Τι σημαίνει το memoria στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης memoria στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του memoria στο Ιταλικό.
Η λέξη memoria στο Ιταλικό σημαίνει μνήμη, μνήμη, μνήμη, συγκράτηση, αποθηκευτικός χώρος, αποθηκευτικός χώρος, ανάμνηση, υπόμνημα, σημείωμα, μνήμη, ανάμνηση, μνήμη, ανάμνηση, μνεία, αναφορά, αναμνηστικό, ενθύμιο, απ'όσο θυμάμαι, από μνήμης, από μνήμης, εις μνήμη,σε ανάμνηση, στη μνήμη, εις μνήμη,σε ανάμνηση, μακροπρόθεσμη μνήμη, μαζική αποθήκευση, Εθνική Ημέρα Μνήμης, συλλογική,κοινωνική μνήμη, καλή μνήμη, απώλεια μνήμης, φωτογραφική μνήμη, δήλωση, αναφορά, μνήμη, εκμάθηση με επανάληψη, αδύναμη μνήμη, πρόσφατη μνήμη, χωρητικότητα μνήμης, ενσωματωμένη μνήμη, ελεύθερη μνήμη, καλή μνήμη, υποτροφία στη μνήμη, παιχνίδι μνήμης, διαρροή μνήμης, αποστήθιση, λειτουργική μνήμη, ενεργός μνήμη, μνήμη φλας, εις μνήμη, εις μνήμη,σε ανάμνηση, ξέρω απέξω, θυμίζω κτ σε κπ, αποστηθίζω, μαθαίνω απ'έξω, μαθαίνω παπαγαλία, παπαγαλίζω, έχω ένα κενό μνήμης, θυμάμαι, αποστηθίζω, ξεχνάω, θυμάμαι, απομνημονεύω, αποστηθίζω, υπενθύμιση, κενό, απώλεια μνήμης, πρόσφατη μνήμη, θυμάμαι, διαγράφω, ξεχνώ, φέρνω στο νου, αποστηθίζω, μνήμη μόνο για ανάγνωση, εις μνήμη κπ, μέσω της επανάληψης, αν θυμάμαι καλά, μπλοκάρω, κολλάω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης memoria
μνήμηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Se la memoria non m'inganna, una volta è anche stato candidato sindaco. Αν η μνήμη μου δε με απατά, κάποτε ήταν υποψήφιος δήμαρχος. |
μνήμηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ho una pessima memoria per i nomi delle persone. Έχω πολύ κακή μνήμη όσον αφορά στα ονόματα των ανθρώπων. |
μνήμηsostantivo femminile (informatica) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il mio computer ha 2 Gb di memoria. Ο καινούριος μου υπολογιστής έχει μνήμη 2 GB. |
συγκράτηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La memoria di Olivia per i fatti è piuttosto notevole, sembra che lei ricordi quasi tutto quello che sente e che legge. Η ικανότητα συγκράτησης στοιχείων της Ολίβια είναι αξιοπρόσεκτη. Φαίνεται να θυμάται όλα όσα ακούει και διαβάζει. |
αποθηκευτικός χώρος(informatica) |
αποθηκευτικός χώροςsostantivo femminile (computer) I computer hanno due tipi di memoria, quella primaria (RAM) e quella secondaria (es. dischi fissi). |
ανάμνηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
υπόμνημα, σημείωμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Η γραμματέας κυκλοφόρησε ένα υπόμνημα όπου αναφέρονταν λεπτομερώς οι αλλαγές. |
μνήμη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Καθώς η Τζανίν γερνούσε, η μνήμη της έφθινε. |
ανάμνηση, μνήμη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I suoi ricordi sono molto offuscati dalla demenza di cui soffre. |
ανάμνηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ci ha intrattenuto con i suoi ricordi d'infanzia. Μας διασκέδασε με τις παιδικές τις αναμνήσεις (or: θύμησες). |
μνεία, αναφορά(in ricordo di [qlcn]) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αναμνηστικό, ενθύμιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Alfonso ha comprato una pietra incisa come ricordo del suo periodo in Indonesia. |
απ'όσο θυμάμαιlocuzione avverbiale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Questa è stata la peggiore tempesta di neve a memoria d'uomo. Ποτέ στα χρονικά δεν έχει υπάρξει χειρότερη χιονοθύελλα. |
από μνήμηςavverbio (λέω) Quella poesia la conosco a memoria. |
από μνήμηςavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Alle elementari ero costretta a recitare lunghe poesie a memoria. |
εις μνήμη,σε ανάμνησηavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Oggi sarebbe stato il centesimo compleanno di mia nonna; accenderò una candela in memoria. |
στη μνήμηaggettivo (κάποιου) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Dopo la morte di Samantha, i suoi genitori hanno creato una borsa di studio dedicata alla memoria della figlia. |
εις μνήμη,σε ανάμνησηpreposizione o locuzione preposizionale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La festa dei lavoratori deve la sua origine alle celebrazioni in memoria dei caduti durante la rivolta di Haymarket. |
μακροπρόθεσμη μνήμη
La mia memoria a lungo termine è a posto, ma non ho idea di cosa abbia fatto stamattina. |
μαζική αποθήκευσηsostantivo femminile (informatica) I CD-ROM, i DVD e i dischi rigidi esterni sono tutti dispositivi utili di memoria di massa. |
Εθνική Ημέρα Μνήμηςsostantivo maschile (USA) (εθνική γιορτή στις ΗΠΑ) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Molte persone visitano i cimiteri e i monumenti commemorativi nel giorno della memoria. |
συλλογική,κοινωνική μνήμηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La memoria collettiva è insieme fondamento e espressione dell'identità di un gruppo. |
καλή μνήμηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ho una buona memoria per i nomi, ma non per le facce. |
απώλεια μνήμηςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Il trauma subito nell'incidente ha causato una totale perdita della memoria. L'amnesia può essere temporanea o permanente. Το χτύπημα που υπέστη στο ατύχημα του προκάλεσε ολική απώλεια μνήμης. Η απώλεια μνήμης μπορεί να είναι προσωρινή ή μόνιμη. |
φωτογραφική μνήμηsostantivo femminile (figurato: di una persona) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La sua memoria fotografica gli fa ricordare tutte le facce dei suoi vecchi compagni di scuola. |
