Τι σημαίνει το mercato στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης mercato στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mercato στο Ιταλικό.

Η λέξη mercato στο Ιταλικό σημαίνει αγορά, αγορά, αγορά, αγορά, αγορά, εμπόριο, αγορά, παρουσία, αγορά, υπαίθρια αγορά, αγορά, πουλάω, πουλώ, φτηνιάρικος, πάγκος, διαπραγµατεύσιµο αµοιβαίο κεφάλαιο, διακινώ κτ παράνομα, φτηνά, εξυγίανση της αγοράς, στραγγαλισμός της αγοράς, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, αγορά που υφίσταται κρίση, ευημερία, ευπραγία, θετική τάση στο χρηματιστήριο, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, υπαίθρια αγορά, ανάλυση αγοράς, αναλυτής αγοράς, αναλύτρια αγοράς, έρευνα αγοράς, χρηματαγορά, αγορά με ανοδική τάση, συνθήκες στην αγορά που ευνοούν τους πωλητές, δουλοπάζαρο, σκλαβοπάζαρο, χρηματοοικονομική ανάλυση τάσεων, μαύρη αγορά, αγορά ακινήτων, αγορά εργασίας, μερίδιο αγοράς, αγοραία αξία, διαπραγματευτική αξία, εμπορική αξία, κοινό, αγορά, κεντρική πλατεία, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, χώρος αγοραπωλησίας βοοειδών, εγχώρια αγορά, αντικειμενική αξία, λαϊκή αγορά, χρηματιστήριο, ανθαγορά, προθεσμιακή αγορά, παγκόσμια αγορά, στρατηγική εισόδου στην αγορά, ηγέτης της αγοράς, θέση στην αγορά, διαδικασία της αγοράς, τομέας αγοράς, ανάκληση προϊόντος, ευρύ καταναλωτικό κοινό, ιχθυαγορά, ανοικτή αγορά, Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, αγορά εργασίας, ελεύθερη αγορά, κεφαλαιαγορά, σύστημα ελεύθερης αγοράς, σύστημα ελεύθερης οικονομίας, κρεαταγορά, διαπραγµατεύσιµο αµοιβαίο κεφάλαιο, στοιχεία της αγοράς, δυνάμεις της αγοράς, συμφέρω, βγάζω κτ προς πώληση, μονοπωλώ την αγορά, κάνω κτ να κλείσει, οδηγώ κτ στο κλείσιμο, οδηγώ κτ στην πτώχευση, υπερεκτιμώ την αγοραστική αξία, μαζικής παραγωγής, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, της ελεύθερης αγοράς, στο τέλος του κύκλου ζωής του, ψαραγορά, αγορά μη αυθεντικών ανταλλακτικών και εξαρτημάτων, φτηνά, οικονομικά, τιμή αγοράς, πραγματική εμπορική αξία, ζήτηση της αγοράς, αγορά λιανικού εμπορίου, αγορά λιανικής, πόλη, εκδήλωση όπου οι συμμετέχοντες ανταλλάζουν αντικείμενα του ενδιαφέροντός τους. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης mercato

αγορά

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il mercato è stato montato alle 4 del mattino.
Έστησαν τη λαϊκή στις τέσσερις το πρωί.

αγορά

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il mercato delle case nuove è forte.
Η αγορά καινούριων ακινήτων είναι ισχυρή.

αγορά

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Credo che ci sia un grande mercato per le moto personalizzate.
Πιστεύω πως υπάρχει μεγάλη αγορά για μηχανές.

αγορά

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il mercato del lavoro è cambiato immensamente negli ultimi trent'anni.
Η αγορά εργασίας έχει αλλάξει δραματικά τα τελευταία 30 χρόνια.

αγορά

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εμπόριο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
In un mercato libero e aperto, la nostra merce è competitiva.

αγορά

sostantivo maschile (figurato) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il mondo accademico è un mercato di idee.

παρουσία

sostantivo maschile (azienda: paesi di presenza)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il mercato europeo dell'azienda è salito a 20 nazioni.

αγορά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Gli artigiani di paese vendono i loro prodotti nella piazza del mercato.

