Τι σημαίνει το prezzo στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης prezzo στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του prezzo στο Ιταλικό.
Η λέξη prezzo στο Ιταλικό σημαίνει κόστος, τίμημα, τιμή, εισιτήριο, αριθμός, είσοδος, με μειωμένη τιμή, τιμή ευκαιρίας, που αξίζει τα λεφτά του, διατίμηση, παζαρεύω, πληρώνω, που φέρει τιμή, φθηνός, φτηνός, υπερτιμημένος, ακριβός, με μειωμένη τιμή, σε τιμή έκπτωσης, όσο και αν κάνει, σε τιμή έκπτωσης, με υψηλό κόστος, με υψηλό κόστος, σε τιμή ευκαιρίας, σε καλή τιμή, έχοντας κάποιο κόστος, αεροπορικό εισιτήριο, δυο στην τιμή του ενός, τιμή πώλησης, βασική τιμή, προκαθορισμένη τιμή, συγκεκριμένη τιμή, καλή τιμή, πολύ καλή τιμή, μισή τιμή, τιμή, τιμή με την έκπτωση, τιμή μετά την έκπτωση, τιμή μετρητοίς, τιμή κλεισίματος, έκπτωση, λογική τιμή, φτηνό εστιατόριο, μαγειρείο, υψηλή τιμή, αντίτιμο/λύτρα σιωπής, χαμηλή τιμή, λογική τιμή, λογική τιμή, καθαρή τιμή, ονομαστική αξία, τιμή προσφοράς, τιμή προσφοράς, άνοιγμα μετοχής, δείκτης τιμής προς κέρδη, τελική τιμή, λογική χρέωση, λογική χρέωση, προτεινόμενη τιμή, μειωμένη τιμή, έκπτωση, τιμή πώλησης, λογική τιμή, κουβέρ, φιλοδώρημα, πολύ υψηλή/υπερβολική τιμή, υψηλότερο κόστος, κόστος κατά μονάδα, κόστος κατά μονάδα, χονδρική πώληση, τιμή εισιτηρίου, πάγια χρηματική αμοιβή, τιμή λιανικής, λιανική τιμή, τιμή μετοχής, προσδοκώμενη τιμή, κατώτατη τιμή, ελάχιστη τιμή, πλήρης τιμή, υψηλότερη τιμή, τιμή που χρεώθηκε, υψηλή τιμή, ελάχιστη τιμή, τιμή, δημοσιευμένος ναύλος, τιμή αγοράς, τιμή για άμεση παράδοση, αξία μεταπώλησης, τιμή άσκησης, μενού προκαθορισμένης τιμής, τιμή καταλόγου, αναγραφόμενη τιμή, συγκεκριμένο μενού, συνιστώμενη τιμή κατασκευαστή, μειωμένη τιμή, πολλά λεφτά, Προτεινόμενη Λιανική Τιμή, κοστίζω, στοιχίζω, πέφτει η τιμή μου, ορίζω, κανονίζω την τιμή, πληρώνω τον λογαριασμό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης prezzo
κόστοςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La riforma del sistema sanitario avrà un prezzo altissimo. |
τίμημαsostantivo maschile (figurato) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Alcuni dicono che le guerre sono il prezzo della libertà. |
τιμήsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Qual è il prezzo attuale dell'oro? Ποια είναι η τιμή του χρυσού αυτή τη στιγμή; |
εισιτήριο(λεωφορείο, μετρό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Kyle ha pagato la tariffa ed è sceso dal taxi. Ο Κάιλ πλήρωσε το κόμιστρο και βγήκε από το ταξί. |
αριθμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Non so quanto far pagare, ma ho in mente una cifra. Δεν είμαι σίγουρος πόσα να χρεώσω, αν και έχω έναν αριθμό κατά νου. |
είσοδος
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quanto costa l'ingresso allo spettacolo delle 8.00? Πόσο κοστίζει τον εισιτήριο για την παράσταση των οκτώ; |
με μειωμένη τιμήaggettivo (prezzo) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τιμή ευκαιρίας(informale: prezzo conveniente) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Al negozio dell'usato si possono fare degli affari sui vestiti di seconda mano ancora buoni. |
που αξίζει τα λεφτά του
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Οι διακοπές άξιζαν τα λεφτά τους. Τα προϊόντα με την επωνυμία του καταστήματος αξίζουν τα λεφτά τους. |
διατίμηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
παζαρεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mia zia va sempre a fare le compere al mercato invece che nei negozi delle grandi catene perché le piace contrattare. |
πληρώνω(avere un determinato prezzo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
που φέρει τιμή
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La merce prezzata è ora pronta per essere esposta. |
φθηνός, φτηνός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
υπερτιμημένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le auto di lusso sono troppo costose; ci sono molte automobili meno care di qualità simile. |
ακριβός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
με μειωμένη τιμή
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Se compri a prezzo scontato, non puoi pretendere la qualità. |
σε τιμή έκπτωσης
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La carta studenti ti permette di acquistare i biglietti del treno a un prezzo scontato. |
