Τι σημαίνει το molto στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης molto στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του molto στο Ιταλικό.

Η λέξη molto στο Ιταλικό σημαίνει πολύς, πολλοί, πολύ, πολύ, πολύς, πολύ, πολύ, πάρα πολύ, μόλτο, πολύ, πολύ, μεγάλος, πολύ, πολύ καιρό, αληθινά, πραγματικά, πολύ, κατά, πολύ, ιδιαίτερα, πολύς καιρός, πολύς, άκρως, πολλοί, απολύτως, εντελώς, τελείως, εξωφρενικά, απίστευτα, τόσο, πολύ, πολύ, άκρως, εντελώς, απολύτως, πολύ, πολύ, πολλοί, έντονα, ευρέως, εξαιρετικά, εντελώς, απόλυτα, απεριόριστα, άπειρα, τόσο, πολύ, πολύ, πολύ, άκρως, εξαιρετικά, πολύ, ιδιαίτερα, ιδιαίτερα, σημαντικά, εξαιρετικά ψυχρός, δριμύτατα τσουχτερός, έντονα, δυνατά, εξαιρετικά, υπερευαίσθητος, άρρωστος, που έχει τρελαθεί από την αγωνία του, πολύ λίγοι, εντός ολίγου, συντόμως, σπάνια, δυσεύρετα, νευρόσπαστο, που αξίζει τα λεφτά του, έφηβος που ξέρει από υπολογιστές, σφοδρός, ελάχιστος, σκληρός, για ώρα, για πολλή ώρα, για πολύ, πολύ περισσότερο, ωραίος, όμορφος, δημοφιλής, εθνικόφρων, καμαρώνω για το σπίτι μου, υπερώριμος, τσιτωμένος, τεζαρισμένος, τεταμένος, μακριά, πολυδιαβασμένος, πολύ ενοχλητικός, βαθυστόχαστος, έντονα συναισθηματικός, ευΰπόληπτος, εξέχων, διαπρεπής, απόλυτα ικανοποιημένος, λίγος, αρκετά δύσκολος, αρκετά κοντινός, έντονα/πικρά απογοητευμένος, πολύ καλός, πολύ φωτεινός, πιθανόν, πιθανότατα, ωχρός, χλωμός, πολύ σύντομος, πολύ καλύτερος, χρονοβόρος, καλύτερα από κάθε άλλη φορά, καλύτερα από ποτέ, πολύ λιγότερο, με υψηλό επίπεδο μόρφωσης, που έχει ισχυρό κίνητρο, πάει καιρός που έφυγε, παρόμοιος με, βαθύς, χαίρομαι πάρα πολύ, που έχει υπερευλίγιστες αρθρώσεις, πολύ κοφτερός, αξιοσέβαστος, πολυαγαπημένος, πολυχρησιμοποιημένος, για πολύ καιρό, για καιρό, εδώ και καιρό, εδώ και πολύ καιρό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης molto

πολύς

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Molti dei suoi ragionamenti erano illogici.
Πολλά από τα επιχειρήματά του ήταν παράλογα.

πολλοί

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Donna ha molti cugini.
Η Ντόνα έχει πολλά ξαδέρφια.

πολύ

aggettivo

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Lui sembra molto più vecchio adesso.
Μοιάζει πολύ μεγαλύτερος τώρα.

πολύ

aggettivo

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ieri hanno mangiato molto più del solito.
Έφαγαν πολύ περισσότερο από το συνηθισμένο εχθές.

πολύς

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sentivamo molte risate provenire dalla stanza.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ακούσαμε πολύ θόρυβο από το διπλανό διαμέρισμα.

πολύ

avverbio (εμφατικός τύπος)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Si è sentito molto meglio dopo aver preso l'aspirina.
Ένιωσε πολύ καλύτερα αφού πήρε μια ασπιρίνη.

πολύ

aggettivo

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πάρα πολύ

avverbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
La tua macchina mi piace molto.
Μου αρέσει πάρα πολύ.

μόλτο

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πολύ

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Dan ha comprato una macchina molto valida a un prezzo d'occasione.
Ο Νταν αγόρασε ένα πολύ καλό αυτοκίνητο σε τιμή ευκαιρίας.

πολύ

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il mio bebè piange molto all'inizio della sera.

μεγάλος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La sua campagna presidenziale ha avuto molto successo a livello locale.
Η προεδρική της καμπάνια είχε μεγάλη επιτυχία σε τοπικό επίπεδο.

πολύ

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ha scritto in maniera molto chiara ed il suo saggio era convincente.
Έγραψε πολύ (or: ιδιαίτερα) ξεκάθαρα και η έκθεσή του ήταν πειστική.

πολύ καιρό

aggettivo (tempo)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Qui c'erano problemi molto prima che lui arrivasse.
Υπήρχαν προβλήματα εδώ πολύ καιρό (or: πολύ) πριν φτάσει.