υπαίθρια αγορά

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Il mercato settimanale è un buon posto per fare buoni affari.
Στο παζάρι που γίνεται κάθε εβδομάδα, μπορεί κανείς να βρει προϊόντα σε τιμή ευκαιρίας.

αγορά

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Oggi il mercato azionario è sceso del 2%.
Η αγορά σημείωσε πτώση 2% σήμερα.

πουλάω, πουλώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La caffetteria ha iniziato a vendere le sue speciali bevande natalizie ai primi di novembre.

φτηνιάρικος

(a basso prezzo) (καθομιλουμένη, μειωτικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πάγκος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Julie ha una bancarella dove vende frutta e verdura.
Η Τζούλι έχει ένα πάγκο στη λαϊκή αγορά, όπου πουλάει φρούτα και λαχανικά.

διαπραγµατεύσιµο αµοιβαίο κεφάλαιο

(tipo di fondo d'investimento)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

διακινώ κτ παράνομα

Per anni contrabbandò passaporti agli immigrati illegali.

φτηνά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Con un po' di programmazione e creatività è possibile viaggiare in giro per l'Europa spendendo poco.

εξυγίανση της αγοράς

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Dopo il ridimensionamento del mercato, in città sono rimasti solo alcuni esercizi commerciali.

στραγγαλισμός της αγοράς

sostantivo femminile (finanza) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
L'azienda sta affrontando una denuncia per monopolizzazione del mercato.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

sostantivo maschile (finanza: titoli)

αγορά που υφίσταται κρίση

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I prezzi del petrolio sono attualmente in un mercato al ribasso.

ευημερία, ευπραγία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
C'è un mercato in crescita di applicazioni per telefoni cellulari.

θετική τάση στο χρηματιστήριο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Per fare soldi in un mercato al rialzo non serve essere un genio della finanza.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

sostantivo maschile

υπαίθρια αγορά

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Un famoso mercato delle pulci è quello di Portobello a Londra.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Στην τοπική υπαίθρια αγορά μπορείς να βρεις πραγματικές ευκαιρίες.

ανάλυση αγοράς

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αναλυτής αγοράς, αναλύτρια αγοράς

sostantivo maschile

έρευνα αγοράς

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Recenti ricerche di mercato hanno mostrato la tendenza dei consumatori a preferire merce economica.

χρηματαγορά

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αγορά με ανοδική τάση

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Voi giovani dimenticate che un mercato in crescita non dura per sempre.

συνθήκες στην αγορά που ευνοούν τους πωλητές

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δουλοπάζαρο, σκλαβοπάζαρο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Suo nonno fu venduto al mercato degli schiavi per 100 $.

χρηματοοικονομική ανάλυση τάσεων

sostantivo maschile (finanza)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'analisi dell'andamento del mercato prevede che l'indice di borsa passerà presto a 10000 punti.

μαύρη αγορά

sostantivo maschile

Sebbene sia illegale, molta gente acquista merci al mercato nero. Le statistiche economiche ufficiali non considerano il giro d'affari del mercato nero.
Αν και είναι παράνομο, πολλοί αγοράζουν εμπορεύματα στη μαύρη αγορά. Τα επίσημα οικονομικά στατιστικά στοιχεία δεν συμπεριλαμβάνουν την οικονομία της μαύρης αγοράς.

αγορά ακινήτων

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il mercato immobiliare ha subito un crollo notevole durante la crisi economica del 2009.

αγορά εργασίας

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I nostri corsi di formazione devono corrispondere alle esigenze del mercato del lavoro. Il mercato del lavoro è debole in questo momento, con pochi posti disponibili anche per lavoratori qualificati.
Τα μαθήματα θα έπρεπε να ταιριάζουν με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Η αγορά εργασίας είναι αδύναμη αυτόν τον καιρό και προσφέρει ελάχιστες θέσεις, ακόμη και για άτομα με προσόντα.

μερίδιο αγοράς

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Con la crescente popolarità della Apple, la Microsoft ha visto diminuire la sua quota di mercato.
Με την αύξηση της δημοτικότητας της Apple, η Microsoft είδε το μερίδιο αγοράς της να μειώνεται.

αγοραία αξία, διαπραγματευτική αξία, εμπορική αξία

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il valore di mercato è 100$ ma, visto che sei di famiglia, te lo vendo a 50$.

