Τι σημαίνει το lungo στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης lungo στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lungo στο Ιταλικό.

Η λέξη lungo στο Ιταλικό σημαίνει μακρύς, κατά μήκος, που έχει μήκος, στο πλάι, μακρύς, μεγάλος, μακρός, μεγάλος, ανοδικός, αργός, μάξι, maxi, παρακάτω, παραπέρα, μακρύς, μεγάλος, διάρκεια, μεγάλη, επιμηκής, μακρύς, μακρύς, ολόσωμος, και στις δύο πλευρές, από, υψηλός, μακροσκελής, εκτενής, πολύ μακρύς, μακροσκελής, μακρύς, μεγάλος, πιο κάτω, χρονοβόρος, μακρόχρονος, μακροχρόνιος, μεγάλος, ταραγμένος, πολλή ώρα, για πολλή ώρα, επί μακρόν, κατά μήκος, πηγαινοέρχομαι, μακρινή πάσα, μακρύτερος, μακρύτερος, μακριούτσικος, αρκετά μακρύς, που κινείται προς το στόχο, ένα μίλι, ανθεκτικός, μακροχρόνιος, μεγάλης διάρκειας, που έχει περάσει πολλά, μακροπρόθεσμος, σε πολλές παραγράφους, με πολλές παραγράφους, -αναμενόμενος, μακροπρόθεσμος, με μακρύ κοτσάνι, με μακρύ βλαστό, παράκτια, παρακτίως, διεξοδικά, αναλυτικά, για πολύ καιρό, για καιρό, στη διαδρομή, καθ'οδόν, καθοδόν, μακροπρόθεσμα, κατά μήκος, ταξίδι, μακρύτριχος, μουστάκα, πουράκι, σκούφος, μούτρα, μεγάλο ταξίδι, μακρύ ταξίδι, μακροπρόθεσμο σχέδιο, μακροπρόθεσμος σχεδιασμός, μακροπρόθεσμη μνήμη, άλμα εις μήκος, μεγάλη παύλα, μεγάλη διάρκεια, άλμα εις μήκος, πολύς καιρός, μακροχρόνια φροντίδα, μακροπρόθεσμη ζημία, μακροπρόθεσμη επίπτωση, μακροπρόθεσμη επίδραση, μακροπρόθεσμη στρατηγική, μακρύρυγχο στροφοδέλφινο, μακρόρυγχο ζωνοδέλφινο, μακρύς κατάλογος, μακρύ φόρεμα, χαλί, long covid, κατά μήκος, κατά μήκος, περιμένω πολλή ώρα, ψάχνω για δουλειά, είμαι πλήρης ημερών, φεύγω πλήρης ημερών, απλώνω τα πόδια μου πέρα από το πάπλωμά μου, παίρνω πολύ καιρό, θέλω πολύ καιρό, είμαι ξαπλωμένος, μακρηγορώ, δημηγορώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης lungo

μακρύς

aggettivo (spazio)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'era un lungo tavolo in mezzo alla stanza. Imogen ha i capelli lunghi.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ναι, είναι μακρύ το τραπέζι.

κατά μήκος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Lungo il fiume corre una ringhiera di sicurezza.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Υπάρχει ένας φράχτης κατά μήκος του ποταμού, για ασφάλεια.

που έχει μήκος

aggettivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il tavolo è lungo tre metri.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το τραπέζι έχει τρία μέτρα μήκος (or: μάκρος).

στο πλάι

preposizione o locuzione preposizionale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Il mio cane corre volentieri lungo il sentiero mentre io vado in bici. Camminando lungo la strada Anna trovò un anello d'oro.

μακρύς

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mi piace portare i capelli lunghi.
Μου αρέσουν τα μαλλιά μου μακριά.

μεγάλος

aggettivo (tempo, durata)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il film era troppo lungo.
Η ταινία ήταν πολύ μεγάλη (or: μακροσκελής).

μακρός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nella parola "tool" la "o" ha un suono lungo.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Στα αρχαία ελληνικά, υπήρχαν τα μακρά και τα βραχέα φωνήεντα.

μεγάλος

aggettivo (figurato: tempo, durata) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È stata una lunga giornata, non vedo l'ora di andare a casa.
Ήταν μεγάλη μέρα σήμερα - περιμένω πώς και πώς να πάω σπίτι.

ανοδικός

aggettivo (finanza)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mentre gli altri vendevano le azioni, lui prese una posizione lunga.
Ενώ οι άλλοι πουλούσαν τη μετοχή, αυτός πήρε ανοδική θέση (or: θέση long).

αργός

aggettivo (fotografia: tempo di posa)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Uso un tempo lungo per fare le foto di sera.

