Τι σημαίνει το uomo στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης uomo στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του uomo στο Ιταλικό.
Η λέξη uomo στο Ιταλικό σημαίνει άντρας, άνδρας, άντρας, άνδρας, άνθρωπος, άνθρωπος, άντρας, άνδρας, άντρας, άνδρας, άντρας, άνδρας, παίχτης, παίκτης, άντρας, άνδρας, άντρας, άντρας, τύπος, άντρας, άνθρωπος, παιδί, ανδροπρεπής, αρρενωπός, από ανθρώπινο χέρι, βατραχάνθρωπος, κληρικός, γιέτι, γέτι, καλός άνθρωπος, πνευματικός, ιερωμένος, πολυγυνία, εργαζόμενος άντρας, εργατοώρες, κόμματος, κακομοίρης, φουκαράς, μαύρος, δυνατός άντρας, Κροίσος, νεαρός αφροαμερικανός εργαζόμενος, ντυμένος γυναίκα, που αρμόζει σε πολιτικό, απ'όσο θυμάμαι, σαν άντρας, ίδε ο άνθρωπος, άνθρωπος στη θάλασσα, επιχειρηματίας, αυτός που πυροβόλησε, σκλάβος, δούλος, είλωτας, ανθρωποκυνηγητό, άνθρωπος των σπηλαίων, μαγαζί με αντρικά ρούχα, αντρικά ρούχα, άνδρας των ενόπλων δυνάμεων, μπαμπούλας, κόμματος, Νεάντερταλ, ελεύθερος πολίτης, επιχειρηματίας, αστυνομικός, καλός, τίμιος άνθρωπος, μποντιμπιλντεράς, κοινός θνητός, κοινή θνητή, νεκρός, πεθαμένος, ενήλικας, λιγομίλητος, λακωνικός, κπ που κρατάει το λόγο του, ο άντρας του σπιτιού, αληθινός άντρας, σωστός άντρας, Χιονάνθρωπος των Ιμαλαΐων, αποτρόπαιος χιονάνθρωπος των Ιμαλαΐων, ελεύθερος άνθρωπος, αναζήτηση πλούσιου γαμπρού, καλός άνθρωπος, μεγάλος άνδρας, επικεφαλής, ο μέσος άνθρωπος, άνθρωπος των πράξεων, ιερωμένος, κληρικός, άνθρωπος των γραμμάτων, σοφός άνθρωπος, παντρεμένος, ώριμος άνδρας, ώριμος άντρας, ανδρικά ενδύματα, ο σύγχρονος άνθρωπος, Κρο-Μανιόν, άνθρωπος του Νεάντερταλ, Άνθρωπος του Πεκίνου, προϊστορικός άνθρωπος, δυνατός άντρας, ανώτερο διοικητικό στέλεχος, πολυτάλαντος, έντιμος άνθρωπος, αρρενωπός άντρας, στρατιώτης, πιθηκάνθρωπος, το πρόσωπο Χ, εμπειρία, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, Κουταλιανός, ο σοφός, πλούσιος, λευκός, μαύρος, αυτός που κάνει mansplaining, αυτός που κάθεται με τα πόδια ανοιχτά, άνθρωπος των σπηλαίων. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης uomo
άντρας, άνδραςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il nome è Chris? È un uomo o una donna? Ονομάζεται Κρις; Άντρας είναι ή γυναίκα; |
άντρας, άνδρας(αρσενικός ενήλικας) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Quello là è l'uomo che mi ha rubato il portafoglio. Αυτός εκεί ο άντρας (or: τύπος) είναι που μου έκλεψε το πορτοφόλι. |
άνθρωποςsostantivo maschile (essere umano) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) L'uomo è destinato a ripetere gli errori del passato? Είναι ο άνθρωπος καταδικασμένος να επαναλαμβάνει τα λάθη του παρελθόντος; |
άνθρωποςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Alcune persone negano ancora la parentela tra scimmia e uomo. Ορισμένοι ακόμα αρνούνται ότι ο πίθηκος και ο άνθρωπος συγγενεύουν. |
άντρας, άνδρας(informale: compagno) (κυριολεκτικά: σύζυγος) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il suo uomo le ha cambiato la lampadina. Ο άντρας της της έφτιαξε τη λάμπα. |
άντρας, άνδραςsostantivo maschile (lavoratore) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ho tre uomini che lavorano al progetto. Έχω τρεις άντρες που δουλεύουν στο έργο. |
άντρας, άνδρας(frequentazione maschile) (κυριολεκτικά: σύζυγος) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Hai un uomo o sei ancora da sola? Βρήκες άντρα ή είσαι ακόμα μόνη σου; |
παίχτης, παίκτηςsostantivo maschile (sport: giocatore) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Un uomo della difesa si fa avanti per tentare di segnare. Ένας παίκτης της άμυνας προωθείται για να προσπαθήσει να σκοράρει. |
άντρας, άνδρας(maschio) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La polizia ha ricevuto una comunicazione su due uomini che si picchiavano. Η αστυνομία έλαβε μια αναφορά για καυγά δύο ανδρών. |
άντραςsostantivo maschile (non più un ragazzo) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
άντραςsostantivo maschile (informale: partner, marito) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il mio uomo lavora ancora. Ο άντρας μου είναι ακόμα στην δουλειά. |
τύποςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Non si sa mai cosa aspettarsi da un uomo come lui. |
άντραςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Tutti i ragazzi sono andati a svolgere il servizio militare. |
άνθρωπος(ον) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Gli esseri umani popolano la terra da migliaia di anni. Οι άνθρωποι υπάρχουν στη γη εδώ και χιλιάδες χρόνια. |
παιδί(informale) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mi piace Geoff: è un tipo simpatico. |
