Τι σημαίνει το sostenuto στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης sostenuto στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sostenuto στο Ιταλικό.
Η λέξη sostenuto στο Ιταλικό σημαίνει στηρίζω, ενισχύω, διατηρώ, συνεχίζω, διατηρώ, συντηρώ, στηρίζω, υποστηρίζω, υποβαστάζω, ισχυρίζομαι, υποστηρίζω, στηρίζω, υποστηρίζω, διατηρώ, υποστηρίζω, στηρίζω, υποστηρίζω, στηρίζω, αναλαμβάνω, υποστηρίζω, στηρίζω, υποστηρίζω, δημιουργώ, σηκώνω, ανεβάζω, υποστηρίζω, στηρίζω, υπερασπίζομαι, ισχυρίζομαι ότι/πως, αντέχω, συγκρατώ, στηρίζω, υποστηρίζω, ενισχύω, στηρίζω, υποστηρίζω, ενθαρρύνω, υποστηρίζω, στηρίζω, υποστηρίζω, υποστηρικτικός, βοηθώ σε κτ, υποστηρίζω, υποστηρίζω, ισχυρίζομαι, διατείνομαι, υποστηρίζω, ισχυρίζομαι, διατείνομαι, υποστηρίζω, στηρίζω, υποστηρίζω, στηρίζω, στηρίζω, στηρίζω, υποβαστάζω, υποστηρίζω, ισχυρίζομαι, στηρίζω, υποστηρίζω, στηρίζω, στερεώνω, επιχορηγώ κτ με κτ, υποστηρίζω, στηρίζω, πληρώνω, συγκεντρώνω βοήθεια, δίνω, σηκώνω, επιμένω, στέκω, δίνω, -, υποστηρίζω, υποστηρίζω, διακηρύσσω, διατυμπανίζω, δίνω, συνεχής, διαρκής, που υποστηρίζεται από, που στηρίζεται από, απόμακρος, ξενέρωτος, δηλωθείς, διαρκής, υποστηριζόμενος, πολύ γρήγορος, χρηματοδοτώ, κάνω συζήτηση, κάνω κουβέντα, ισχυρίζομαι πως κατέχω, εγκρίνω, στηρίζω κτ σε κτ, δίνω τα πάντα για κτ, ισχυρίζομαι ότι είμαι κτ, στηρίζω, στηρίζω, υποστηρίζω, υποστηρίζω, στηρίζω, στηρίζω, υποστηρίζω, ανεβάζω, δημιουργώ υπόστρωμα με κτ, επιβεβαιώνω, επαληθεύω, πιστοποιώ, διαπιστώνω, υποστηρίζω, ισχυρίζομαι, ισχυρίζομαι ότι/πως κάνω κτ, υποστηρίζω ότι/πως κάνω κτ, ισχυρίζομαι, υποστηρίζω, υποστηρίζω, υποστηρίζω, κτ είναι παιχνιδάκι για μένα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης sostenuto
στηρίζω, ενισχύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il governo sosteneva economicamente l'organizzazione d'aiuto. Η κυβέρνηση στήριξε (or: ενίσχυσε) την φιλανθρωπική οργάνωση. |
διατηρώ, συνεχίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dobbiamo sostenere lo sciopero perché possiamo vincere. Πρέπει να διατηρήσουμε (or: συνεχίσουμε) την απεργία, γιατί μπορούμε να νικήσουμε. |
διατηρώ, συντηρώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non c'è abbastanza acqua sulla luna per sostenere la vita. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Στο μέλλον, ο πλανήτης μας δεν θα έχει αρκετούς πόρους για να θρέψει τον ολοένα και αυξανόμενο πληθυσμό. |
στηρίζω, υποστηρίζω, υποβαστάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il palo sostiene il tetto dell'edificio. Η κολόνα στηρίζει την οροφή του κτιρίου. |
ισχυρίζομαι, υποστηρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι ή ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sosteneva che lo sparatore indossasse un maglione nero. Ισχυρίστηκε (or: Υποστήριξε) ότι ο σκοπευτής φορούσε ένα μαύρο πουλόβερ. |
στηρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La sua famiglia lo ha sostenuto durante il suo divorzio. |
υποστηρίζω(figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il senatore non appoggerebbe mai la legge: va contro i suoi principi! Ο γερουσιαστής δεν θα υποστηρίξει ποτέ αυτό το νομοσχέδιο. Είναι ενάντια στις αρχές του! |
διατηρώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il governo di destra era determinato a sostenere l'ordine costituito nonostante le richieste di cambiamenti. Η δεξιά κυβέρνηση ήταν αποφασισμένη να διατηρήσει την υπάρχουσα τάξη παρά τις εκκλήσεις για αλλαγή. |
υποστηρίζω, στηρίζω(κτίσμα, κτίριο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Bisognerà sostenere la vostra casa per evitare che crolli. Στο σπίτι σου θα πρέπει να ενισχυθούν τα θεμέλια για να αποτραπεί η κατάρρευσή του. |
υποστηρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ti sosterrò qualsiasi cosa accadrà, puoi contare su di me. Θα σε υποστηρίξω ο,τι και να γίνει, μπορείς να βασιστείς πάνω μου. |
στηρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I pilastri sostengono l'arcata del ponte. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η κολόνα στηρίζει τη στέγη. |
αναλαμβάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sono le colonne a sostenere tutto il peso, non i muri. Τα υποστυλώματα σηκώνουν όλο το φορτίο, όχι οι τοίχοι. |
υποστηρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (κτ ή ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il politico di destra sosteneva che l'immigrazione era la causa di tutti quei problemi. |
στηρίζω, υποστηρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (psicologicamente) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Delle travi di quercia sostengono il soffitto e il solaio superiore. |
δημιουργώ(spese) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σηκώνω, ανεβάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rick spinse Amy fuori dall'acqua. Ο Ρικ έσπρωξε την Έιμι έξω από το νερό. |
υποστηρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se prometti di non cambiare idea, Sosterrò il tuo impegno a pulire il parco. Αν υποσχεθείς να μην αλλάξεις γνώμη, θα υποστηρίξω τις προσπάθειές σου για καθαρισμό του πάρκου. |
στηρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (una persona) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
υπερασπίζομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Martin Luther King Jr. sostenne i diritti degli afroamericani. Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ ο νεότερος υπερασπίστηκε τα δικαιώματα των Αφροαμερικανών. |
ισχυρίζομαι ότι/πωςverbo transitivo o transitivo pronominale ([qlcs] su se stessi) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αντέχωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il ponte deve sostenere il peso delle auto e dei camion. Η γέφυρα πρέπει να αντέχει το βάρος αυτοκινήτων και φορτηγών. |
συγκρατώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le correnti d'aria sostenevano il peso dell'uccello nell'aria. Τα ρεύματα αέρα συγκρατούσαν το βάρος του πουλιού στον αέρα. |
στηρίζω, υποστηρίζω, ενισχύωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le sue conclusioni sono sorrette da fatti concreti. Τα συμπεράσματά του ενισχύονται από αδιάσειστες αποδείξεις. |
στηρίζω, υποστηρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Richard citò numerosi esperti per sostenere la sua tesi. |
ενθαρρύνω, υποστηρίζω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ginny ringraziò sua madre per averla sempre sostenuta. |
στηρίζω, υποστηρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il nuovo ministro deve sostenere la politica del governo sul taglio delle indennità. Ο καινούριος υπουργός πρέπει να στηρίξει την πολιτική της κυβέρνησης για την περικοπή των παροχών. |
υποστηρικτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I genitori di Gareth sostengono sempre le sue scelte. |
βοηθώ σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale Mi hanno chiesto di sostenere una causa in cui non credo. |
υποστηρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Oggi si terrà una conferenza curata da una persona che sostiene l'idea della vita sostenibile. Σήμερα γίνεται μια διάλεξη από κάποιον που υποστηρίζει την ιδέα της βιώσιμης διαβίωσης. |
υποστηρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ισχυρίζομαι, διατείνομαι, υποστηρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo scienziato sosteneva che il riscaldamento globale è perlopiù frutto dell'operato dell'uomo. Ο επιστήμονας υποστήριζε πως η υπερθέρμανση του πλανήτη είναι κυρίως εξαιτίας της ανθρώπινης δραστηριότητας. |
ισχυρίζομαι, διατείνομαι(ότι, πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Roger sostiene di aver visto gli alieni. Ο Ρότζερ ισχυρίζεται ότι έχει δει εξωγήινους. |
υποστηρίζω, στηρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dovresti sostenere i tuoi argomenti con dei fatti. Πρέπει να μπορείς να στηρίξεις (or: υποστηρίξεις) τα επιχειρήματά σου με στοιχεία. |
υποστηρίζω, στηρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Io sostengo questo candidato come sindaco. Υποστηρίζω (or: Στηρίζω) αυτόν τον υποψήφιο για δήμαρχο. |
στηρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il nostro partito cerca di sostenere il candidato. |
στηρίζω, υποβαστάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le travi in legno sostenevano i muri precari dell'edificio. |
