Τι σημαίνει το misura στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης misura στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του misura στο Ιταλικό.

Η λέξη misura στο Ιταλικό σημαίνει τα μέτρα, μέτρηση, μέτρο, μέτρηση, μέτρο, πρότυπο, εγκράτεια, αποχή, διάσταση, ρεκόρ, αυτοσυγκράτηση, αυτοκυριαρχία, μέτρηση, μετριοπάθεια, αυτοσυγκράτηση, διάταξη, μέθοδος μέτρησης, μετρώ, μετράω, μετρώ, μετράω, μετρώ, ζυγίζω, είμαι, μετράω, μετρώ, υπολογίζω, παίρνω τα μέτρα, εκτιμώ, αποτιμώ, αξιολογώ, αμβλύνω, μονάδα μέτρησης, μετρικό σύστημα, ειδικά φτιαγμένος, κατά παραγγελία, προσαρμόζω, μονάδα, μέτρο σύγκρισης, εφαρμοστός, κατά παραγγελία, κομμένος και ραμμένος στα μέτρα κάποιου, φιλικός προς τα παιδιά, κατά παραγγελία, ειδική παραγγελία, extra small, κατά παραγγελία, που δεν μου κάνει καλά, που δεν μου κάθεται καλά, πολύ μεγάλος, υπερβολικά, υπέρμετρα, σε μεγάλο βαθμό, σε μεγάλο βαθμό, επιπροσθέτως, επιπλέον, κατά κάποιο τρόπο, από κάποια άποψη, σε μεγάλο βαθμό, κατά κύριο λόγο, σε μεγάλο βαθμό, κατά κύριο λόγο, κυρίως, υπέρμετρα, όλο και λιγότερο, στο βαθμό που, στο μέτρο που, σε κάποιο βαθμό, πρόχειρη λύση, προσωρινή λύση, μέγεθος κολάρου, κανονικού μεγέθους, συνήθους μέγέθους, μετρητής, όργανο μέτρησης, μονάδα ενέργειας, προληπτικό μέτρο, προσωρινό μέτρο, περίμετρος θώρακα, ειδική παραγγελία, όργανο μέτρησης, όργανο μετρήσεως, στοιχείο μέτρησης αποτελέσματος, χαρακτηριστικό ασφάλειας, στοιχείο ασφάλειας, νούμερο παπουτσιού, φτιάχνω κτ κατά παραγγελία, εξατομικεύω, μεγαλώνω, εξατομικευμένος, μεγάλων μεγεθών, που φτιάχνει ή πουλά ρούχα κατά παραγγελία, συνολικά, που δεν μου κάνει, κατά παραγγελία, περιφέρεια μέσης, προσαρμόζω στις ανάγκες μου, μέτρο προστασίας, διασφαλίζω, περιφρουρώ, ράβω, κατά παραγγελία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης misura

τα μέτρα

sostantivo femminile

Ho le misure della stanza salvate nel computer.
Έχω τα μέτρα του δωματίου στο σημειωματάριό μου.

μέτρηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Lo scienziato ha annotato le misure effettuate dai suoi strumenti.
Ο επιστήμονας σημείωσε τις μετρήσεις από τα όργανά του.

μέτρο

(legge)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La misura è stata approvata dal parlamento.
Το μέτρο εγκρίθηκε από το νομοθετικό σώμα.

μέτρηση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le misurazioni possono essere difficili quando un oggetto è in movimento.
Η μέτρηση μπορεί να είναι δύσκολη όταν το υποκείμενο είναι εν κινήσει.

μέτρο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Questo provvedimento è necessario per garantire la sicurezza di tutti i lavoratori.
Αυτό το μέτρο είναι απαραίτητο για την ασφάλεια όλων των εργαζομένων.

πρότυπο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Si prega di verificare che la quantità contenuta in ciascun barile rispetti la misura.

εγκράτεια, αποχή

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
È saggio comportarsi con sobrietà quando si va alle feste in vacanza per non lasciarsi troppo andare.

διάσταση

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La portata della sua proposta era sconcertante.

ρεκόρ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Il record da battere è 3,2 metri.
Πρέπει να σπάσει το ρεκόρ των 3,2 μέτρων.

αυτοσυγκράτηση, αυτοκυριαρχία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il commento di sua suocera rese Janet furiosa, ma questa mostrò una compostezza considerevole nella sua risposta.
Η Τζάνετ έγινε έξαλλη με το σχόλιο της πεθεράς της αλλά απάντησε με σημαντική αυτοσυγκράτηση (or: αυτοκυριαρχία).