μάξι, maxi

aggettivo (φούστα: μέχρι το πάτωμα)

Mi piace il taglio di questo vestito, ma ne ha uno lungo?
Μου αρέσει αυτή η γραμμή του φορέματος, αλλά υπάρχει σε μάξι (or: μακρύ);

παρακάτω, παραπέρα

preposizione o locuzione preposizionale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La banca è poco più avanti lungo questa strada.
Η τράπεζα βρίσκεται λίγο πιο κάτω (or: πιο πέρα) σε αυτόν τον δρόμο.

μακρύς, μεγάλος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ho una lunga lista di problemi con la mia casa.
Έχω μια μακριά (or: μεγάλη) λίστα με πράγματα που πρέπει να κάνω, αλλά δεν μου περισσεύει καθόλου χρόνος.

διάρκεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il film dura tre ore.
Η ταινία διαρκεί (or: κρατάει) τρεις ώρες.

μεγάλη

aggettivo (tipografia: trattino, lineetta) (σύμβολο, παύλα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επιμηκής, μακρύς

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il viso lungo di un cane era visibile attraverso la finestra.

μακρύς, ολόσωμος

(abbigliamento)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questo abito lungo mi sembra troppo démodè. Ad un evento elegante, le donne dovrebbero indossare l'abito lungo.
Το μακρύ φόρεμα μου φαίνεται πολύ παλιομοδίτικο. // Σε μια επίσημη δεξίωση, οι γυναίκες θα πρέπει να φοράνε μακρύ φόρεμα.

και στις δύο πλευρές

preposizione o locuzione preposizionale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Questa vasta catena montuosa si trova lungo il confine tra due stati.

από

(απόσταση)

Μένουν περίπου 20 μίλια από το ποτάμι.

υψηλός

aggettivo (meccanica: rapporti)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Molte macchine sportive hanno un rapporto di riduzione lungo per raggiungere le alte velocità.

μακροσκελής, εκτενής

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tom ha scritto un lungo articolo sul suo lavoro per un giornale locale.
Ο Τομ έγραψε ένα μακροσκελές άρθρο για την δουλειά του σε μια τοπική εφημερίδα.

πολύ μακρύς

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I suoi capelli erano troppo lunghi, perciò decise di tagliarli.

μακροσκελής, μακρύς, μεγάλος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il disco del professore è stato così prolisso che alcuni studenti si sono addormentati.
Η ομιλία του καθηγητή ήταν τόσο μακροσκελής που μερικοί φοιτητές αποκοιμήθηκαν.

πιο κάτω

preposizione o locuzione preposizionale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il ristorante è appena più avanti lungo alla strada.
Το εστιατόριο είναι λίγο πιο κάτω στο δρόμο.

χρονοβόρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hanno trovato un accordo per evitare una lunga battaglia legale per i diritti sul nome.

μακρόχρονος, μακροχρόνιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μεγάλος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il conduttore televisivo ha intervistato l'autore per un tempo prolungato.
Η παρουσιάστρια της τηλεοπτικής εκπομπής πήρε μια μεγάλη συνέντευξη από τον συγγραφέα.

ταραγμένος

(mare)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πολλή ώρα, για πολλή ώρα

locuzione avverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
La vedova ha vissuto a lungo da sola: sono trascorsi quarant'anni dalla morte del marito.

επί μακρόν

(discorso)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il pubblico cominciò a tossire e a mostrare segni di impazienza mentre il sindaco parlava lungamente della storia della città.

κατά μήκος

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Bobby ha piegato il foglio longitudinalmente per fare un origami.

πηγαινοέρχομαι

(di segni incrociati)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il cortile anteriore era ricoperto da segni di pneumatici

μακρινή πάσα

(football)

μακρύτερος

aggettivo (μήκος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il letto è più lungo delle lenzuola.
Το κρεβάτι είναι πιο μακρύ από τα σεντόνια.

μακρύτερος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È la limousine più lunga che abbia mai visto. Questa è la nostra fune più lunga.
Αυτή είναι η μακρύτερη λιμουζίνα που έχω δει ποτέ μου. Αυτό είναι το μακρύτερο σκοινί μας.

μακριούτσικος, αρκετά μακρύς

(informale) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I miei capelli sono lunghetti e si annodano facilmente.

που κινείται προς το στόχο

avverbio

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ένα μίλι

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La strada è lunga circa un miglio.
Ο δρόμος έχει μήκος περίπου ένα μίλι.

ανθεκτικός, μακροχρόνιος, μεγάλης διάρκειας

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Gli effetti del temporale sono stati durevoli.

που έχει περάσει πολλά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μακροπρόθεσμος

locuzione aggettivale (αναφορά στο μέλλον)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Come posso migliorare la mia memoria a lungo termine?

