Τι σημαίνει το crescere στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης crescere στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του crescere στο Ιταλικό.

Η λέξη crescere στο Ιταλικό σημαίνει γίνομαι πιο, αυξάνομαι, ευδοκιμώ, ευημερώ, ωριμάζω, αναπτύσσομαι, αναπτύσσομαι, μεγαλώνω, μεγαλώνω, σκαρφαλώνω, παίρνω μπόι, ρίχνω μπόι, μακραίνω, παίρνω μπόι, μεγαλώνω, ανατρέφω, φτάνω σε ύψος, εμφανίζομαι, ωριμάζω, μεγαλώνω, επεκτείνομαι, συγκεντρώνομαι, συσσωρεύομαι, κορυφώνομαι, μεγαλώνω, αρχίζω να σημειώνω επιτυχία, μεγαλώνω, μεγαλώνω, αυξάνομαι, μεγαλώνω, αυξάνω, φυτρώνω, μαζεύω,συγκεντρώνω, ανεβαίνω, πολλαπλασιάζομαι, ανατρέφω, ανθίζω, ανεβαίνω, φουσκώνω, σημειώνω κέρδος, έχω κέρδος, ωριμάζω, ενηλικιώνομαι, αυξάνομαι, φουσκώνω, πρήζομαι, φουσκώνω, ανατρέφω, αναθρέφω, διαπαιδαγωγώ, ανατιμώμαι, επεκτείνομαι, πολλαπλασιάζομαι, αυξάνομαι, μεγαλώνω, ανεβαίνω, αυξάνομαι, ακριβαίνω, βλασταίνω, δυναμώνω, μεγαλώνω, αυξάνομαι, κινούμαι ανοδικά, αφήνω, φυτρώνω σε κτ, αναπτύσσω, κανακεύω, παραχαϊδεύω, βιώσιμος, ετοιμάζομαι, εκτοξεύομαι, εκτινάσσομαι, από κοινού ανατροφή, προσελκύω περισσότερους οπαδούς, αυξάνω τις πιθανότητες, ευδοκιμώ, γεμίζω και αδειάζω, μεγαλώνω, ψηλώνω, μεγαλώνω από κοινού κπ, μακραίνω, μεγαλώνω υπερβολικά, γεμίζω και αδειάζω, μεγαλώνω από κοινού το παιδί, κακοανατρέφω, κακοαναθρέφω, αυξάνομαι ραγδαία, παίρνω διαστάσεις χιονοστιβάδας, μεγαλώνω ανεξέλεγκτα, σταθεροποιούμαι, διαμορφώνω φυτό σε σκαλιέρα, καλλιεργώ, μεγαλώνω αρκετά ώστε να μου κάνει κτ, εκτοξεύομαι, εκβλαστάνω, εκβλασταίνω, αναπτύσσομαι, αυξάνομαι κατακόρυφα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης crescere

γίνομαι πιο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Con la pubertà crescerà.
Στην εφηβεία θα γίνει πιο ψηλή.

αυξάνομαι

verbo intransitivo (aumentare)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La popolazione crescerà rapidamente.
Ο πληθυσμός θα αυξηθεί ραγδαία.

ευδοκιμώ, ευημερώ

verbo intransitivo (fiorire, prosperare)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nel deserto non possono crescere molti alberi.
Δεν ευδοκιμούν πολλά δέντρα στην έρημο.

ωριμάζω

(maturare, diventare adulto)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Questa esperienza lo aiuterà a crescere.
Ελπίζω αυτή η εμπειρία να τον βοηθήσει να ωριμάσει.

αναπτύσσομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La nostra azienda quest'anno si è espansa rapidamente.
Η επιχείρηση μας έχει μεγαλώσει πολύ φέτος.

αναπτύσσομαι

(από κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'azienda si è sviluppata da piccola impresa familiare a un colosso da milioni di sterline.
Η επιχείρηση εξελίχθηκε από μια μικρή οικογενειακή εταιρεία σε μια επιχείρηση δισεκατομμυρίων.

μεγαλώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'erosione dell'acqua ha fatto crescere il canale.

μεγαλώνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sono cresciuto in un villaggio nel sud dell'Inghilterra.
Μεγάλωσα σ' ένα χωριό στη Νότια Αγγλία.

σκαρφαλώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'edera è cresciuta sui muri, arrivando quasi a coprire le finestre.
Ο κισσός σκαρφάλωσε πάνω στους τοίχους καλύπτοντας σχεδόν τα παράθυρα.

παίρνω μπόι, ρίχνω μπόι

(in altezza) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Fino all'adolescenza era basso, poi è cresciuto tutto d'un colpo.
Ήταν μικροκαμωμένος μέχρι την εφηβεία του όταν ξαφνικά πήρε μπόι.

μακραίνω

verbo intransitivo (capelli)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sara indossa delle forcine in attesa che la frangia le cresca.

παίρνω μπόι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μεγαλώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Abbiamo cresciuto i bambini in modo che avessero rispetto dei loro genitori.

ανατρέφω

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi hanno cresciuto a calci nel sedere.

φτάνω σε ύψος

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Questo tipo di grano cresce più di sei piedi.
Τα σιτηρά αυτής της ποικιλίας φτάνουν σε ύψος τα έξι πόδια και περισσότερο.

εμφανίζομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le è cresciuta una vescica sul dito dopo che se l'è scottato col bollitore.

ωριμάζω

verbo intransitivo (frutta)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
C'erano tanti fiori sulla mia pianta di peperoncini quest'anno, ma i frutti non sono cresciuti.

μεγαλώνω, επεκτείνομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quando viene bollito, il riso aumenta di dimensioni.

συγκεντρώνομαι, συσσωρεύομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Metti via del denaro ogni mese e i tuoi risparmi cresceranno.

κορυφώνομαι

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La tensione al confine montò fino a sfociare in guerra aperta.

μεγαλώνω

verbo intransitivo (figurato) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Vorrei che mio fratello crescesse e si trovasse un posto dove abitare per conto suo.
Μακάρι ο αδερφός μου να μεγάλωνε και να έβρισκε δικό του σπίτι.

αρχίζω να σημειώνω επιτυχία

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μεγαλώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La coppia ha adottato il bambino e l'ha cresciuto.
Το ζευγάρι υιοθέτησε το παιδί και το μεγάλωσε.

μεγαλώνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La luna sta crescendo, se ne può vedere un pezzetto in più ogni notte.

αυξάνομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il numero di zanzare cresce in estate.

μεγαλώνω

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'influenza del redattore del giornale sta aumentando.

αυξάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La popolarità del politico cresceva di settimana in settimana. La salute del paziente migliorava ogni giorno.

φυτρώνω

(για φυτά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I semi cominciano a spuntare all'inizio della stagione di crescita.
Τα φυντάνια φυτρώνουν στην αρχή της εποχής της ανάπτυξης.

μαζεύω,συγκεντρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανεβαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il mercato azionario è salito del 2% oggi.
Το χρηματιστήριο ανέβηκε κατά 2% σήμερα.

πολλαπλασιάζομαι

(figurato: aumentare)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I nostri problemi si sono moltiplicati quando abbiamo avuto un secondo figlio.
Τα προβλήματά μας πολλαπλασιάστηκαν όταν αποκτήσαμε δεύτερο παιδί.

ανατρέφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Chris e Margaret hanno educato i figli a rispettare gli altri.
Ο Κρις και η Μάργκαρετ ανέθρεψαν (or: μεγάλωσαν) τα παιδιά τους διδάσκοντάς τους να σέβονται τους άλλους.

ανθίζω

(figurato) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Η Τζέιν έχει πραγματικά εξελιχθεί από τότε που άρχισε το γυμνάσιο.

ανεβαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si sta alzando la marea.

φουσκώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Devi lasciar lievitare la pasta per tre ore prima di metterla nel forno.

σημειώνω κέρδος, έχω κέρδος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le azioni hanno guadagnato il 3% la settimana scorsa.

ωριμάζω, ενηλικιώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Alcuni animali della fattoria impiegano fino a tre anni per raggiungere la maturità.
Κάποια ζώα της φάρμας κάνουν έως και τρία χρόνια για να ενηλικιωθούν.

αυξάνομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I prezzi delle case sono aumentati del 5%.
Οι τιμές των ακινήτων έχουν αυξηθεί κατά 5%.

φουσκώνω

(μαγειρική)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il pane si espande grazie al lievito.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Όλα τα σώματα διαστέλλονται με τη θερμότητα.

πρήζομαι, φουσκώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dopo essere scivolata sulle rocce bagnate, la caviglia di Wendy si gonfiò.
Ο αστράγαλος της Γουέντι πρήστηκε αφού γλίστρησε στα βρεγμένα βράχια.

ανατρέφω, αναθρέφω, διαπαιδαγωγώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Οι γονείς πρέπει να διαπαιδαγωγούν τα παιδιά τους για να τα βοηθήσουν να γίνουν καλοί άνθρωποι.

ανατιμώμαι

verbo intransitivo (επίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Non comprare quella macchina. Il valore non aumenterà, bensì scenderà.
Μην αγοράσεις αυτό το αυτοκίνητο. Η αξία του δεν θα αυξηθεί (or: ανεβεί), αντίθετα θα πέσει.

επεκτείνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
In anni recenti la compagnia si sta espandendo.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η Ευρωπαϊκή Ένωση διευρύνθηκε απότομα έπειτα από το 2004.

πολλαπλασιάζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I pesci proliferano nelle acque calde.

αυξάνομαι, μεγαλώνω

verbo intransitivo (numero, dimensione)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il club è iniziato con poche persone ma i soci sono aumentati nei sei mesi passati.

ανεβαίνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il fumo del comignolo saliva verso il cielo.
Ο καπνός από την καμινάδα ανέβηκε στον ουρανό.

αυξάνομαι, ακριβαίνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I prezzi delle azioni che avevo comprato sono aumentati del 20% in una sola notte!
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Χάρηκε πολύ όταν οι τιμή των μετοχών της ανέβηκε κατά 20% μέσα σε μια νύχτα.

βλασταίνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le piantine stavano finalmente germogliando.
Τα φιντάνια βλάστησαν επιτέλους.

δυναμώνω

verbo intransitivo (intensità)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Qualcuno aprì la porta principale della casa dove si teneva la festa e la musica crebbe.

μεγαλώνω

(i figli)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Da quando la madre di Tom se n'è andata Henry ha fatto del suo meglio per crescere Tom da solo.
Από τότε που η μητέρα του Τομ έφυγε, ο Χένρυ κάνει ό,τι μπορεί ώστε να μεγαλώσει τον Τομ μόνος του.

αυξάνομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Gli stipendi sono aumentati un po' più dell'inflazione.

κινούμαι ανοδικά

verbo intransitivo

Il prezzo delle azioni continuava ad aumentare fino a raggiungere nuove vette.

αφήνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (barba, baffi) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sta facendo crescere la barba.
Αφήνει μούσι.

φυτρώνω σε κτ

verbo intransitivo (pianta)

Secondo il folclore, il muschio cresce nell'area rivolta a nord degli alberi.
Σύμφωνα με την παράδοση, τα βρύα φυτρώνουν στη βόρεια πλευρά των δέντρων.

αναπτύσσω

verbo transitivo o transitivo pronominale (affari)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I social network possono aiutarti a far crescere la tua azienda.

κανακεύω, παραχαϊδεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βιώσιμος

(azienda)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La banca intende prestare soldi ad imprese sostenibili.
Η τράπεζα δανείζει ευχαρίστως χρήματα σε βιώσιμες επιχειρήσεις.