όσο και αν κάνει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Bob era disposto ad acquistare il quadro a qualunque prezzo. |
σε τιμή έκπτωσης
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
με υψηλό κόστος
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
με υψηλό κόστος
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σε τιμή ευκαιρίας(πολύ φθηνά) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Sono riuscito a comprare tutto un nuovo guardaroba di abbigliamento a un buon prezzo. |
σε καλή τιμή
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sono riuscito a comprare il mio PC a un buon prezzo. |
έχοντας κάποιο κόστοςlocuzione avverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αεροπορικό εισιτήριοsostantivo maschile (di aereo) Vorrei tanto visitare i miei parenti in Sud Africa, ma non mi posso permettere il costo del biglietto. |
δυο στην τιμή του ενός
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τιμή πώλησηςsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il prezzo richiesto per il vaso è di £25. |
βασική τιμήsostantivo maschile Il prezzo base è $20,00; se vuoi uno stereo o l'aria condizionata sono da pagare extra. |
προκαθορισμένη τιμή, συγκεκριμένη τιμήsostantivo maschile In generale, i grandi magazzini vendono la merce a un prezzo fisso. |
καλή τιμήsostantivo maschile L'albergo fa dei buoni prezzi per le camere. |
πολύ καλή τιμήsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) È un ottimo prezzo per una macchina con queste caratteristiche. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Βρήκα ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο σε τιμή ευκαιρίας και το αγόρασα. |
μισή τιμήsostantivo femminile Il negozio vende molti vestiti a metà prezzo durante i saldi. |
τιμήsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ho tolto l'etichetta del prezzo prima di incartare il maglione. |
τιμή με την έκπτωση, τιμή μετά την έκπτωσηsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Persino il prezzo scontato è più di quanto io sia disposto a pagare. |
τιμή μετρητοίςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Il prezzo per pagamento in contanti sull'acquisto di un auto può arrivare al 10% in meno rispetto all'acquisto a rate. |
τιμή κλεισίματοςsostantivo maschile (borsistico) (χρηματιστήριο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ieri il prezzo di chiusura delle mie azioni era più alto del giorno precedente. |
έκπτωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) In quel negozio mi fanno prezzi scontati perché il direttore è mio marito. Έχω έκπτωση σε αυτό το κατάστημα, γιατί διευθυντής είναι ο άντρας μου. |
λογική τιμή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ho pagato la mia macchina 2.000 sterline: all'epoca mi sembrava un prezzo giusto. |
φτηνό εστιατόριο, μαγειρείοsostantivo maschile (ΗΠΑ,αργκό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
υψηλή τιμήsostantivo maschile (figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ha pagato a caro prezzo fama e notorietà: non ha più privacy ed è sempre in viaggio, lontano dalla famiglia. |
αντίτιμο/λύτρα σιωπήςsostantivo maschile (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χαμηλή τιμήsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Un prezzo basso non sempre significa mancanza di qualità ma è un buon indicatore. |
λογική τιμήsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Questo negozio vende vestiti ad un prezzo onesto. |
λογική τιμήsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καθαρή τιμήsostantivo maschile |
ονομαστική αξίαsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τιμή προσφοράςsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il prezzo di vendita è 200.000 €, ma credo proprio che dovranno accontentarsi di meno. |
τιμή προσφοράςsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il prezzo di vendita di quelle azioni è troppo alto. |
άνοιγμα μετοχήςsostantivo maschile (borsa valori) (χρηματιστήριο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
δείκτης τιμής προς κέρδηsostantivo maschile (economia) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
τελική τιμήsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Questo e il prezzo tutto incluso, quindi comprende anche i costi di spedizione. |
λογική χρέωσηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
