Τι σημαίνει το direzione στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης direzione στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του direzione στο Ιταλικό.
Η λέξη direzione στο Ιταλικό σημαίνει κατεύθυνση, κατεύθυνση, διεύθυνση, κατεύθυνση, διοίκηση, διεύθυνση, διοίκηση, διεύθυνση, ηγετική θέση, Τμήμα Επιχειρήσεων, συντονισμός, διεύθυνση ορχήστρας, ηγεσία, διοίκηση, πορεία, τροπή, στροφή, υπεύθυνος, ηγετική ικανότητα, διεύθυνση, αρχηγείο, κατεύθυνση, πορεία, ρότα, προσήνεμα, φλας, προς, προς λάθος κατεύθυνση, σήµα αλλαγής πορείας, άσκοπος, από την αντίθετη κατεύθυνση, νότιος, αντενεργητικός, που κατευθύνεται προς τη γη, προς τα εκεί, από εδώ, σε αυτή την κατεύθυνση, από εδώ, προς τα εκεί, με αυτόν τον τρόπο, με παρόμοιο τρόπο, ανάποδα, αντίθετη κατεύθυνση, Τμήμα Μάρκετινγκ, διοίκηση λειτουργιών, πτυχίο στην διοίκηση επιχειρήσεων, προς, στην κατεύθυνση, προς, κάνω στροφή 180 μοιρών, κάνω επιτόπου στροφή, παραμένω στην πορεία, αποκλίνω της πορείας μου, κοιτάω προς κπ/κτ, βόρειος, βορειοανατολικός, βορειοδυτικός, νοτιοανατολικός, νοτιοδυτικός, προς την πλευρά του λιμανιού, που αναβοσβήνει, αντίστροφα, αντιστρόφως, προς το βορά, νότια, νότια, νότια, προς κάθε πιθανή κατεύθυνση, από την άλλη, πτυχιούχος διοίκησης επιχειρήσεων, για διεύθυνση ορχήστρας, που οδηγεί, πάω από την άλλη, αποκλίνω από κτ, παρεκκλίνω από κτ, προς τα πού, κατά, κάνω μεταβολή, ακριβώς, έλλειψη κατεύθυνσης, προς, με. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης direzione
κατεύθυνση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Che direzione è quella? Nord o sud? Ποια κατεύθυνση είναι αυτή; Βορράς ή Νότος; |
κατεύθυνση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Siamo andati nella direzione sbagliata e ci siamo persi. Πήραμε λάθος κατεύθυνση και χαθήκαμε για τα καλά. |
διεύθυνσηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sotto la direzione di Karen, i profitti dell'azienda sono cresciuti. Υπό τη διεύθυνση της Κάρεν, τα κέρδη της εταιρείας εκτοξεύτηκαν. |
κατεύθυνση(μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
διοίκηση, διεύθυνση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'amministrazione della società ha deciso di vendere il settore scarpe. Η διοίκηση (or: διεύθυνση) της εταιρίας αποφάσισε να πουλήσει το τμήμα υποδημάτων. |
διοίκηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La gestione di una squadra di cento persone può essere stancante. Η διοίκηση μιας ομάδας εκατό ατόμων μπορεί να είναι κουραστική. |
διεύθυνσηsostantivo femminile (ruolo dirigenziale) (θέση, αξίωμα, θητεία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ηγετική θέση(in un ufficio) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
Τμήμα Επιχειρήσεωνsostantivo femminile (reparto aziendale) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
συντονισμός(di [qlcs]) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La direzione del progetto da parte del direttore è stata eccellente. Ο συντονισμός (or: Η διαχείριση) του σχεδίου από τον διευθυντή ήταν εξαιρετική. |
διεύθυνση ορχήστραςsostantivo femminile (di orchestra) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ηγεσία(gruppo di leader) (σύνολο ηγετών) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La direzione di questa azienda ha a cuore i dipendenti. Η ηγεσία αυτής της εταιρείας υπηρετεί με αφοσίωση τους εργαζομένους. |
διοίκηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La direzione discuterà la questione con il consiglio di amministrazione. Η διοίκηση θα συζητήσει το θέμα με το διοικητικό συμβούλιο. |
πορεία(marina, aereonautica) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il capitano ha cambiato la rotta della nave. Ο καπετάνιος άλλαξε τη ρότα του πλοίου. |
τροπή, στροφή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Un altro strano cambiamento nelle nostre vite è avvenuto quando la nonna ha iniziato a vedere delle fate in fondo al giardino. |
υπεύθυνος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il direttore ha la responsabilità (or: direzione) di due negozi. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο διευθυντής έχει την ευθύνη δύο καταστημάτων. |
ηγετική ικανότηταsostantivo femminile (abilità di guidare, dirigere) La leadership del governatore durante la crisi ha aumentato la sua popolarità. Η ηγετική ικανότητα του κυβερνήτη εν μέσω της κρίσης βοήθησε τη δημοτικότητά του. |
διεύθυνση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sarà abolito il consiglio direttivo e varrà istituito un nuovo organo di governo. |
αρχηγείοsostantivo femminile (general headquarters) (στρατού) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κατεύθυνσηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Che strada hai preso per arrivare qui? Ποια κατεύθυνση πήρες για να πας εκεί; |
πορεία, ρόταsostantivo femminile (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Non è facile sapere che strada prendere nella vita. Είναι δύσκολο να γνωρίζεις ποιον δρόμο να πάρεις στη ζωή. |
προσήνεμαavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Lo yacht navigava sottovento. |
φλας(veicoli) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) La freccia dell'automobilista lampeggiava. |
προς
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Vada verso il Campidoglio e poi giri a sinistra sull'8ᵃ strada. Πήγαινε όλο ευθεία προς το Καπιτώλιο και μετά στρίψε αριστερά, στην 8η λεωφόρο. |
