδιο κλπ)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

τι και αν

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Che problema c'è se ogni tanto bevo una birra?
Τι και αν απολαμβάνω μια μπύρα μια στο τόσο;

δεν έχει σημασία, δεν πειράζει

verbo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non ha importanza ciò che dici, io farò quello che voglio.
Δεν έχει σημασία τι λες. Θα κάνω αυτό που θέλω.

δεν έχει σημασία, δεν πειράζει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Non importa se fai un errore di battitura, torna indietro e correggilo.

υποβαθμίζω τη σημασία, υποβαθμίζω τη σπουδαιότητα

verbo transitivo o transitivo pronominale (με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nella nostra scuola stiamo cercando di sminuire l'importanza dei test standardizzati.

δίνω βαρύτητα

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

έχω μικρή σημασία

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έχω μεγάλη σημασία

verbo intransitivo

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
So che non ti importa in nessun caso ma è di grande importanza per quelli che contano su di te.

υποβαθμίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δίνω αξία σε κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υπερέχω, υπερτερώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μειώνω τη σημασία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αυξάνω την επιρροή μου

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I grandi gruppi aziendali hanno acquisito influenza sul governo negli ultimi decenni.

ασήμαντος, ευτελής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Prima di prendere una decisione, ero consumato da dubbi insignificanti.

καίριας σημασίας, υψίστης σημασίας

aggettivo (για τη λειτουργία)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

δεν έχω καμία επίπτωση

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εξιδανικεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αψηφώ, απαξιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ero completamente scandalizzato: avevo lavorato tantissimo a quel progetto e il mio capo lo ha semplicemente ignorato.
Ήμουν πραγματικά αναστατωμένος. Έριξα πολλή δουλειά σε εκείνο το έργο και το αφεντικό μου μόλις την απαξίωσε.

μεγάλης βαρύτητας

locuzione aggettivale (μεταφορικά)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Ci sono alcune questioni di primaria importanza che devono essere affrontate durante il summit.

έχω σημασία

(avere importanza)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Per figurare bene davanti a un datore di lavoro le qualifiche contano.

έμφαση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il capo di Ann dà molta importanza alla meticolosità.

έχω σημαντική θέση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Questo tema è molto presente nell'ultimo libro del signor Gold.
Αυτό το θέμα έχει εξέχουσα θέση (or: κατέχει εξέχουσα θέση) στο τελευταίο βιβλίο της κ. Γκολντ.

με νοιάζει, με απασχολεί, με ενδιαφέρει

verbo transitivo o transitivo pronominale

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Non do importanza alla rozzezza degli altri pendolari.
Δεν ασχολούμαι με (or: νοιάζομαι για) την αγένεια των άλλων επιβατών.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του importanza στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.