Τι σημαίνει το molti στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης molti στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του molti στο Ιταλικό.

Η λέξη molti στο Ιταλικό σημαίνει πολλοί, πολλοί άνθρωποι, πολλοί και διάφοροι, πολλοί, πολύ, πάρα πολύ, μόλτο, πολύ, πολύ, μεγάλος, κατά, πολύ, πολύ καιρό, αληθινά, πραγματικά, πολύ, πολύς, πολλοί, έντονα, ευρέως, εξαιρετικά, εντελώς, απόλυτα, απεριόριστα, άπειρα, τόσο, πολύ, πολύ, τόσο, πολύ, πολύ, ιδιαίτερα, πολύς καιρός, πολύς, πολύ, άκρως, πολλοί, πολύς, απολύτως, εντελώς, τελείως, εξωφρενικά, απίστευτα, πολύ, πολύ, πολύ, άκρως, εντελώς, απολύτως, πολύ, πολύ, πολύ, λίγοι, πολύ περισσότεροι, πολλοί, πολύπλευρος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης molti

πολλοί

pronome (plurale di molto)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Molti hanno provato a scalare la montagna senza riuscirci.
Πολλοί προσπάθησαν να ανεβούν στο βουνό και απέτυχαν.

πολλοί άνθρωποι

sostantivo plurale maschile

Molti credono agli extraterrestri.

πολλοί και διάφοροι

aggettivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ci sono parecchi tipi di animali nella foresta tropicale.

πολλοί

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Donna ha molti cugini.
Η Ντόνα έχει πολλά ξαδέρφια.

πολύ

aggettivo

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πάρα πολύ

avverbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
La tua macchina mi piace molto.
Μου αρέσει πάρα πολύ.

μόλτο

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πολύ

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Dan ha comprato una macchina molto valida a un prezzo d'occasione.
Ο Νταν αγόρασε ένα πολύ καλό αυτοκίνητο σε τιμή ευκαιρίας.

πολύ

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il mio bebè piange molto all'inizio della sera.

μεγάλος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La sua campagna presidenziale ha avuto molto successo a livello locale.
Η προεδρική της καμπάνια είχε μεγάλη επιτυχία σε τοπικό επίπεδο.

κατά

Aveva molte più probabilità di avere successo di quanto la gente pensasse.
Οι πιθανότητές της να επιτύχει, ήταν κατά πολύ περισσότερες από ότι πίστευαν οι άλλοι.

πολύ

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ha scritto in maniera molto chiara ed il suo saggio era convincente.
Έγραψε πολύ (or: ιδιαίτερα) ξεκάθαρα και η έκθεσή του ήταν πειστική.

πολύ καιρό

aggettivo (tempo)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Qui c'erano problemi molto prima che lui arrivasse.
Υπήρχαν προβλήματα εδώ πολύ καιρό (or: πολύ) πριν φτάσει.

αληθινά, πραγματικά

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Era un membro molto attivo del gruppo.

πολύ

aggettivo (rafforzativo per avverbio)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sai molto bene che non verrà.

πολύς

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Molti dei suoi ragionamenti erano illogici.
Πολλά από τα επιχειρήματά του ήταν παράλογα.

πολλοί

(μόνο πληθυντικός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ο Τζον έφαγε πολλά κομμάτια πίτσα.

έντονα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Η Έλεν είναι πολύ απορροφημένη στο βιβλίο της.

ευρέως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

εξαιρετικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ο νεαρός CEO είναι καινούργιος, αλλά ήδη τον σέβονται πολύ.

εντελώς, απόλυτα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Είμαστε εντελώς (or: απόλυτα) ευχαριστημένοι που καθόμαστε εδώ.

απεριόριστα, άπειρα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Le madri amano i loro figli immensamente.

τόσο

(sfumatura temporale)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
È sempre così intelligente.
Είναι τόσο έξυπνος!

πολύ

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il film non era così bello.
Η ταινία δεν ήταν και τόσο καλή.

πολύ

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

τόσο

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Quel ragazzo è davvero carino!
Αυτός ο τύπος είναι πολύ ωραίος!

πολύ

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Era molto disponibile.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Θα μάθεις τι συνέβη λίαν συντόμως.

πολύ

aggettivo

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Lui sembra molto più vecchio adesso.
Μοιάζει πολύ μεγαλύτερος τώρα.

ιδιαίτερα

avverbio (εξαιρετικά, πάρα πολύ)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Stai particolarmente attento quando guidi sul ghiaccio.
Να είσαι ιδιαίτερα προσεχτικός όταν οδηγείς σε συνθήκες παγετού.

πολύς καιρός

(molto tempo)

È tanto che non gioco a golf.

πολύς

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Non voglio più torta, ne ho già mangiato parecchio.
Όχι άλλη πίτα για εμένα, ευχαριστώ· έφαγα ήδη πολύ.

πολύ

aggettivo

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ieri hanno mangiato molto più del solito.
Έφαγαν πολύ περισσότερο από το συνηθισμένο εχθές.

άκρως

avverbio (μεταφορικά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πολλοί

aggettivo (μετρήσιμες ποσότητες)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'erano molti bambini in piscina e facevano una gran confusione.
Έκαναν πολύ θόρυβο.

πολύς

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sentivamo molte risate provenire dalla stanza.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ακούσαμε πολύ θόρυβο από το διπλανό διαμέρισμα.

απολύτως, εντελώς, τελείως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sarah è perfettamente capace di svolgere il compito. Laverò i piatti ma scrostare il water e tutta un'altra storia.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η Σάρα είναι απολύτως ικανή να κάνει αυτή τη δουλειά.

εξωφρενικά, απίστευτα

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
All'improvviso ci fu uno scoppio molto forte.
Ξαφνικά, ακούστηκε ένας εξωφρενικά μεγάλος θόρυβος.

πολύ

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Vedo spesso mio fratello, anche se a volte mi irrita.
Συναντάω συχνά τον αδερφό μου αλλά πότε πότε με εκνευρίζει.

πολύ

avverbio (εμφατικός τύπος)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Si è sentito molto meglio dopo aver preso l'aspirina.
Ένιωσε πολύ καλύτερα αφού πήρε μια ασπιρίνη.

πολύ

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
È molto intelligente, vero?

άκρως, εντελώς, απολύτως

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ha recitato in tre film molto seri prima di fare questa commedia.

πολύ

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Era molto stanca alla fine della maratona.

πολύ

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La tua fetta di torta è molto più grande della mia. // È molto di più di quanto posso spendere.
Το δικό σου κομμάτι τούρτας είναι πολύ μεγαλύτερο από το δικό μου. Αυτά είναι πολύ περισσότερα από όσα μπορώ να διαθέσω.

πολύ

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sei uno scemo totale!

λίγοι

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πολύ περισσότεροι

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ci sono molte più caffetterie oggi di quante ce n'erano vent'anni fa.

πολλοί

aggettivo

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)

πολύπλευρος

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του molti στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.