ετοιμάζομαι

(figurato) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il malcontento covava da anni nella popolazione locale.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μια καταιγίδα ετοιμαζόταν στα ανατολικά.

εκτοξεύομαι, εκτινάσσομαι

(figurato: crescere) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Η ζήτηση για στέγη σε αυτή την περιοχή έχει εκτοξευτεί.

από κοινού ανατροφή

verbo transitivo o transitivo pronominale

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

προσελκύω περισσότερους οπαδούς

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il partito deve crescere numericamente se vuole vincere le prossime elezioni.

αυξάνω τις πιθανότητες

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Fumando aumenti le probabilità di una morte precoce.

ευδοκιμώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tutte le piante del mio giardino crescono floride.
Όλα τα φυτά στον κήπο μου ευδοκιμούν.

γεμίζω και αδειάζω

verbo intransitivo (luna) (φεγγάρι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La luna cresce e cala in un ciclo di ventinove giorni, dalla luna piena alla luna nuova.

μεγαλώνω, ψηλώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Όταν ψηλώσεις (or: μεγαλώσεις), θα μπορέσεις να κάνεις ποδήλατο με δύο ρόδες.

μεγαλώνω από κοινού κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μακραίνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (capelli) (μαλλιά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'anno scorso avevo i capelli corti, ma ora li sto lasciando crescere.
Πέρσι έκοψα τα μαλλιά μου πολύ κοντά αλλά τώρα τα αφήνω να μακρύνουν.

μεγαλώνω υπερβολικά

verbo intransitivo

È importante potare queste piante per evitare che crescano troppo.

γεμίζω και αδειάζω

verbo intransitivo (φεγγάρι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La popolarità dell'hobby di fare a maglia è aumentata e diminuita durante gli anni. Il suo entusiasmo per il lavoro sale e scende.

μεγαλώνω από κοινού το παιδί

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κακοανατρέφω, κακοαναθρέφω

(παιδί)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αυξάνομαι ραγδαία

(figurato)

Il successo dell'azienda è cresciuto a vista d'occhio nei mesi scorsi.
Η επιτυχία της εταιρείας αυξήθηκε ραγδαία τους τελευταίους μήνες.

παίρνω διαστάσεις χιονοστιβάδας

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μεγαλώνω ανεξέλεγκτα

(piante)

Le erbacce crescevano in modo disordinato nel giardino incolto.

σταθεροποιούμαι

(rimanere statico) (σε χαμηλή τιμή)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

διαμορφώνω φυτό σε σκαλιέρα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

καλλιεργώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (φυτό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'agricoltore ha coltivato dieci acri di grano.
Ο αγρότης καλλιέργησε 40 στρέμματα αραβόσιτου.

μεγαλώνω αρκετά ώστε να μου κάνει κτ

verbo intransitivo (taglia di abbigliamento) (κατά λέξη: για ρούχο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εκτοξεύομαι

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I progressi della medicina e il migliore tenore di vita hanno fatto crescere rapidamente la popolazione dopo la Rivoluzione Industriale.
Η βελτίωση της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και του βιοτικού επιπέδου έκανε τον πληθυσμό να εκτοξευτεί μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση.

εκβλαστάνω, εκβλασταίνω

verbo intransitivo (λόγιο: φυτά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dallo stelo principale della pianta sta spuntando un germoglio nuovo. La strega aveva un pelo che le spuntava dal naso.
Μια τρίχα φύτρωσε στη μύτη της μάγισσας.

αναπτύσσομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'assistente sanitario a domicilio era soddisfatto dei progressi del bambino e disse ai genitori che se continuava a crescere sano non avevano nulla di cui preoccuparsi.

αυξάνομαι κατακόρυφα

Il prezzo del burro è aumentato vertiginosamente nello scorso anno.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του crescere στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.