αληθινά, πραγματικά

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Era un membro molto attivo del gruppo.

πολύ

aggettivo (rafforzativo per avverbio)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sai molto bene che non verrà.

κατά

Aveva molte più probabilità di avere successo di quanto la gente pensasse.
Οι πιθανότητές της να επιτύχει, ήταν κατά πολύ περισσότερες από ότι πίστευαν οι άλλοι.

πολύ

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Era molto disponibile.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Θα μάθεις τι συνέβη λίαν συντόμως.

ιδιαίτερα

avverbio (εξαιρετικά, πάρα πολύ)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Stai particolarmente attento quando guidi sul ghiaccio.
Να είσαι ιδιαίτερα προσεχτικός όταν οδηγείς σε συνθήκες παγετού.

πολύς καιρός

(molto tempo)

È tanto che non gioco a golf.

πολύς

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Non voglio più torta, ne ho già mangiato parecchio.
Όχι άλλη πίτα για εμένα, ευχαριστώ· έφαγα ήδη πολύ.

άκρως

avverbio (μεταφορικά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πολλοί

aggettivo (μετρήσιμες ποσότητες)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'erano molti bambini in piscina e facevano una gran confusione.
Έκαναν πολύ θόρυβο.

απολύτως, εντελώς, τελείως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sarah è perfettamente capace di svolgere il compito. Laverò i piatti ma scrostare il water e tutta un'altra storia.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η Σάρα είναι απολύτως ικανή να κάνει αυτή τη δουλειά.

εξωφρενικά, απίστευτα

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
All'improvviso ci fu uno scoppio molto forte.
Ξαφνικά, ακούστηκε ένας εξωφρενικά μεγάλος θόρυβος.

τόσο

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Quel ragazzo è davvero carino!
Αυτός ο τύπος είναι πολύ ωραίος!

πολύ

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Vedo spesso mio fratello, anche se a volte mi irrita.
Συναντάω συχνά τον αδερφό μου αλλά πότε πότε με εκνευρίζει.

πολύ

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
È molto intelligente, vero?

άκρως, εντελώς, απολύτως

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ha recitato in tre film molto seri prima di fare questa commedia.

πολύ

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Era molto stanca alla fine della maratona.

πολύ

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La tua fetta di torta è molto più grande della mia. // È molto di più di quanto posso spendere.
Το δικό σου κομμάτι τούρτας είναι πολύ μεγαλύτερο από το δικό μου. Αυτά είναι πολύ περισσότερα από όσα μπορώ να διαθέσω.

πολλοί

(μόνο πληθυντικός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ο Τζον έφαγε πολλά κομμάτια πίτσα.

έντονα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Η Έλεν είναι πολύ απορροφημένη στο βιβλίο της.

ευρέως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

εξαιρετικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ο νεαρός CEO είναι καινούργιος, αλλά ήδη τον σέβονται πολύ.

εντελώς, απόλυτα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Είμαστε εντελώς (or: απόλυτα) ευχαριστημένοι που καθόμαστε εδώ.

απεριόριστα, άπειρα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Le madri amano i loro figli immensamente.

τόσο

(sfumatura temporale)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
È sempre così intelligente.
Είναι τόσο έξυπνος!

πολύ

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il film non era così bello.
Η ταινία δεν ήταν και τόσο καλή.

πολύ

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πολύ

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sei uno scemo totale!

άκρως, εξαιρετικά, πολύ, ιδιαίτερα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Οι εικόνες σε αυτό το ειδησεογραφικό ρεπορτάζ ενδέχεται να είναι άκρως ενοχλητικές.

ιδιαίτερα, σημαντικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il prezzo degli alimenti ora è sensibilmente più alto di venti anni fa.
Οι τιμές των τροφίμων είναι τώρα σημαντικά πιο υψηλές σε σχέση με είκοσι χρόνια πριν.

εξαιρετικά ψυχρός, δριμύτατα τσουχτερός

(freddo) (για ψύχος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La scorsa settimana c'è stato un freddo pungente ogni giorno.
Ο καιρός την προηγούμενη εβδομάδα ήταν εξαιρετικά ψυχρός κάθε μέρα.

έντονα, δυνατά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

εξαιρετικά

(ανάλογα με το συγκείμενο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ο Φρανκ αντιλαμβανόταν πολύ καλά την οικονομική του κατάσταση αφού έχασε τη δουλειά του.

υπερευαίσθητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il bambino ipersensibile piange troppo facilmente.

άρρωστος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που έχει τρελαθεί από την αγωνία του

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πολύ λίγοι

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Nel flacone sono rimaste pochissime pastiglie. Devo chiamare il dottore per farmi fare una nuova ricetta.