κοινό

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αγορά

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Per vendere queste nuove borse di pelle, dobbiamo definire il nostro mercato di riferimento.

κεντρική πλατεία

sostantivo femminile (di paese)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

sostantivo maschile

χώρος αγοραπωλησίας βοοειδών

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ha venduto una mandria al mercato del bestiame.

εγχώρια αγορά

sostantivo maschile

Tre quarti degli avocado messicani sono consumati dal mercato interno.

αντικειμενική αξία

sostantivo maschile

λαϊκή αγορά

sostantivo maschile

χρηματιστήριο

(finanza)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ogni nazione ha il suo mercato azionario; negli Stati Uniti, il principale è il New York Stock Exchange.

ανθαγορά

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Se vai ad Amsterdam, una tappa obbligatoria è il mercato dei fiori; è qualcosa di incredibile!

προθεσμιακή αγορά

sostantivo maschile (finanza) (χρηματοοικονομικά)

παγκόσμια αγορά

sostantivo maschile

στρατηγική εισόδου στην αγορά

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ηγέτης της αγοράς

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Con il lancio dell'iPod, la Apple è diventata leader di mercato dei lettori mp3.

θέση στην αγορά

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La posizione di mercato dell'azienda è scesa negli ultimi anni.

διαδικασία της αγοράς

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τομέας αγοράς

sostantivo maschile (οικονομία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανάκληση προϊόντος

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Le campagne di richiamo per prodotti per bambini sembrano essere innumerevoli.

ευρύ καταναλωτικό κοινό

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
L'automobile è stata progettata nuovamente per attirare il mercato di massa.
Το αυτοκίνητο ανασχεδιάστηκε, προκειμένου να έχει απήχηση στο ευρύ καταναλωτικό κοινό.

ιχθυαγορά

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανοικτή αγορά

sostantivo maschile (economia) (οικονομία)

Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς

sostantivo maschile (USA: ente di controllo della Borsa)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αγορά εργασίας

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ελεύθερη αγορά

sostantivo maschile

κεφαλαιαγορά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σύστημα ελεύθερης αγοράς, σύστημα ελεύθερης οικονομίας

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κρεαταγορά

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διαπραγµατεύσιµο αµοιβαίο κεφάλαιο

sostantivo maschile (finanza)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

στοιχεία της αγοράς

sostantivo plurale maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δυνάμεις της αγοράς

sostantivo plurale femminile

Le forze di mercato detteranno il successo di questo nuovo modello di investimento.

συμφέρω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quei guanti sono un buon affare a sole £5 al paio.

βγάζω κτ προς πώληση

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Hanno messo la casa in vendita un anno fa, ma non l'hanno ancora venduta.

μονοπωλώ την αγορά

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'azienda ha monopolizzato il mercato nella vendita di libri online.

κάνω κτ να κλείσει, οδηγώ κτ στο κλείσιμο, οδηγώ κτ στην πτώχευση

verbo transitivo o transitivo pronominale (επιχείρηση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υπερεκτιμώ την αγοραστική αξία

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μαζικής παραγωγής

locuzione aggettivale

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
L'era dei quotidiani come prodotti economici per il mercato di massa sta finendo velocemente.
Γρήγορα παρέρχεται η εποχή των εφημερίδων ως φθηνών, μαζικής παραγωγής αγαθών.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

sostantivo maschile (finanza: mutui)

της ελεύθερης αγοράς

locuzione aggettivale

στο τέλος του κύκλου ζωής του

(prodotto)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ψαραγορά

(uso comune)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il ristorante acquista tutti i suoi sgombri ai mercati del pesce locali.

αγορά μη αυθεντικών ανταλλακτικών και εξαρτημάτων

sostantivo maschile (automobili: pezzi di ricambio) (κατά λέξη)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

φτηνά

(con pochi soldi)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Costruiremo questa casa in economia.

οικονομικά

locuzione avverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

τιμή αγοράς

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πραγματική εμπορική αξία

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ζήτηση της αγοράς

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αγορά λιανικού εμπορίου, αγορά λιανικής

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πόλη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εκδήλωση όπου οι συμμετέχοντες ανταλλάζουν αντικείμενα του ενδιαφέροντός τους

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mercato στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.