Τι σημαίνει το caccia στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης caccia στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του caccia στο Ιταλικό.
Η λέξη caccia στο Ιταλικό σημαίνει κυνήγι, μαχητικό αεροσκάφος, κυνήγι, κυνήγι, κυνηγητό, αεροπλάνο που εκτοξεύει πυραύλους, κυνήγι, καταδίωξη, ψαριά, μαχητικό αεροσκάφος, αναζήτηση τροφής, κυνηγάω, κυνηγώ, κυνηγάω, κυνηγώ, κυνηγάω, κυνηγώ, τρέφομαι με κτ, κυνηγάω, κυνηγώ, κυνηγάω, κυνηγώ, διώχνω, σπρώχνω, αποβάλλω, απόλυση, τρέπω κπ σε φυγή, εξαναγκάζω κπ σε φυγή, διώχνω, απωθώ, εκδιώκω, εκδιώκω κπ από κτ, ανιχνεύω,αναζητώ, σπρώχνω έξω, απωθώ, αποκλείω, χώνω, παραχώνω, διώχνω, απομακρύνω, αποβάλλω, παρακολούθηση, διώχνω, πάω για κυνήγι, ψάχνω, περιοχή, κυνηγόσκυλο, λαθροθηρία, κυνηγάω, κυνηγώ, ψαρεύω, ψηφοθηρικός, σκοπεύω να αγοράσω, ψάχνω να αγοράσω, θέλω να αγοράσω, ανθρωποκυνηγητό, φαλαινοθηρία, κυνηγιάρικος, κυνήγι αλεπούς με άλογα, κυνηγόσκυλο, κυνήγι, περιοχή κυνηγιού, περιοχή για κυνήγι, κυνήγι μαγισσών, κυνηγός, μεγάλο όπλο για το κυνήγι ελεφάντων, κυνήγι αλεπούς, κυνήγι του θησαυρού, κυνηγόσκυλο, κυνήγι, κυνηγετικό μαχαίρι, άδεια κυνηγιού, κυνηγετική περίοδος, κυνήγι, κυνηγετική περίοδος, κυνήγι θησαυρού, το κυνήγι του θησαυρού, κυνήγι κρυμμένων πασχαλινών αυγών, κυνηγετική ομάδα, κυνηγετική καραμπίνα, σκάφος για το κυνήγι της φώκιας, περίοδος κυνηγιού, κυνηγετικό περίπτερο, κυνηγώ κορίτσια, πάω για κυνήγι, πάω να βρω κπ/κτ, πάω να ψάξω κπ/κτ, πάω να αναζητήσω κπ/κτ, επιζητώ, αναζητώ τροφή, συλλέγω τροφή, πάω για κυνήγι, ψάχνω, αναζητώ, πιάνω, ερευνητικός, διερευνητικός, εξεταστικός, κυνηγάω, κυνηγώ, αναζητώ, ψάχνω, επιδιώκω, επιζητώ, ψάχνω μάταια, κυνηγώ χίμαιρες, πατάσσω, χάριερ, κυνηγόσκυλο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης caccia
κυνήγιsostantivo femminile (sport) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ken portò suo figlio a caccia per il suo decimo compleanno. Ο Κεν πήγε τον γιο του για κυνήγι στα 10α γενέθλιά του. |
μαχητικό αεροσκάφος
Peter era un pilota di caccia durante la guerra. |
κυνήγιsostantivo femminile (sport) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Peter è andato a caccia di cervi. Ο αγρότης πάντα παίρνει τα σκυλιά του μαζί του στο κυνήγι. |
κυνήγιsostantivo femminile (με γενική ή για κτ) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il gatto era a caccia. Μια φώκια ασχολείται το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας της με το κυνήγι των ψαριών. |
κυνηγητόsostantivo femminile (figurato: ricerca) (μεταφορικά: για κτ/κπ) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La caccia al killer è durata diversi anni. Η αναζήτηση του δολοφόνου κράτησε αρκετά χρόνια. |
αεροπλάνο που εκτοξεύει πυραύλουςsostantivo maschile (velivolo militare) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'aereo venne abbattuto da un caccia dell'esercito nemico. |
κυνήγι(caccia) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La squadra è a caccia della vittoria del campionato. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η καταδίωξη του ληστή ήταν εύκολη υπόθεση για τους αστυφύλακες. |
καταδίωξη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'inseguimento della polizia è finito con la cattura del sospetto. Η καταδίωξη της αστυνομίας ολοκληρώθηκε με τη σύλληψη του υπόπτου. |
ψαριά(pescare) (ψάρεμα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Oggi c'è la pesca del salmone. |
μαχητικό αεροσκάφοςsostantivo maschile |
αναζήτηση τροφής
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κυνηγάω, κυνηγώverbo transitivo o transitivo pronominale (sport) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jon va in montagna ogni anno a caccia di orsi. Ο Τζον πήγαινε κάθε χρόνο στα βουνά για να κυνηγήσει αρκούδες. |
κυνηγάω, κυνηγώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I lupi cacciano le prede in branco. Οι λύκοι κυνηγάνε το θήραμά τους σε αγέλες. |
κυνηγάω, κυνηγώ(cercare [qlcs/qlcn]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I cani hanno inseguito il coniglio. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η αστυνομία καταδίωξε τον δραπέτη. |
τρέφομαι με κτ
Gli squali cacciano le foche. Οι καρχαρίες κυνηγούν φώκιες. |
κυνηγάω, κυνηγώ(andare a caccia) (με πυροβόλο όπλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κυνηγάω, κυνηγώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I cacciatori hanno cacciato la lepre con i loro cani. |
διώχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eva fu cacciata dai genitori dopo avergli rubato denaro. |
σπρώχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Robert spinse la porta con la spalla e finalmente riuscì ad aprirla. Ο Ρόμπερτ έσπρωξε την πόρτα με τον ώμο του και επιτέλους κατάφερε να την ανοίξει. |
αποβάλλω(μαθητή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fu espulsa per aver gridato contro un insegnante. Αποβλήθηκε γιατί φώναξε σ' έναν καθηγητή. |