εντός ολίγου, συντόμως

avverbio (λόγιο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σπάνια, δυσεύρετα

aggettivo

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

νευρόσπαστο

(bambino, familiare) (καθομ: παιδί)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

που αξίζει τα λεφτά του

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Οι διακοπές άξιζαν τα λεφτά τους. Τα προϊόντα με την επωνυμία του καταστήματος αξίζουν τα λεφτά τους.

έφηβος που ξέρει από υπολογιστές

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σφοδρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'intensa battaglia continuò fino a notte fonda.

ελάχιστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ci sono scarse probabilità che Bob sia promosso.

σκληρός

(alcolici) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
"Ho bisogno di un drink forte," disse Daphne quando si rese conto di aver vinto alla lotteria.

για ώρα, για πολλή ώρα, για πολύ

(tempo)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Ci metterà tanto?
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Θα λείψει για καιρό; Ναι, είπε οτι θα γυρίσει σε δύο εβδομάδες.

πολύ περισσότερο

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Ha ottenuto molto più della media nel test. Il ragazzino aveva 15 anni ma era già molto più alto di 2 m.

ωραίος, όμορφος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Che vista meravigliosa sul mare!
Τι ωραία (or: όμορφη) θέα στη θάλασσα!

δημοφιλής

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Madison è la ragazza più famosa della scuola.
Η Μάντισον είναι το πιο δημοφιλές κορίτσι στο σχολείο.

εθνικόφρων

sostantivo femminile

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καμαρώνω για το σπίτι μου

υπερώριμος

(φρούτα, λαχανικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Bisogna usare le banane molto mature per fare il pane di banane (banana bread). Non a caso, il pane fatto così è molto più buono!

τσιτωμένος, τεζαρισμένος, τεταμένος

(idiomatico) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

μακριά

(ο ένας από τον άλλο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La Cina e la Romania godono di un'amicizia duratura nonostante i due paesi siano molto distanti.

πολυδιαβασμένος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I libri di John Grisham sono molto letti, specialmente qui nel sud.

πολύ ενοχλητικός

locuzione aggettivale (αργκό,πιθανώς προσβλητικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questo tuo modo di fare è davvero irritante, non ti rendi conto che tutti cominciano a evitarti?

βαθυστόχαστος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questo libro è stato molto significativo per la mia adolescenza.

έντονα συναισθηματικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È un ragazzo molto capace ma anche molto emotivo.

ευΰπόληπτος, εξέχων, διαπρεπής

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

απόλυτα ικανοποιημένος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La giuria è estremamente soddisfatta della tua presentazione, sarai ricompensato generosamente.

λίγος

aggettivo (με κατάφαση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Non c'è molto cibo nella dispensa. Credo che dovremo andare a cena fuori.
Δεν υπάρχουν πολλά τρόφιμα στα ντουλάπια, νομίζω πρέπει να φάμε έξω.

αρκετά δύσκολος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Wow! Quel test era piuttosto difficile.
Όπα, το τεστ ήταν αρκετά δύσκολο.

αρκετά κοντινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

έντονα/πικρά απογοητευμένος

aggettivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I miei erano molto amareggiati quando ho interrotto l'università e ho iniziato a lavorare.

πολύ καλός

aggettivo

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Non capisco, di solito prendeva ottimi voti.
Δεν καταλαβαίνω· συνήθιζε να παίρνει πολύ καλούς βαθμούς.

πολύ φωτεινός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πιθανόν, πιθανότατα

aggettivo

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
È molto probabile che nel pomeriggio piova.

ωχρός, χλωμός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πολύ σύντομος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πολύ καλύτερος

(superiore)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il vino francese è buono, ma quello californiano è molto meglio.

χρονοβόρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καλύτερα από κάθε άλλη φορά, καλύτερα από ποτέ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Χθες ήμουν λυπημένος αλλά τώρα είμαι καλύτερα από κάθε άλλη φορά.

πολύ λιγότερο

locuzione avverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Mia sorella adora incontrare persone nuove: lei è decisamente meno timida di me.

με υψηλό επίπεδο μόρφωσης

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που έχει ισχυρό κίνητρο

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πάει καιρός που έφυγε

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παρόμοιος με

aggettivo

βαθύς

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χαίρομαι πάρα πολύ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Όταν έμαθα ότι οι δυο σας θα παντρευτείτε χάρηκα πάρα πολύ.

που έχει υπερευλίγιστες αρθρώσεις

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πολύ κοφτερός

αξιοσέβαστος

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πολυαγαπημένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πολυχρησιμοποιημένος

locuzione aggettivale (oggetto)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

για πολύ καιρό, για καιρό

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Starà via per molto tempo?
Θα λείπει για πολύ καιρό;

εδώ και καιρό, εδώ και πολύ καιρό

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Sono in pensione da molto tempo; non lavoro da anni.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του molto στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του molto

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.