Τι σημαίνει το università στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης università στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του università στο Ιταλικό.

Η λέξη università στο Ιταλικό σημαίνει πανεπιστήμιο, πανεπιστήμιο, πανεπιστήμιο, πανεπιστήμιο, πανεπιστήμιο, πανεπιστήμιο, εστία, σχολή, πανεπιστημιακή κοινότητα, ακαδημία, πανεπιστήμιο, διαπανεπιστημιακός, στο πανεπιστήμιο, το σχολείο που πήγαινα, το παλιό μου σχολείο, αίτηση σε πανεπιστήμιο, αίτηση για το πανεπιστήμιο, λίστα διακριθέντων φοιτητών, Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, Ανοικτό Πανεπιστήμιο, τελευταίο έτος, πολυτεχνείο, από το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, εκτός πανεπιστημιούπολης, εκτός των πανεπιστημιακών εγκαταστάσεων, τρίτο έτος, αποβάλλω φοιτητή, τριτοετής, λίστα αριστούχων φοιτητών, κρατικό πανεπιστήμιο, δημόσιο πανεπιστήμιο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης università

πανεπιστήμιο

sostantivo femminile (ίδρυμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Questa città ospita cinque università.
Αυτή η πόλη φιλοξενεί πέντε πανεπιστήμια.

πανεπιστήμιο

sostantivo femminile (τριτοβάθμια εκπαίδευση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dopo essersi diplomata al liceo, è andata all'università.
Αφού τελείωσε το σχολείο, πήγε στο πανεπιστήμιο.

πανεπιστήμιο

sostantivo femminile (μόνο ανώτατη εκπαίδευση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sei andato all'università o hai iniziato a lavorare subito dopo le superiori?
Μετά το λύκειο έπιασες αμέσως δουλειά ή πήγες για σπουδές;

πανεπιστήμιο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Richard e suo fratello hanno frequentato entrambi l'università.

πανεπιστήμιο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πανεπιστήμιο

(δημόσιο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
È andata all'università locale e si è laureata in psicologia.
Πήρε πτυχίο ψυχολογίας από ένα τοπικό κολέγιο.

εστία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σχολή

(πανεπιστημιακή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'intera università ha protestato contro l'introduzione delle tasse universitarie.

πανεπιστημιακή κοινότητα, ακαδημία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Una volta terminato il dottorato voglio continuare a lavorare nel mondo accademico.

πανεπιστήμιο

sostantivo femminile (γενικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Helena si è laureata in una buona università.
Η Έλενα αποφοίτησε από ένα καλό πανεπιστήμιο.

διαπανεπιστημιακός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È stato per molti anni campione interuniversitario nella sua disciplina.

στο πανεπιστήμιο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

το σχολείο που πήγαινα, το παλιό μου σχολείο

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La sua università di provenienza è il Bennington College nel Vermont.

αίτηση σε πανεπιστήμιο, αίτηση για το πανεπιστήμιο

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mia figlia è stata impegnata tutto il fine settimana a compilare la domanda di iscrizione all'università.

λίστα διακριθέντων φοιτητών

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, Ανοικτό Πανεπιστήμιο

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τελευταίο έτος

(πανεπιστήμιο)

πολυτεχνείο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

από το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εκτός πανεπιστημιούπολης, εκτός των πανεπιστημιακών εγκαταστάσεων

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τρίτο έτος

(USA) (πανεπιστήμιο)

Molti istituti accademici offrono agli studenti l'opportunità di trascorrere il terzo anno di università all'estero.

αποβάλλω φοιτητή

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τριτοετής

locuzione aggettivale (USA)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Gary è uno studente al terzo anno di università e sta cercando di decidere se iscriversi alla scuola di specializzazione.

λίστα αριστούχων φοιτητών

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κρατικό πανεπιστήμιο, δημόσιο πανεπιστήμιο

sostantivo femminile

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του università στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του università

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.