λογική χρέωσηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προτεινόμενη τιμήsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Molti spacci gonfiano i prezzi consigliati. |
μειωμένη τιμή, έκπτωσηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τιμή πώλησηςsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sono quasi svenuto quando ho sentito il prezzo di vendita della casa. |
λογική τιμή
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Spero di spuntare un prezzo ragionevole per il vecchio pianoforte di mia madre. |
κουβέρ, φιλοδώρημαsostantivo maschile (ristorante) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il conto del ristorante contiene il 10% di costo di servizio. |
πολύ υψηλή/υπερβολική τιμήsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
υψηλότερο κόστοςsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Dovrai pagare un prezzo più alto se vuoi i biglietti per lo spettacolo teatrale di stasera. |
κόστος κατά μονάδαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κόστος κατά μονάδαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
χονδρική πώλησηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il prezzo all'ingrosso è sempre molto più basso di quello al dettaglio. |
τιμή εισιτηρίου(costo del biglietto) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il primo gennaio il biglietto dell'autobus è aumentato da 90 pence a 1,30 sterline. |
πάγια χρηματική αμοιβή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Pagava una tariffa fissa di $50 al mese per la bolletta del telefono. |
τιμή λιανικής, λιανική τιμήsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Non pago mai il prezzo pieno al dettaglio perché so contrattare. |
τιμή μετοχήςsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Finora, nel corso di quest'anno, i prezzi delle azioni si sono abbassati di un quinto. |
προσδοκώμενη τιμή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κατώτατη τιμή, ελάχιστη τιμήsostantivo maschile A volte, i governi fissano dei prezzi minimi per proteggere le industrie dalla concorrenza straniera. |
πλήρης τιμήsostantivo maschile (χωρίς έκπτωση) In alta stagione, per qualunque biglietto aereo dovrai pagare il prezzo pieno. |
υψηλότερη τιμήsostantivo maschile (για προϊόν) |
τιμή που χρεώθηκεsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Si prega di confermare il prezzo in fattura e di fare una copia della fattura. |
υψηλή τιμή
Qui da XYZ trovi sempre una qualità elevata senza pagare un prezzo elevato. |
ελάχιστη τιμή
|
τιμή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δημοσιευμένος ναύλος(letteralmente) La tariffa pubblicata per il treno Parigi-Londra è 250 euro. |
τιμή αγοράςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Nel corso degli anni, il prezzo di acquisto di un'auto nuova è aumentato significativamente. |
τιμή για άμεση παράδοση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αξία μεταπώλησης
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
τιμή άσκησηςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μενού προκαθορισμένης τιμήςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) I lavoratori scelgono sempre il menù a prezzo fisso. |
τιμή καταλόγουsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αναγραφόμενη τιμήsostantivo maschile |
συγκεκριμένο μενού
|
συνιστώμενη τιμή κατασκευαστήsostantivo maschile (dal produttore) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μειωμένη τιμήsostantivo maschile |
πολλά λεφτάsostantivo maschile |
Προτεινόμενη Λιανική Τιμήsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κοστίζω, στοιχίζωpreposizione o locuzione preposizionale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πέφτει η τιμή μουverbo intransitivo (γίνομαι λιγότερο ακριβός) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quel computer scenderà di prezzo quando quando uscirà un modello più veloce. Θα αγοράσω το καινούριο μοντέλο κινητού όταν πέσει η τιμή του. |
ορίζω, κανονίζω την τιμήverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) il management si è incontrato per fissare il prezzo della nuova linea di prodotti. |
πληρώνω τον λογαριασμόverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του prezzo στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του prezzo
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.