μέτρηση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La tua misurazione è errata, l'hai ricontrollata?

μετριοπάθεια, αυτοσυγκράτηση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διάταξη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Per favore leggi le disposizioni contrattuali riguardo agli orari di lavoro e all'uso delle risorse della ditta.
Παρακαλώ εξοικειώσου με τις διατάξεις της σύμβασής σου που αφορούν τις ώρες εργασίας και τη χρήση εταιρικών πόρων.

μέθοδος μέτρησης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μετρώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (με όργανο μέτρησης)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Devo misurare il legno prima di tagliarlo. Il calciatore ha misurato la distanza dalla porta.
Πρέπει να πάρω μέτρα πριν κόψω το ξύλο.

μετράω, μετρώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'acqua qui viene misurata da un contatore, quindi paghiamo a consumo.
Το νερό εδώ μετράται και έτσι πληρώνουμε για όσο χρησιμοποιούμε.

μετράω, μετρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Adesso misura le prossime dieci tavole da tagliare.

ζυγίζω

(una parte)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

είμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Η Άγκνες είναι 1,52 χωρίς τα παπούτσια της.

μετράω, μετρώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il termometro misurava la temperatura del motore.
Το θερμόμετρο μέτρησε τη θερμοκρασία του κινητήρα.

υπολογίζω

(stimare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ron cercò di misurare la distanza fra gli alberi.
Ο Ρον προσπάθησε να υπολογίσει την απόσταση μέχρι τα δέντρα.

παίρνω τα μέτρα

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάποιου)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'assistente prese le misure a Liz e le portò vari jeans da indossare.

εκτιμώ, αποτιμώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gli amministratori valutarono i beni dell'azienda.
Οι εκκαθαριστές υπολόγισαν την αξία των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας.

αξιολογώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il consiglio valutava i candidati per il lavoro.
Η επιτροπή αξιολόγησε τους υποψήφιους για τη δουλειά.

αμβλύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kelsey misurava sempre le sue affermazioni per evitare di offendere qualcuno.
Η Κέλσι σουλουπώνει πάντα τις δηλώσεις της για να αποφύγει να προσβάλει τον κόσμο.

μονάδα μέτρησης

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Negli Stati Uniti come unità di misura si usano le libbre.
Στις ΗΠΑ χρησιμοποιούν τις λίβρες ως μονάδα μέτρησης.

μετρικό σύστημα

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Il litro è un'unità di misura dei liquidi.
Το λίτρο είναι ένα μετρικό σύστημα για τα υγρά.

ειδικά φτιαγμένος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κατά παραγγελία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I motociclisti ammiravano tutte le personalizzazioni sulle moto parcheggiate fuori dal bar.

προσαρμόζω

(στις ανάγκες κάποιου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Questo negozio personalizza ogni mobile secondo le specifiche del cliente.
Αυτό το μαγαζί προσαρμόζει όλα τα έπιπλα που φτιάχνει στις προδιαγραφές του αγοραστή.

μονάδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Un centimetro è un'unità di lunghezza.
Το εκατοστό είναι μια μονάδα μέτρησης.

μέτρο σύγκρισης

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εφαρμοστός

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Aveva capelli biondi ossigenati e indossava un abito su misura.
Είχε κατάξανθα μαλλιά και φορούσε ένα εφαρμοστό κοστούμι.

κατά παραγγελία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il milionario indossava solo vestiti su misura.

κομμένος και ραμμένος στα μέτρα κάποιου

locuzione aggettivale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Savile Row è il miglior posto in cui farsi fare un completo su misura.

φιλικός προς τα παιδιά

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Certe aziende sono diventate attente ai bisogni dei bambini e offrono degli asili infantili per i dipendenti.

κατά παραγγελία

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Queste librerie sono fatte su misura per entrare in quella nicchia nel salotto.

ειδική παραγγελία

aggettivo

Abbiamo comprato le modanature tagliate su misura in modo da poterle mettere su rapidamente.

extra small

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

κατά παραγγελία

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Questo sarto è specializzato in abiti da uomo su misura.

που δεν μου κάνει καλά, που δεν μου κάθεται καλά

locuzione aggettivale (indumenti)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πολύ μεγάλος

υπερβολικά, υπέρμετρα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σε μεγάλο βαθμό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le possibilità di rielezione del presidente sono collegate in larga parte alla salute dell'economia.

