Τι σημαίνει το favore στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης favore στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του favore στο Ιταλικό.
Η λέξη favore στο Ιταλικό σημαίνει χάρη, προτίμηση, συμπάθεια, χάρη, προτίμηση, καλή θέληση, καλοσύνη, αποδοχή, χαριστικός, υπέρ, υπέρ σου, μπορείτε παρακαλώ...;, στο σκοτάδι, κάνε μου τη χάρη να κάνεις κτ, κάνε μου τη χάρη να κάνεις κτ, χαρακτηριστικό αντικειμένου προς πώληση που το κάνει ιδιαίτερα ελκυστικό, χάρη σε ειδική περίπτωση, υπέρ, υπέρ, επιλέγω, διαλέγω, ζητώ μια χάρη, κάνω τη χάρη σε κπ, κάνω μια χάρη σε κπ, υποστηρίζω, υπερασπίζομαι, προνομιακός, υπέρ, υπέρ, χαριστικά, χαριστικώς, αυτός που έδωσε θετική ψήφο, αυτός που ψήφισε ναι, όσοι είναι υπέρ, ζητώ μια χάρη, υποστηρίζω, βοηθάω, βοηθώ, ευμενής, πλεονεκτικός, έλα!, όχι δα!, ζητώ μια χάρη, έχω απήχηση, συμφωνώ με κτ, υποστηρίζω κτ, υπέρ, υπέρ, υποστηρίζω, κάνω διακρίσεις υπέρ κάποιου, υπέρ, παρακαλώ, υπέρ των αμβλώσεων, ιδιαίτερη μεταχείριση, ειδική μεταχείριση, προνομιακή μεταχείριση, τα καταφέρνω, κληροδοτώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης favore
χάρη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Fammi un favore, prestami 50 $. Κάνε μου τη χάρη και δάνεισέ μου 50 δολάρια. |
προτίμηση, συμπάθεια(favore di [qlcn]) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ruth alza la mano ad ogni domanda nel tentativo di entrare nelle grazie dell'insegnante. |
χάρη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προτίμησηsostantivo femminile (positivo: rivolto a persone) (για κάποιον/κάτι) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La sua propensione per le impiegate attraenti era evidente. Η προτίμησή του προς τις εμφανίσιμες υπαλλήλους ήταν εμφανής. |
καλή θέληση
Βοηθήσαμε τους γείτονες να επισκευάσουν τον φράκτη τους ως κίνηση καλής θέλησης. |
καλοσύνη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sean voleva trovare un modo per ripagare la cortesia dell'amico. |
αποδοχή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il prodotto gode di grande apprezzamento tra i professionisti di città. Το προϊόν έχει ευρεία αποδοχή από τους επαγγελματίες των αστικών περιοχών. |
χαριστικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
υπέρ
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Raccolgo denaro a favore della mia associazione di beneficenza preferita. |
υπέρ σου(informale) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Spero che la faccenda si risolva a tuo favore. |
μπορείτε παρακαλώ...;(informale) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Μπορείτε παρακαλώ να μου πείτε που βρίσκεται το μπάνιο; |
στο σκοτάδιlocuzione avverbiale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνε μου τη χάρη να κάνεις κτ(informale) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνε μου τη χάρη να κάνεις κτ(informale) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χαρακτηριστικό αντικειμένου προς πώληση που το κάνει ιδιαίτερα ελκυστικόsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il principale argomento di vendita della macchina sta nell'efficienza della carburazione. |
χάρη σε ειδική περίπτωση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υπέρ
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Nel 2008 c'erano più americani a favore di Barack Obama rispetto a quanti ce ne fossero per John McCain. |
υπέρ(με γενική) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Il ministro si è espresso in difesa delle leggi anti-inquinamento. |
επιλέγω, διαλέγω(κάτι αντί για κάτι άλλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Προτιμήσαμε ένα μικρότερο, πιο οικονομικό αμάξι. |
ζητώ μια χάρηverbo transitivo o transitivo pronominale (rivolto a persone) Posso chiederti un favore? Mi annaffi il giardino mentre sono fuori città? Μπορώ να ζητήσω μια χάρη; Θα μπορούσες να ποτίζεις τον κήπο μου όσο θα λείπω; |
κάνω τη χάρη σε κπ, κάνω μια χάρη σε κπverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Puoi farmi un favore? Mi imbuchi questa lettera? Μπορείς να μου κάνεις τη χάρη να μου ταχυδρομήσεις αυτό το γράμμα; |
υποστηρίζω(άποψη, θέση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Raccomanda di ritornare al vecchio modello di impresa. Υποστηρίζει την επιστροφή στο παλιό μοντέλο εργασίας. |