προς λάθος κατεύθυνση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σήµα αλλαγής πορείας(veicoli, informale) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
άσκοποςavverbio (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
από την αντίθετη κατεύθυνσηaggettivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Bisogna sempre camminare sul lato della strada guardando il traffico proveniente dalla direzione opposta. |
νότιοςlocuzione aggettivale (για κατεύθυνση) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αντενεργητικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που κατευθύνεται προς τη γη
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προς τα εκείlocuzione avverbiale (κατεύθυνση) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
από εδώ, σε αυτή την κατεύθυνσηavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Se continua a camminare in questa direzione, arriverà presto alla spiaggia. |
από εδώ
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La stanza è da questa parte. Vieni di qua così ti mostro il tuo nuovo ufficio. Το δωμάτιο είναι από εδώ, στο τέλος του διαδρόμου. Έλα από εδώ και θα σου δείξω το καινούριο σου γραφείο. |
προς τα εκεί
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
με αυτόν τον τρόπο, με παρόμοιο τρόποlocuzione avverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
ανάποδα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αντίθετη κατεύθυνσηavverbio (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Stai andando nella direzione sbagliata. La tua casa è dall'altra parte. |
Τμήμα Μάρκετινγκsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La Direzione Marketing pensa che dovremmo investire nella pubblicità televisiva. |
διοίκηση λειτουργιώνsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πτυχίο στην διοίκηση επιχειρήσεων
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προςpreposizione o locuzione preposizionale |
στην κατεύθυνση, προςpreposizione o locuzione preposizionale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La folla si voltò in direzione dell'esplosione. Vado verso San Francisco. Το πλήθος κοιτούσε προς την πλευρά της έκρηξης. Κατευθύνομαι προς το Σαν Φρανσίσκο. |
κάνω στροφή 180 μοιρών, κάνω επιτόπου στροφήverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παραμένω στην πορείαverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αποκλίνω της πορείας μουverbo intransitivo (letterale) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La partita finì quando la palla andò nel verso sbagliato e colpì una finestra vicina. |
κοιτάω προς κπ/κτ
|
βόρειοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
βορειοανατολικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
βορειοδυτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
νοτιοανατολικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
νοτιοδυτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
προς την πλευρά του λιμανιούlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που αναβοσβήνειlocuzione aggettivale (veicolo: indicatore) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'indicatore di direzione dell'auto davanti a me mi ha indotto a pensare che volesse svoltare a destra. |
αντίστροφα, αντιστρόφως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
προς το βοράlocuzione avverbiale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
νότιαlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
νότιαlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
νότιαlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Abbiamo preso il treno verso sud diretto a San José. |
προς κάθε πιθανή κατεύθυνση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'unica cosa che riuscivamo a vedere era acqua dappertutto; ci eravamo irrimediabilmente persi. |
από την άλληavverbio (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πτυχιούχος διοίκησης επιχειρήσεων
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
για διεύθυνση ορχήστραςlocuzione aggettivale (di orchestra) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που οδηγεί
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Camminò per la strada in direzione del centro della città. |
πάω από την άλληverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Joe è andato verso la banca mentre io sono andato nella direzione opposta, verso l'ufficio postale. |
αποκλίνω από κτ, παρεκκλίνω από κτ
Oltre la chiesa, le strade divergono l'una dall'altra. |
προς τα πούavverbio (letterario: dove) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Verso quale luogo sta navigando la nave? |
κατά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Για παράδειγμα: κατά μήκος |
κάνω μεταβολήverbo transitivo o transitivo pronominale |
ακριβώςpreposizione o locuzione preposizionale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La fattoria è in direzione sud rispetto a qui. Το αγρόκτημα είναι ακριβώς νότια από εδώ. |
έλλειψη κατεύθυνσηςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
προςpreposizione o locuzione preposizionale (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Stava guardando verso lo spazio. |
με(guida, indicazione) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Taglia le tavole seguendo le venature. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του direzione στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του direzione
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.