σε πολλές παραγράφους, με πολλές παραγράφους

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

-αναμενόμενος

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μακροπρόθεσμος

(obbligazioni)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

με μακρύ κοτσάνι, με μακρύ βλαστό

locuzione aggettivale (για φυτό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παράκτια, παρακτίως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

διεξοδικά, αναλυτικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Mi ha spiegato la sua situazione finanziaria in dettaglio.

για πολύ καιρό, για καιρό

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Starà via per molto tempo?
Θα λείπει για πολύ καιρό;

στη διαδρομή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Stiamo andando in montagna, ma ci fermeremo per un caffè lungo la strada.
Οδηγούμε προς τα βουνά, αλλά θα σταματήσουμε για καφέ στη διαδρομή.

καθ'οδόν

locuzione avverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Se vuoi li consegno da parte tua lungo la strada.

καθοδόν

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ci siamo fermati durante il tragitto per fare delle foto.
Κάναμε μια στάση καθοδόν και βγάλαμε φωτογραφίες.

μακροπρόθεσμα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κατά μήκος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Abbiamo costruito un muro di contenimento sul fianco della terrazza.

ταξίδι

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il lungo viaggio di Edward lo portò attraverso tutta l'Europa.
Το ταξίδι του Έντουαρτ τον πήγε σε ολόκληρη την Ευρώπη.

μακρύτριχος

sostantivo maschile

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μουστάκα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πουράκι

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σκούφος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mia madre mi ha fatto un lungo berretto di lana a maglia da indossare questo inverno.

μούτρα

sostantivo maschile (figurato: faccia triste) (μεταφορικά: λύπη, γκρίνια)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Hai avuto tutto quello che volevi, cos'è questo muso lungo?

μεγάλο ταξίδι, μακρύ ταξίδι

Quello tra Francia e Australia è un lungo viaggio.

μακροπρόθεσμο σχέδιο

sostantivo maschile

Il nostro progetto a lungo termine consiste nel costruire tre nuove strutture nei prossimi vent'anni.

μακροπρόθεσμος σχεδιασμός

sostantivo femminile

Gli alti dirigenti utilizzano la pianificazione a lungo termine per portare avanti l'obiettivo dell'azienda.

μακροπρόθεσμη μνήμη

La mia memoria a lungo termine è a posto, ma non ho idea di cosa abbia fatto stamattina.

άλμα εις μήκος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Carl Lewis fu un campione anche nel salto in lungo.

μεγάλη παύλα

sostantivo maschile (Η/Υ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A volte i trattini lunghi sono usati per delimitare gli incisi.

μεγάλη διάρκεια

άλμα εις μήκος

sostantivo maschile (σπορ)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Alle Olimpiadi, è lì che ha battuto il record mondiale di salto in lungo.
Ήταν στους Ολυμπιακούς που έσπασε το παγκόσμιο ρεκόρ στο άλμα εις μήκος. Στο γυμνάσιο ήμουν στην ομάδα στίβου και αγωνιζόμουνα στο άλμα εις μήκος.

πολύς καιρός

sostantivo maschile (πχ μέρες, μήνες)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sono rimasto seduto al sole per molto tempo e mi sono scottato. Non vedo il mio ex marito da molto tempo.
Έκατσα πολλή ώρα στον ήλιο και κάηκα.

μακροχρόνια φροντίδα

sostantivo femminile

μακροπρόθεσμη ζημία

μακροπρόθεσμη επίπτωση, μακροπρόθεσμη επίδραση

sostantivo maschile

μακροπρόθεσμη στρατηγική

μακρύρυγχο στροφοδέλφινο, μακρόρυγχο ζωνοδέλφινο

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μακρύς κατάλογος

sostantivo maschile

μακρύ φόρεμα

sostantivo maschile

χαλί

(ordito, trama di un tappeto)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I fili del tappeto hanno un aspetto vecchio e logoro.

long covid

(effetti a lungo termine)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

κατά μήκος

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Είχε κρεμάσει μικροσκοπικά φωτάκια κατά μήκος της αυλής για το πάρτυ.

κατά μήκος

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)

περιμένω πολλή ώρα

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A causa dell'affollamento abbiamo dovuto aspettare molto.

ψάχνω για δουλειά

verbo intransitivo (ricerca di lavoro)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

είμαι πλήρης ημερών, φεύγω πλήρης ημερών

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απλώνω τα πόδια μου πέρα από το πάπλωμά μου

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παίρνω πολύ καιρό, θέλω πολύ καιρό

(μέρες, μήνες κλπ.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είμαι ξαπλωμένος

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

μακρηγορώ, δημηγορώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il principe Carlo potrebbe discorrere per ore sul tema dell'architettura.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lungo στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.