υπερασπίζομαιverbo riflessivo o intransitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il nostro fratello maggiore si schierò a favore di mia sorella quando la mamma la stava sgridando. |
προνομιακόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il sistema di assunzione preferenziale ha favorito i candidati maschi. |
υπέρ(με γενική) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) |
υπέρ
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
χαριστικά, χαριστικώςlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αυτός που έδωσε θετική ψήφο, αυτός που ψήφισε ναιsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Per quanto riguarda l'emendamento proposto, il repubblicano Mark Amodei era un votante a favore. |
όσοι είναι υπέρ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tutti quelli a favore dicano sì. Όσοι είναι υπέρ της πρότασης, να πουν «Ναι». |
ζητώ μια χάρηverbo transitivo o transitivo pronominale (από κάποιον) |
υποστηρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βοηθάω, βοηθώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) John ha chiesto aiuto a Mary e lei era contenta di fargli un favore. Ο Τζον ζήτησε βοήθεια από τη Μαίρη και εκείνη με χαρά τον εξυπηρέτησε. |
ευμενής, πλεονεκτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I venti favorevoli ci consentivano di salpare prima. |
έλα!, όχι δα!interiezione (καθομιλουμένη, για δυσπιστία ή διαφωνία) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Ma figurati! Stai scherzando?. Έλα! (or: Όχι δα!) Πρέπει να αστειεύεσαι! |
ζητώ μια χάρηverbo transitivo o transitivo pronominale (από κάποιον) Μπορώ να σου ζητήσω μια χάρη; |
έχω απήχησηverbo transitivo o transitivo pronominale (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Le sue idee trovavano il favore dell'uditorio di accademici. |
συμφωνώ με κτ
Un maggior numero di persone ha iniziato a simpatizzare per la causa degli scioperanti. |
υποστηρίζω κτverbo riflessivo o intransitivo pronominale (ιδέα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nell'ultima riunione il preside si è detto a favore di un aumento del numero degli insegnanti. Στην τελευταία συνεδρίαση του συλλόγου, ο διευθυντής του σχολείου επιχειρηματολόγησε υπέρ του διορισμού περισσότερων καθηγητών. |
υπέρavverbio (σύμφωνος) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Io ho votato contro l'aumento del bilancio, il mio collega ha votato a favore. Ψήφισα κατά της αύξησης του προϋπολογισμού. Ο συνέταιρός μου ψήφισε υπέρ. |
υπέρpreposizione o locuzione preposizionale (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Io sono a favore dell'idea dell'Unione Europea, ma nella pratica la sua regolamentazione non sembra corretta. Είμαι υπέρ της ύπαρξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά, συχνά, στην πράξη, οι κανονισμοί της είναι, μάλλον, άδικοι. |
υποστηρίζω(κάτι ή ότι πρέπει να γίνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Era a favore dell'aumento delle tasse. Υποστήριζε ότι πρέπει να αυξηθούν οι φόροι. |
κάνω διακρίσεις υπέρ κάποιου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υπέρpreposizione o locuzione preposizionale (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Era a favore del progetto ma sua moglie era contraria. Αυτός ήταν υπέρ του σχεδίου, αλλά η γυναίκα του ήταν κατά. Είναι υπέρ του φιλελεύθερου υποψήφιου για τη δημαρχία. |
παρακαλώinteriezione (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
υπέρ των αμβλώσεων
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ιδιαίτερη μεταχείριση, ειδική μεταχείριση, προνομιακή μεταχείρισηsostantivo maschile |
τα καταφέρνω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dopo dieci richieste sono finalmente riuscito ad ottenere una lettera di accettazione. |
κληροδοτώ(κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non ha fatto alcun testamento a favore della sua famiglia e ha lasciato tutto il suo patrimonio in beneficenza. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του favore στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του favore
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.