Τι σημαίνει το volo στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης volo στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του volo στο Ιταλικό.

Η λέξη volo στο Ιταλικό σημαίνει πετάω, περνώ γρήγορα, περνάω γρήγορα, πετάω, πηγαίνω με αεροπλάνο, πετάω, πετώ, πτήση με αεροπλάνο, πετάω με ανεμοπλάνο, πετάω με ανεμόπτερο, σφυρίζω, βουίζω, φεύγω βιαστικά, περνάω, περνώ, πτήση, πτήση, πέταγμα, πτήση, υπέρβαση, πτήση, τρέχω, φτερωμένος, πτερωμένος, ικανός για πτήση, έχει τη δυνατότητα πτήσης, που δεν μπορεί να πετάξει, πετάω, αιωροπτερισμός, ανοίγω τα φτερά μου, πετάω χαρταετό, πετώ με αεροπλάνω σε πολύ μικρό ύψος, πετάω μακριά, με παίρνει ο αέρας, κάνω κτ μόνος μου, περνώ σαν αστραπή, κανονικός, παρασύρομαι από τον άνεμο, πιλοτάρω μόνος, περνώ γρήγορα, πετάω μακριά, πετάω με τζετ, ανεβαίνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης volo

πετάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ogni giorno si vedono gli uccelli volare.
Μπορείς να δεις πουλιά να πετάνε κάθε μέρα.

περνώ γρήγορα, περνάω γρήγορα

verbo intransitivo (figurato: tempo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il tempo vola quando ci si diverte.

πετάω, πηγαίνω με αεροπλάνο

verbo intransitivo (figurato: andare in aereo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A molti piace volare in cerca del sole invernale. Sono volati in Messico per il weekend.
Σε πολλούς από εμάς αρέσει να πετάμε σ' άλλα μέρη αναζητώντας λίγη χειμωνιάτικη λιακάδα. Πέταξαν για Μεξικό γι' αυτό το Σαββατοκύριακο.

πετάω, πετώ

verbo intransitivo (figurato: trascorrere velocemente)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le ore volano quando sono con te.
Οι ώρες πετούν όταν είμαι μαζί σου.

πτήση με αεροπλάνο

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Volare spaventa alcune persone.
Το να πετάνε μπορεί να είναι τρομακτικό για μερικούς ανθρώπους.

πετάω με ανεμοπλάνο, πετάω με ανεμόπτερο

(con un aliante)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σφυρίζω, βουίζω

verbo intransitivo (μτφ: γρήγορη κίνηση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La freccia schizzò nell'aria e colpì il centro del bersaglio.
Το βέλος βούιξε στον αέρα και καρφώθηκε στο κέντρο.

φεύγω βιαστικά

verbo intransitivo (informale)

Alan ha dovuto cancellare la riunione e scappare a casa perché sua moglie era stata ricoverata in ospedale.

περνάω, περνώ

verbo intransitivo (di tempo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Una volta che hai dei figli, gli anni volano.

πτήση

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Non è stato un brutto volo. Ho dormito per quasi tutto il viaggio.

πτήση

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il volo per Madrid dura sette ore.
Η πτήση για Μαδρίτη διαρκεί εφτά ώρες.

πέταγμα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il volo degli uccelli è spesso grazioso.
Το πέταγμα των πουλιών είναι πανέμορφο μερικές φορές.

πτήση

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
È stato un volo di tre ore.

υπέρβαση

sostantivo maschile (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ha avuto un bel volo di fantasia quando ha proposto di andar fuori a mangiare.
Έκανε πραγματική υπέρβαση όταν μου πρότεινε να βγούμε για φαγητό.

πτήση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il volo della palla è terminato nel bosco.

τρέχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
È volato via dalla stanza quando si è ricordato del suo appuntamento.

φτερωμένος, πτερωμένος

locuzione aggettivale

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ικανός για πτήση, έχει τη δυνατότητα πτήσης

avverbio (ικανότητα)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

που δεν μπορεί να πετάξει

(uccelli)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πετάω

sostantivo maschile

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Volare può far paura; è per questo che alcuni uccelli costringono i propri piccoli a uscire dal nido per insegnar loro come si fa.
Το πέταγμα μπορεί να είναι τρομακτικό και γι' αυτό πολλά πουλιά πρέπει να σπρώξουν τα μικρά τους έξω από τη φωλιά για να τους διδάξουν πώς γίνεται.

αιωροπτερισμός

verbo intransitivo

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Andrew va a volare con il deltaplano ogni fine settimana.

ανοίγω τα φτερά μου

verbo intransitivo (figurato: ambizione) (μεταφορικά)

πετάω χαρταετό

verbo transitivo o transitivo pronominale

πετώ με αεροπλάνω σε πολύ μικρό ύψος

verbo intransitivo

πετάω μακριά

verbo intransitivo

Dopo che l'uccello venne salvato dal gatto, si diede una scossa e volò via.

με παίρνει ο αέρας

verbo transitivo o transitivo pronominale (vento)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il telone che ricopriva il nostro tetto è stato portato via dal vento forte.

κάνω κτ μόνος μου

verbo intransitivo (figurato: da solo)

περνώ σαν αστραπή

verbo intransitivo (figurato) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Paul è volato via sulla sua velocissima moto.

κανονικός

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παρασύρομαι από τον άνεμο

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I fogli slegati volarono via col vento.

πιλοτάρω μόνος

verbo intransitivo (sul proprio velivolo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περνώ γρήγορα

verbo intransitivo (tempo)

Stavo cercando di terminare l'esame, ma il tempo volava via.
Προσπαθούσε να τελειώσω το διαγώνισμα, αλλά η ώρα απλά περνούσε γρήγορα.

πετάω μακριά

verbo intransitivo

La bambina lasciò andare la cordicella e il suo palloncino volò via.

πετάω με τζετ

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il presidente è volato a New York con un jet per la conferenza stampa.
Ο πρόεδρος πέταξε στη Νέα Υόρκη με τζετ για τη συνέντευξη τύπου.

ανεβαίνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La palla è volata in cielo e quando alla fine è scesa è stata afferrata.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του volo στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του volo

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.