Τι σημαίνει το pane στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης pane στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pane στο Ιταλικό.
Η λέξη pane στο Ιταλικό σημαίνει ψωμί, τροφή, ψωμί, ψωμάκι, πλάκα, τροφή, τα προς το ζην, τριμμένη φρυγανιά, κερδίζω χρήματα, πάμφθηνα, τζάμπα, φρυγανισμένο ψωμί, αυτός που φέρνει τα λεφτά στο σπίτι, κουβαλητής, παμπερνίκελ, ψίχουλο, καλαμποκόψωμο, ψωμί της μέλισσας, αρτόκαρπος, λευκό ψωμί, άσπρο ψωμί, ψωμί με βούτυρο, μαχαίρι για ψωμί, πουτίγκα ψωμιού, σκορδόψωμο, είδος ατομικού ψωμιού, ψωμί με ξηρούς καρπούς, ψωμί με σταφίδες, φέτα ψωμί, καλαμποκίσιο ψωμί, κριθαρόψωμο, ψωμί από φούρνο, είδος βρετανικής πουτίγκας, αρτοπαρασκευαστής, αρτοπαρασκευαστής, μπαγκέτα, ψωμί με μυρωδικά, ψωμί με βότανα, ψωμί του τοστ, ψωμί σόδας, ψωμί με σόδα, μαύρο ψωμί, σταρένιο ψωμί, μπανανόψωμο, λέω τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη, στηρίζω την οικογένεια, ζω για κτ, ζω και αναπνέω για κτ, βγάζω τα προς το ζην, μιλάω ειλικρινά, μιλάω ευθέως, ψωμί σικάλεως, χοντρή φέτα ψωμιού, μέσα συντήρησης, ψωμί με ξηρούς καρπούς, άρτος της ζωής, αρτόκαρπος, κάνω πάρτυ, τρώω, συντρώω, παπάρα, καλαμποκόψωμο, ψωμάκι με αποξηραμένα φρούτα, μαχαίρι του ψωμιού, ψωμί με προζύμι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης pane
ψωμίsostantivo maschile (τροφή) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Non si può fare un sandwich senza pane. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο πατέρας μου δουλεύει σε ένα πρατήριο άρτου. |
τροφήsostantivo maschile (figurato: cibo) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sono così poveri che non possono permettersi né vestiti né pane. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Έψαχνε απεγνωσμένα μια δουλειά, γιατί δεν είχε λεφτά ούτε για το ψωμί των παιδιών του. |
ψωμίsostantivo maschile (figurato: reddito) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Quando ho chiesto a Jake come si guadagnava il pane, mi ha detto di essere un tosatore di pecore. Όταν ρώτησα τον Τζέικ πώς βγάζει το ψωμί του, μου είπε ότι κουρεύει πρόβατα. |
ψωμάκι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il ristorante ha servito un panino con il pasto. Solitamente gli hamburger sono serviti come panini. Το εστιατόριο σέρβιρε ένα ψωμάκι με το γεύμα. |
πλάκα(di sapone) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Josh aprì la confezione di sapone e mise una nuova saponetta nel portasapone. |
τροφή(μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'arte è il cibo dell'anima. |
τα προς το ζηνsostantivo maschile (figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τριμμένη φρυγανιά
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Preferisco il pesce panato nel pangrattato al pesce in pastella. |
κερδίζω χρήματα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Te ne stai tranquillo a casa perché sono io che guadagno. Μπορείς να μένεις στο σπίτι μόνο επειδή βγαίνω έξω και βγάζω λεφτά. |
πάμφθηνα, τζάμπα(figurato, colloquiale) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ho comprato questo orologio d'epoca per quattro soldi. Αγόρασα αυτό το ρολόι αντίκα πάμφθηνα (or: τζάμπα). |
φρυγανισμένο ψωμίsostantivo maschile (pane) Vuoi del pane tostato per colazione? Vorrei due fette di pane tostato, per favore. Θέλεις λίγο φρυγανισμένο ψωμί με το πρωινό σου; Θα ήθελα δυο φέτες φρυγανισμένο ψωμί, παρακαλώ. |
αυτός που φέρνει τα λεφτά στο σπίτι(famiglia) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Όλο και περισσότερες γυναίκες φέρνουν τα λεφτά στο σπίτι για τις οικογένειές τους. |
κουβαλητής(μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Mia madre era la persona che manteneva la famiglia, mentre mio padre stava a casa con noi bambini. |
παμπερνίκελsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Per favore, vai in panetteria a comprare del pane di segale. |
ψίχουλοsostantivo femminile (ψωμιού) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
καλαμποκόψωμο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ψωμί της μέλισσαςsostantivo maschile (καθομιλουμένη) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
αρτόκαρποςsostantivo maschile (φρούτο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
λευκό ψωμί, άσπρο ψωμίsostantivo maschile Il pane integrale è più nutriente del pane bianco. |
ψωμί με βούτυροsostantivo maschile (letteralmente) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A colazione mangio pane e burro e una tazza di caffè. |
μαχαίρι για ψωμίsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Io preparo un pane artigianale con la crosta spessa, così mio marito mi ha dato un coltello da pane moto affilato. |