δήλωση, αναφοράsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Secondo questa memoria ufficiale, l'economia statunitense collasserà, senza un intervento del governo. |
μνήμηsostantivo femminile (computer) (Η/Υ) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il mio primo computer aveva solo16 kilobyte di memoria, ma attualmente un pc può avere un giga o più di RAM. |
εκμάθηση με επανάληψη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nonostante molti docenti non lo amino, io credo ancora che l'apprendimento mnemonico sia utile per alcuni argomenti. Il modo migliore di ricordare le tabelline è l'apprendimento mnemonico. Αν και δεν αρέσει σε πολλούς δασκάλους, ακόμη πιστεύω πως η εκμάθηση με επανάληψη είναι χρήσιμη σε κάποια θέματα. |
αδύναμη μνήμηsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ho la memoria molto corta per i nomi. |
πρόσφατη μνήμηsostantivo femminile La sua memoria a breve termine iniziò a perdere colpi quando raggiunse gli 80 anni. |
χωρητικότητα μνήμηςsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ενσωματωμένη μνήμηsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ελεύθερη μνήμη(informatica) (Η/Υ) Il computer di mio marito è lentissimo perché ha quasi esaurito la memoria disponibile. |
καλή μνήμηsostantivo femminile Ha una memoria così acuta, io non potrei proprio ricordare tutte quelle capitali! |
υποτροφία στη μνήμηsostantivo femminile (κάποιου) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παιχνίδι μνήμηςsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διαρροή μνήμηςsostantivo femminile (informatica) (υπολογιστές) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αποστήθισηverbo transitivo o transitivo pronominale (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ho studiato le tabelline imparandole a memoria. |
λειτουργική μνήμη, ενεργός μνήμηsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μνήμη φλαςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
εις μνήμηpreposizione o locuzione preposizionale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La cerimonia di oggi è in memoria di coloro che sono morti nelle due Guerre Mondiali. |
εις μνήμη,σε ανάμνησηpreposizione o locuzione preposizionale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Rendiamo onore ai nostri veterani in memoria del loro servizio. |
ξέρω απέξωverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Gli studenti dovevano sapere la poesia a memoria |
θυμίζω κτ σε κπverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Dici di non ricordare quella notte? Lascia che ti rinfreschi la memoria. |
αποστηθίζω, μαθαίνω απ'έξω, μαθαίνω παπαγαλία, παπαγαλίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Da bambino ho imparato le tabelline a memoria. |
έχω ένα κενό μνήμηςverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
θυμάμαι(figurato: ricordare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποστηθίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεχνάωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato, informale: dimenticanza) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
θυμάμαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La tradizione richiama alla memoria i primi giorni dell'insediamento. |
απομνημονεύω, αποστηθίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Avete dovuto imparare delle poesie a memoria alle elementari? Πρέπει να αποστηθίζεις ποιήματα στο δημοτικό; |
υπενθύμιση(με γενική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Trovare le ricevute dei biglietti del cinema del loro primo appuntamento in fondo ad un cassetto fu un ricordo di tempi più felici. Τα αποκόμματα των κινηματογραφικών εισιτηρίων από το πρώτο τους ραντεβού, τα οποία βρήκε στο πίσω μέρος ενός συρταριού, ήταν μια υπενθύμιση των καλών εποχών της σχέσης τους. |
κενόsostantivo maschile (μεταφορικά: μνήμη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Karen ha avuto un vuoto di memoria riguardo all'anno scorso e non riusciva a ricordare il suo vecchio numero di telefono. Η Κάρεν είχε ένα κενό στη μνήμη της σχετικά με πέρσι. Δε μπορούσε να θυμηθεί το παλιό της τηλέφωνο. |
απώλεια μνήμης
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πρόσφατη μνήμηsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
θυμάμαιverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διαγράφω(μεταφορικά, ανεπίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quando è agitato si dimentica tutto. |
ξεχνώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cercavo di ripensare al nome del cliente, ma ho avuto un vuoto di memoria. |
φέρνω στο νου(figurato) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αποστηθίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μνήμη μόνο για ανάγνωση
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
εις μνήμη κπlocuzione avverbiale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Questa panca è stata costruita in memoria del nonno di Harry. La lapide recitava: "In affettuosa memoria di un amorevole marito e padre". |
μέσω της επανάληψηςlocuzione avverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αν θυμάμαι καλά(espressione) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μπλοκάρω, κολλάω(καθομιλουμένη, ανεπίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Έχω μπλοκάρει (or: κολλήσει) και δεν μπορώ να θυμηθώ το όνομά της. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του memoria στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του memoria
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.