υποστηρίζω, ισχυρίζομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il giornale affermava che la coppia viveva separata. Η εφημερίδα υποστηρίζει (or: ισχυρίζεται) ότι το ζευγάρι ζει χωριστά. |
στηρίζω, υποστηρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
στηρίζω, στερεώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Puntellò il libro in modo da avere le mani libere per lavorare ai ferri. Στερέωσε (or: Στήριξε) το βιβλίο της για να έχει τα χέρια της ελεύθερα για το πλέξιμο. |
επιχορηγώ κτ με κτ
L'ex alunno ha finanziato l'università con 100.000 £. |
υποστηρίζω(άποψη, θέση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Raccomanda di ritornare al vecchio modello di impresa. Υποστηρίζει την επιστροφή στο παλιό μοντέλο εργασίας. |
στηρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Molti impiegati usano un cuscino per sostenere la schiena quando stanno seduti. Πολλοί υπάλληλοι γραφείου χρησιμοποιούν μαξιλάρια για να στηρίζουν την πλάτη τους όταν κάθονται στα γραφεία τους. |
πληρώνω(con denaro) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'organizzazione donerà denaro per aiutare contribuendo al costo per la benzina. |
συγκεντρώνω βοήθειαverbo transitivo o transitivo pronominale È stato programmato un evento di raccolta fondi per sostenere il nostro candidato. |
δίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (esami, prove, test) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il mese prossimo faccio l'esame di maturità. |
σηκώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le travi d'acciaio possono sopportare molto peso. Οι χαλύβδινες δοκοί μπορούν να βαστάξουν μεγάλο φορτίο. |
επιμένω(ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il convenuto asserì di non aver mai incontrato il suo accusatore prima di allora. |
στέκω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sapeva che il suo alibi avrebbe superato i controlli e non ha avuto problemi a raccontarlo ai poliziotti. Ήξερε ότι το άλλοθί του θα περνούσε (με επιτυχία) τον έλεγχο κι έτσι δεν είχε πρόβλημα να το αναφέρει στους ερευνητές. |
δίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (esami) (μεταφορικά: εξετάσεις) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Do l'esame di lingua la prossima settimana. |
-verbo transitivo o transitivo pronominale (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Ha subito un processo per omicidio. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Δικάστηκε για φόνο. |
υποστηρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I fan tifano entusiasticamente per la squadra. |
υποστηρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (legge, referendum, ecc.) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il senatore sostiene il disegno di legge. |
διακηρύσσω, διατυμπανίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) Edward predica i vantaggi per la salute di una dieta vegetariana a chiunque gli dia retta. |
δίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (esame, test) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Darò l'esame di chimica mercoledì. |
συνεχής, διαρκής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il lavoro era difficile e richiedeva una concentrazione sostenuta. Η δουλειά ήταν δύσκολη και απαιτούσε συνεχή συγκέντρωση. |
που υποστηρίζεται από, που στηρίζεται από(εγκρίνεται) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'Inquisizione era appoggiata dalla Chiesa. Η Ιερά Εξέταση είχε την υποστήριξη της Εκκλησίας. |
απόμακρος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'atteggiamento distaccato di Tia l'ha isolata dal resto della classe. Η απόμακρη στάση της Τία την απομάκρυνε από τους συμμαθητές της. |
ξενέρωτοςaggettivo (persona) (καθομ, μτφ, αποδοκιμασίας) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) E dai, non fare il sostenuto! Vieni a berti un bicchiere di vino con noi. Μην είσαι τόσο ξενέρωτος! Πιες ένα ποτήρι κρασί μαζί μας. |
δηλωθείς
(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Το δηλωθέν εισόδημά της ξεπερνά τα πέντε εκατομμύρια. |
διαρκήςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