πουτίγκα ψωμιούsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σκορδόψωμοsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A volte, nei ristoranti italiani, i piatti di pasta sono accompagnati da pane all'aglio. |
είδος ατομικού ψωμιούsostantivo maschile (tipo di pane) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Il pane kaiser va per la maggiore negli Stati Uniti e in Canada. |
ψωμί με ξηρούς καρπούςsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ψωμί με σταφίδεςsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Gli piace mangiare un paio di fette di pane all'uvetta per colazione. |
φέτα ψωμίsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dammi una fetta di pane da tostare. |
καλαμποκίσιο ψωμί
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κριθαρόψωμοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ψωμί από φούρνοsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il pane industriale è solo una poltiglia molla, invece il pane artigianale è sodo con una spessa crosta. Gnam! |
είδος βρετανικής πουτίγκαςsostantivo maschile (dolce inglese) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αρτοπαρασκευαστήςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αρτοπαρασκευαστήςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Non perdo tempo a impastare, far lievitare e cuocere il pane; uso semplicemente la mia macchina del pane. |
μπαγκέταsostantivo maschile (letteralmente) (ψωμί) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Un buon pan francese ha la crosta croccante e la mollica soffice. |
ψωμί με μυρωδικά, ψωμί με βόταναsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Il pane alle erbe era delizioso ma aveva uno strano colore verdastro. |
ψωμί του τοστ
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ψωμί σόδας, ψωμί με σόδα
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
μαύρο ψωμί
|
σταρένιο ψωμίsostantivo maschile |
μπανανόψωμο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
λέω τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφηverbo transitivo o transitivo pronominale (idiomatico, colloquiale) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Louise non ha mai avuto paura di dire pane al pane e vino al vino. |
στηρίζω την οικογένεια(figurato: denaro per mantenersi) Dean era contento di laurearsi, così avrebbe portato anche lui a casa la pagnotta. |
ζω για κτ, ζω και αναπνέω για κτ(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quando ero adolescente vivevo solo per la danza classica. Όταν ήμουν έφηβη, ζούσα για το μπαλέτο. Το αγόρι της ζει για το ποδόσφαιρο, δε μοιάζει να τον ενδιαφέρει τίποτα άλλο. |
βγάζω τα προς το ζην
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Come si guadagna da vivere? Τι δουλειά κάνει; |
μιλάω ειλικρινά, μιλάω ευθέωςverbo transitivo o transitivo pronominale (idiomatico) |
ψωμί σικάλεωςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Vorrei del pastrami su pane di segale. Θα φάω παστράμι σε ψωμί σικάλεως. |
χοντρή φέτα ψωμιούsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il ragazzo masticava una fetta di pane molto spessa spalmata con un'abbondante strato di burro. |
μέσα συντήρησηςsostantivo maschile (figurato: condizione familiare) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) So che il mio lavoro può sembrare noioso, ma è il mio pane quotidiano. |
ψωμί με ξηρούς καρπούςsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
άρτος της ζωήςsostantivo maschile (θρησκεία: μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αρτόκαρποςsostantivo maschile (δέντρο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κάνω πάρτυverbo intransitivo (figurato: divertirsi, gradire) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Οι φυλλάδες έκαναν πάρτυ με την αποκάλυψη για την ερωτική ζωή του πρωθυπουργού. |
τρώω, συντρώωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nel corso dell'Ultima Cena Gesù spezzò il pane coi suoi amici prima di morire. |
παπάραsostantivo maschile (καθομιλουμένη: ψωμί) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'anziano signore usava il suo pane di mais come pane inzuppato nel sugo. |
καλαμποκόψωμο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ψωμάκι με αποξηραμένα φρούταsostantivo maschile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Il pane dolce col burro è ottimo a colazione. |
μαχαίρι του ψωμιούsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ψωμί με προζύμιsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mangerò un sandwich con pane con lievito naturale e tacchino. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pane στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του pane
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.