απόλυση(figurato, informale: licenziare) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il capo ha silurato Leo perché faceva sempre tardi al lavoro. |
τρέπω κπ σε φυγή, εξαναγκάζω κπ σε φυγήverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
διώχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli invasori stranieri cacciarono gli indigeni dai loro villaggi. Οι ντόπιοι εκδιώχθηκαν από τα χωριά τους από τους ξένους εισβολείς. |
απωθώ, εκδιώκω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Abbiamo dovuto scacciare i lupi che minacciavano le pecore. Έπρεπε να απωθήσουμε τους λύκους που ακολουθούσαν τα πρόβατα. |
εκδιώκω κπ από κτverbo transitivo o transitivo pronominale (επίσημο) La polizia cacciò i manifestanti fuori dalla proprietà. Η αστυνομία απομάκρυνε τους διαδηλωτές από την ιδιοκτησία. |
ανιχνεύω,αναζητώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il mio gatto dà la caccia ai topi ogni notte. |
σπρώχνω έξω, απωθώ, αποκλείωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: licenziare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il partito fece fronte comune contro la ribelle e la cacciò. |
χώνω, παραχώνω(informale) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Oliver cacciò i documenti nella borsa. Ο Όλιβερ έχωσε τα χαρτιά μέσα στην τσάντα του. |
διώχνω, απομακρύνω(da incarico, ecc.) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Οι επαναστάτες έκαναν αγώνα για να διώξουν (or: απομακρύνουν) τον βασιλιά. |
αποβάλλωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'insegnante mi ha buttato fuori dalla lezione perché mi sono rifiutato di spegnere il mio iPod. Ο δάσκαλος με έβγαλε έξω γιατί αρνήθηκα να κλείσω το iPod μου. |
παρακολούθησηverbo transitivo o transitivo pronominale (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) È più facile cacciare tra l'erba alta dove la tigre si mimetizza. |
διώχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (informale: congedare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La polizia ha buttato fuori gli squatter. Η αστυνομία έδιωξε τους καταληψίες. |
πάω για κυνήγιverbo intransitivo (sport) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Susan è sempre voluta andare a caccia, ma non ne ha mai avuto il tempo prima di quest'anno. Η Σούζαν πάντα ήθελε να ασχοληθεί με το κυνήγι αλλά δεν είχε ποτέ το χρόνο μέχρι φέτος. |
ψάχνωverbo intransitivo (figurato: cercare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dan ha fatto tardi al lavoro perché era a caccia delle sue chiavi. Ο Νταν άργησε να πάει στη δουλειά επειδή έπρεπε να ψάξει τα κλειδιά του. |
περιοχήsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La zona di caccia ai puma si estendeva dalle ultime propaggini della città fino al fiume. |
κυνηγόσκυλο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Peter ha allevato un segugio per portarselo a caccia. Ο Πήτερ μεγάλωσε ένα κυνηγόσκυλο για να πηγαίνουν μαζί για κυνήγι. |
λαθροθηρία(επίσημο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il bracconaggio degli elefanti è un grave problema della riserva. Το παράνομο κυνήγι ελεφάντων είναι ένα σοβαρό πρόβλημα στην προστατευόμενη περιοχή. |
κυνηγάω, κυνηγώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I ragazzi inseguirono il cane dopo che questo era scappato con la palla. Τα αγόρια κυνήγησαν τον σκύλο όταν έφυγε τρέχοντας με την μπάλα τους. |
ψαρεύω(καθομιλουμένη, μτφ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cerca complimenti, ignorala e basta! |
ψηφοθηρικός(dispregiativo) (αποδοκιμασίας) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σκοπεύω να αγοράσω, ψάχνω να αγοράσω, θέλω να αγοράσωverbo intransitivo (per acquistare) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Se siete alla ricerca di un nuovo computer portatile, questi sono i migliori cinque secondo noi. |
ανθρωποκυνηγητόsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La polizia ha iniziato la caccia all'uomo per il detenuto evaso. |
φαλαινοθηρίαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La caccia alla balena costituiva una fetta consistente dell'economia del paese. |
κυνηγιάρικοςsostantivo maschile (γάτα καλή στο να πιάνει ποντίκια) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κυνήγι αλεπούς με άλογαsostantivo femminile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κυνηγόσκυλοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I segugi e i setter sono tra i migliori cani da caccia. |
κυνήγιsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Highland Perthshire offre grandi opportunità di caccia alla selvaggina. |
περιοχή κυνηγιού, περιοχή για κυνήγιsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I funzionari stanno cercando di trovare un equilibrio tra la difesa dell'ambiente e l'accesso alle zone di caccia. |