σε μεγάλο βαθμό

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'uomo condivide in gran parte il DNA con lo scimpanzé.

επιπροσθέτως, επιπλέον

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κατά κάποιο τρόπο, από κάποια άποψη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σε μεγάλο βαθμό, κατά κύριο λόγο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σε μεγάλο βαθμό, κατά κύριο λόγο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κυρίως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Le vittime erano soprattutto donne e bambini.
Τα θύματα ήταν κυρίως γυναίκες και παιδιά.

υπέρμετρα

locuzione avverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

όλο και λιγότερο

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

στο βαθμό που, στο μέτρο που

(entro un limite, una circostanza)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ήταν αντίπαλοι στο βαθμό που είχαν εκδώσει και οι δύο εργασίες στο ίδιο θέμα. Οι κανόνες - στο βαθμό που υπάρχουν - γενικά αγνοούνται.

σε κάποιο βαθμό

locuzione avverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πρόχειρη λύση, προσωρινή λύση

Il dentista fece un'otturazione al paziente come soluzione temporanea in attesa di applicare una capsula.

μέγεθος κολάρου

sostantivo femminile (ενδύματα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Quel collo grosso richiede una misura del collo più grande.

κανονικού μεγέθους, συνήθους μέγέθους

sostantivo femminile

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Nel linguaggio del marketing, la misura più piccola viene definita "misura standard".

μετρητής, όργανο μέτρησης

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μονάδα ενέργειας

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'unità di misura della potenza è il "watt".

προληπτικό μέτρο

sostantivo femminile

Alcune donne usano la pillola contraccettiva come misura preventiva per evitare una gravidanza. // Lavarsi le mani frequentemente è una misura preventiva contro le malattie.

προσωρινό μέτρο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il laccio emostatico è una misura temporanea per bloccare il sanguinamento fino a che il dottore non potrà cucire la ferita.

περίμετρος θώρακα

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A causa della sua grande misura del torace, la camicia non gli stava.

ειδική παραγγελία

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

όργανο μέτρησης, όργανο μετρήσεως

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στοιχείο μέτρησης αποτελέσματος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χαρακτηριστικό ασφάλειας, στοιχείο ασφάλειας

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
L'aggiunta dei corrimani alle scale esterne del tribunale è stata un'importante misura di sicurezza della ristrutturazione.

νούμερο παπουτσιού

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φτιάχνω κτ κατά παραγγελία

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Visto che non gli piacevano le scrivanie che aveva visto in vendita, ne fece creare una su misura per il suo nuovo ufficio.

εξατομικεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μεγαλώνω

(σε μέγεθος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξατομικευμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Diane sta seguendo una dieta personalizzata.
Η Νταϊάν ακολουθεί ένα εξατομικευμένο πρόγραμμα διατροφής.

μεγάλων μεγεθών

(abiti) (ρούχα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il grande magazzino ha aggiunto una collezione di abiti di taglia forte.

που φτιάχνει ή πουλά ρούχα κατά παραγγελία

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A Londra Savile Row è famosa per la sartoria su misura.

συνολικά

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Questo editor di testo ti permette di sovrascrivere gli errori in misura globale o individuale.

που δεν μου κάνει

locuzione aggettivale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il vestito era chiaramente della misura sbagliata, così l'ha riportato al negozio.
Το κουστούμι δεν του έκανε καθόλου καλά και το επέστρεψε στο κατάστημα.

κατά παραγγελία

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il nostro forte è dare un servizio su misura ad ogni cliente.

περιφέρεια μέσης

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προσαρμόζω στις ανάγκες μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La donna ha personalizzato i suoi vestiti tagliandoli su misura.

μέτρο προστασίας

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Jim appoggiò una pietra di fronte alla ruota come misura di sicurezza per evitare che l'auto scivolasse giù per la collina.

διασφαλίζω, περιφρουρώ

sostantivo femminile

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ράβω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mary confezionò il materiale su misura in un vestito.
Η Μαίρη έραψε ένα κοστούμι από το υλικό.

κατά παραγγελία

locuzione aggettivale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Il falegname costruì una credenza su misura per riempire lo spazio.
Ο ξυλουργός έφτιαξε ένα ντουλάπι κατά παραγγελία για να γεμίσει ο χώρος.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του misura στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.