υποστηριζόμενοςaggettivo (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) |
πολύ γρήγοροςaggettivo (andatura) La squadra vincente ha remato in perfetta sintonia mantenendo un ritmo molto sostenuto. |
χρηματοδοτώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Finanzierò la tua nuova impresa commerciale. |
κάνω συζήτηση, κάνω κουβένταverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'uomo era troppo ubriaco per sostenere una conversazione. |
ισχυρίζομαι πως κατέχωverbo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εγκρίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il capo ha sostenuto il piano di Karen per rendere l'ufficio maggiormente efficiente. Το αφεντικό ενέκρινε το σχέδιο της Κάρεν να κάνει τη δουλειά στο γραφείο πιο αποτελεσματική. |
στηρίζω κτ σε κτ
Ursula ha appoggiato la pala al muro per mettere la pianta nella buca che aveva appena scavato. Η Ούρσουλα στήριξε το φτυάρι στον τοίχο ενώ έβαζε το φυτό μέσα στην τρύπα που μόλις είχε ανοίξει. |
δίνω τα πάντα για κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ισχυρίζομαι ότι είμαι κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il romanzo si presenta come l'autobiografia di un uomo di cent'anni. |
στηρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
στηρίζω, υποστηρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La chiesa ha sostenuto Ben quando si è candidato a sindaco. Η εκκλησία υποστήριξε τον Μπεν όταν κατέβηκε δήμαρχος. |
υποστηρίζω, στηρίζω(figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dì pure al capo che cosa è successo, io ti do man forte. Προχώρα και πες στο αφεντικό τι έγινε μόλις τώρα. Θα σε υποστηρίξω. |
στηρίζω, υποστηρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Numerose prove scientifiche supportano il dibattito sulla minaccia del riscaldamento globale. Τα άφθονα επιστημονικά τεκμήρια στηρίζουν το επιχείρημα σχετικά με την απειλή της υπερθέρμανσης του πλανήτη. |
ανεβάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ηθικό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il tifo della folla sosteneva il morale della squadra. Οι επευφημίες του κοινού ανέβασαν το ηθικό της ομάδας. |
δημιουργώ υπόστρωμα με κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Στη γη, είχε δημιουργηθεί υπόστρωμα με πολύτιμα κοιτάσματα γαιάνθρακα. |
επιβεβαιώνω, επαληθεύω, πιστοποιώ, διαπιστώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'uomo sotto accusa insisteva che la moglie avrebbe confermato il suo racconto e gli avrebbe fornito un alibi. Ο κατηγορούμενος επέμενε ότι η γυναίκα του θα επιβεβαίωνε την εκδοχή του και θα του έδινε άλλοθι. |
υποστηρίζω, ισχυρίζομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ότι, πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Molti fisici sostengono che i buchi neri esistono. Πολλοί φυσικοί υποστηρίζουν (or: ισχυρίζονται) ότι υπάρχουν μαύρες τρύπες. |
ισχυρίζομαι ότι/πως κάνω κτ, υποστηρίζω ότι/πως κάνω κτverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Questa marchio di vernici sostiene di coprire un'area più ampia rispetto a quella coperta dal concorrente. Αυτή η εταιρεία βαφών ισχυρίζεται ότι καλύπτει μεγαλύτερη επιφάνεια σε σχέση με του ανταγωνιστές της. |
ισχυρίζομαι, υποστηρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ότι/πως έχω κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Weston ha sostenuto di aver inventato un nuovo metodo per la produzione del rame. Ο Γουέστον υποστήριξε πως έχει εφεύρει μια νέα μέθοδο για την παραγωγή χαλκού. |
υποστηρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il professore ritiene che la cosa migliore sia imparare una lingua straniera sin dalla più tenera età. |
υποστηρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il partito ha deciso di sostenere (or: appoggiare) il candidato. |
κτ είναι παιχνιδάκι για μένα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mark ha superato brillantemente il test di guida senza alcun intoppo. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sostenuto στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του sostenuto
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.