κυνήγι μαγισσώνsostantivo femminile (figurato) (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) L'indagine diventò ben presto una caccia alle streghe. |
κυνηγόςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Era un vero esperto di caccia grossa, come si poteva capire dai trofei appesi alle pareti. |
μεγάλο όπλο για το κυνήγι ελεφάντωνsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κυνήγι αλεπούςsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Gli animalisti ritengono che la caccia alla volpe sia incivile. |
κυνήγι του θησαυρούsostantivo femminile (giochi) (παιχνίδι) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) I bambini stavano giocando alla caccia alla lepre nel parco giochi. |
κυνηγόσκυλοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Quando si va a caccia di conigli, occorre portare con se un cane da caccia per riportarli indietro. |
κυνήγιsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Non ho mai partecipato a una battuta di caccia alla volpe. |
κυνηγετικό μαχαίριsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ha usato il suo coltello da caccia per sventrare il coniglio. |
άδεια κυνηγιούsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) È vietato cacciare cervi senza una licenza di caccia. |
κυνηγετική περίοδοςsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La stagione di caccia al cinghiale selvatico dura da ottobre a febbraio |
κυνήγιsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κυνηγετική περίοδοςsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κυνήγι θησαυρούsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Gli scout parteciperanno a una caccia al tesoro. |
το κυνήγι του θησαυρούsostantivo femminile (παιχνίδι) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) La nostra squadra ha vinto la caccia al tesoro della scuola. |
κυνήγι κρυμμένων πασχαλινών αυγώνsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κυνηγετική ομάδαsostantivo femminile |
κυνηγετική καραμπίναsostantivo maschile |
σκάφος για το κυνήγι της φώκιαςsostantivo femminile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
περίοδος κυνηγιούsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κυνηγετικό περίπτερο
|
κυνηγώ κορίτσιαverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ron sembra passare la maggior parte del tempo andando a caccia di ragazze. |
πάω για κυνήγιverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) A mio marito piace andare a caccia nel fine settimana. |
πάω να βρω κπ/κτ, πάω να ψάξω κπ/κτ, πάω να αναζητήσω κπ/κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il mio gatto è sempre a caccia di topi e uccellini. |
επιζητώverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αναζητώ τροφή, συλλέγω τροφήverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I maiali selvatici vanno alla ricerca di cibo vicino al percorso per escursionisti, quindi fai attenzione. |
πάω για κυνήγιverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Andrei a caccia solo se stessi morendo di fame. |
ψάχνω, αναζητώverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ero a caccia delle chiavi, ma queste non saltavano fuori. Gli investigatori erano alla ricerca dell'indizio che avrebbe finalmente risolto il crimine. Έψαχνα τα κλειδιά αλλά δεν τα βρήκα. Οι ντετέκτιβ αναζητούσαν (or: έψαχναν) το στοιχείο που τελικά θα έλυνε το έγκλημα. |
πιάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il poliziotto giurò che avrebbe dato la caccia all'assassino. Ο αστυνομικός ορκίστηκε πως θα έπιανε τον δολοφόνο. |
ερευνητικός, διερευνητικός, εξεταστικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κυνηγάω, κυνηγώ(figurato: in cerca di) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quando ha compiuto 18 anni Ron è andato a caccia dei suoi genitori biologici. |
αναζητώ, ψάχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Beth è sempre alla ricerca di promozioni al supermercato. |
επιδιώκω, επιζητώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È alla ricerca di fama e fortuna. Επιδιώκει να έχει δόξα και να κάνει περιουσία. |
ψάχνω μάταια, κυνηγώ χίμαιρες
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) John è abbastanza bruttino, ma è sempre a caccia di belle ragazze. Ο Τζον είναι μάλλον άσχημος, αλλά πάντα ψάχνει μάταια για όμορφα κορίτσια. |
πατάσσωverbo transitivo o transitivo pronominale (φαινόμενο ή άτομα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il primo ministro era deciso a dare la caccia ai terroristi e consegnarli alla giustizia. Ο πρωθυπουργός ήταν αποφασισμένος να πατάξει τους τρομοκράτες και να τους φέρει ενώπιον της δικαιοσύνης. |
χάριερsostantivo maschile (tipo di aereo) |
κυνηγόσκυλοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του caccia στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του caccia
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.