ανδροπρεπής, αρρενωπός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
από ανθρώπινο χέρι(creato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βατραχάνθρωπος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Un sommozzatore risalì fino alla superficie del lago. |
κληρικός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
γιέτι, γέτι(χιονάνθωπος των Ιμαλαΐων) |
καλός άνθρωποςsostantivo maschile (informale) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πνευματικός, ιερωμένοςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Alle parole del sant'uomo il peccatore si pentì dei suoi misfatti. |
πολυγυνία(uomo con più mogli) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εργαζόμενος άντρας
|
εργατοώρεςsostantivo plurale femminile (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
κόμματος(informale: bell'uomo) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ο κηπουρός που δούλευε σήμερα στην αυλή ήταν κόμματος. |
κακομοίρης, φουκαράς, μαύροςsostantivo maschile (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Quel pover'uomo è sempre stato sfortunato. |
δυνατός άντρας
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
Κροίσος(uomo ricchissimo) (μεταφορικά) |
νεαρός αφροαμερικανός εργαζόμενος(yuppie afro-americano) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ντυμένος γυναίκα(uomo) (για άντρα) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
που αρμόζει σε πολιτικόlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
απ'όσο θυμάμαιlocuzione avverbiale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Questa è stata la peggiore tempesta di neve a memoria d'uomo. Ποτέ στα χρονικά δεν έχει υπάρξει χειρότερη χιονοθύελλα. |
σαν άντρας(in modo mascolino) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Cammina come un uomo |
ίδε ο άνθρωπος
|
άνθρωπος στη θάλασσαsostantivo maschile (έκκληση βοήθειας) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Uomo in mare! Buttategli un salvagente prima che arrivino gli squali! |
επιχειρηματίας
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Gli uomini d'affari locali sono stati invitati a visitare i nuovi uffici. Επιχειρηματίες της περιοχής προσκλήθηκαν να επιθεωρήσουν τα νέα γραφεία. |
αυτός που πυροβόλησε(letteralmente) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Un singolo uomo armato abbandonò la scena a piedi. |
σκλάβος, δούλος, είλωτας(μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ανθρωποκυνηγητόsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La polizia ha iniziato la caccia all'uomo per il detenuto evaso. |
άνθρωπος των σπηλαίωνsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Contrariamente a molte rappresentazioni della cultura popolare, gli uomini delle caverne non vissero nella stessa epoca dei dinosauri. |
μαγαζί με αντρικά ρούχαsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La sartoria per uomo vendeva ogni capo d'abbigliamento. |
αντρικά ρούχαsostantivo maschile Il reparto abbigliamento da uomo è al secondo piano del negozio. Το τμήμα με τα αντρικά ρούχα βρίσκεται στον δεύτερο όροφο του καταστήματος. |
άνδρας των ενόπλων δυνάμεωνsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Un uomo appartenente alle forze armate aspettava al binario. |
μπαμπούλας
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κόμματος(μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il nuovo ragazzo di Holly è un tale uomo dei sogni! |
Νεάντερταλsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Molti umani moderni hanno il DNA dell'uomo di Neanderthal. |
ελεύθερος πολίτης(generico) Sarà in libertà vigilata per il resto della sua vita, dunque non è propriamente un uomo libero. |
επιχειρηματίαςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
αστυνομικός(generico) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
καλός, τίμιος άνθρωποςsostantivo maschile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μποντιμπιλντεράς(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κοινός θνητός, κοινή θνητήsostantivo maschile (μεταφορικά) I partiti politici cercano tutti di attirare l'uomo comune. |
νεκρός, πεθαμένος(figurato: minaccia) (άτομο που πιθανότατα θα πεθάνει) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ενήλικαςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La sua storia era così triste che avrebbe potuto far piangere anche un uomo adulto. |
λιγομίλητος, λακωνικόςsostantivo maschile (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Magari è un uomo di poche parole, ma quando parla vale la pena dargli ascolto. |
κπ που κρατάει το λόγο τουsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ho lavorato con lui e so che è un uomo di parola. |
ο άντρας του σπιτιούsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
αληθινός άντρας, σωστός άντραςsostantivo maschile (μεταφορικά) Un vero uomo non ha paura di dimostrare i propri sentimenti in pubblico. |
Χιονάνθρωπος των Ιμαλαΐων, αποτρόπαιος χιονάνθρωπος των Ιμαλαΐων(κρυπτοζωολογία) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) L'abominevole uomo delle nevi e il bigfoot sono due delle tante bestie mitologiche che la gente ha affermato di aver visto. Το Θιβετιανό γέτι και ο Μεγαλοπόδαρος είναι δύο από τα πολλά μυθικά θηρία τα οποία ορισμένοι ισχυρίζονται ότι έχουν δει. |
ελεύθερος άνθρωποςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Sarà in libertà vigilata per il resto della sua vita, quindi direi che è tutt'altro che un uomo libero. Dopo un pessimo matrimonio durato dieci anni, sono di nuovo un uomo libero. |
αναζήτηση πλούσιου γαμπρού
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I suoi amici criticavano la sua tendenza a cercare uomini facoltosi. |
καλός άνθρωποςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Mio zio è un brav'uomo e aiuta sempre i suoi vicini di casa. |
μεγάλος άνδραςsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Napoleone è stato un grande della storia, certo non in termini di statura |
επικεφαλήςsostantivo maschile (figurato) (επίρρημα σε θέση ουσιαστικού: Επίρρημα που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. θα έρθω με τον έτσι μου κλπ.) L'uomo al timone lavora 12 ore al giorno per far sì che in azienda fili tutto liscio. |
ο μέσος άνθρωποςsostantivo maschile (figurato) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Puoi spiegare la tua teoria in modo che possa capirla anche l'uomo della strada? |
άνθρωπος των πράξεωνsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Era un uomo d'azione piuttosto che di parole. |
ιερωμένος, κληρικός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Sono un prete, sono un uomo di Dio. |
άνθρωπος των γραμμάτωνsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Molti uomini di lettere, di scienza e delle arti hanno firmato un manifesto in favore del pacifista ingiustamente incarcerato. |
σοφός άνθρωποςsostantivo maschile |
παντρεμένοςsostantivo maschile (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
ώριμος άνδρας, ώριμος άντραςsostantivo maschile (μεταφορικά) |
ανδρικά ενδύματαsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ο σύγχρονος άνθρωποςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
Κρο-Μανιόνsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Insieme all'uomo di Neanderthal l'uomo di Cro-Magnon fa parte della scala evolutiva umana. |
άνθρωπος του Νεάντερταλsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Secondo alcuni archeologi, l'uomo di Neanderthal è l'antenato dell'uomo moderno. |
Άνθρωπος του Πεκίνουsostantivo maschile (ανθρωπολογία) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προϊστορικός άνθρωποςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ci sono stati diversi stadi nell'evoluzione dell'uomo preistorico. |
δυνατός άντραςsostantivo maschile (figurato) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) In tempi di guerra, una nazione spesso sostiene l'emergenza al potere di un uomo forte, pensando che "il duro" li aiuterà a superare la crisi. |
ανώτερο διοικητικό στέλεχος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πολυτάλαντοςsostantivo maschile (idiomatico) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
έντιμος άνθρωπος
|
αρρενωπός άντραςsostantivo maschile |
στρατιώτηςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πιθηκάνθρωποςsostantivo maschile (storico: evoluzionismo) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
το πρόσωπο Χ(χαρακτηρισμός αγνώστου προσώπου) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εμπειρία(esperto) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>sostantivo maschile |
Κουταλιανός(figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ο σοφός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πλούσιος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
λευκόςsostantivo maschile |
μαύροςsostantivo maschile |
αυτός που κάνει mansplaining(verso una donna) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αυτός που κάθεται με τα πόδια ανοιχτάsostantivo maschile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
άνθρωπος των σπηλαίωνsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του uomo στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του uomo
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.