Τι σημαίνει το occhio στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης occhio στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του occhio στο Ιταλικό.
Η λέξη occhio στο Ιταλικό σημαίνει μάτι, οφθαλμός, μάτι, βλεφαρίδα, γραμματοσειρά, φύτρα, στο περίπου, πάνω - κάτω, στιγμή, κραυγαλέα, επιβλέπω, ένα κάρο λεφτά, μονόφθαλμος, χονδρικός, χοντρικός, αφανής, δυσδιάκριτος, πολύ παρατηρητικός, περίπου, χοντρικά, με την άκρη του ματιού μου, τηγανητός, για ψύλλου πήδημα, δια γυμνού οφθαλμού, Το ξέρω κι εγώ αυτό το παιχνίδι, Δεν το ξέρεις μόνο εσύ αυτό το παιχνίδι, μάτια που δεν βλέπονται γρήγορα λησμονούνται, έκτρωμα, τέρας, θέα, μαυρισμένο μάτι, προβολέας παρακολούθησης, μαυρισμένο μάτι, με γυμνό μάτι, άγρυπνο μάτι, άγρυπνο βλέμμα, ο κούκος αηδόνι, οφθαλμός αντί οφθαλμού, φασολιά που παράγει μαυρομάτικα φασόλια, αετίσιο μάτι, φακός fisheye, γυάλινο μάτι, μισό δευτερόλεπτο, αλληθωρισμός, στραβισμός, παρατηρητικότητα, οξυδέρκεια, μία σου και μία μου, παρατηρητικότητα, κάλυμμα ματιού, διά γυμνού οφαλμού, παρατηρητικότητα, ελέγχω, προσέχω, δεν χάνω κπ/κτ από τα μάτια μου, ρίχνω μια ματιά, έχω καλό μάτι, είμαι παρατηρητικός, κρατάω χαμηλό προφίλ, κάνω τα στραβά μάτια, βλέπω, ρίχνω μια ματιά, ρίχνω μια γρήγορη ματιά, κοστίζω ακριβά, είμαι σε εγρήγορση, παραβλέπω, ξεχωρίζω, κάνω τα στραβά μάτια, αποδοκιμάζω, παρακολουθώ, κατασκοπεύω, τηγανητός, κριτικά, επικριτικά, με την πρώτη ματιά, πρόσεχε!, έκτρωμα, στενή παρακολούθηση, αμβλυωπία, μαυρομάτικο φασόλι, κάνω τα στραβά μάτια για κτ, κλείνω το μάτι σε κπ, ξοδεύω ασύστολα για κτ, κόβω κτ με το μάτι, κλείσιμο του ματιού, υπό έλεγχο, μάτι, λεκές, οφθαλμός αντί οφθαλμού, που κόβει το μάτι του, διακριτικά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης occhio
μάτιsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Aveva magnifici occhi verdi. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο οφθαλμός των εντόμων συχνά είναι σύνθετος. |
οφθαλμόςsostantivo maschile (επίσημο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μάτι(vista) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ha un occhio eccezionale, riesce a leggere i caratteri piccolissimi. Έχει πολύ καλό μάτι και μπορεί να διαβάζει και τον μικρότερο τυπογραφικό χαρακτήρα. |
βλεφαρίδαsostantivo maschile (τριχούλα στο βλέφαρο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
γραμματοσειρά(tipografia) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Hanno usato per il titolo un occhio largo e pesante. Χρησιμοποίησαν μεγάλη και πλατιά γραμματοσειρά για τον τίτλο. |
φύτρα(germoglio delle patate) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Devi pelare le patate e rimuovere anche gli occhi. Πρέπει να ξεφλουδίσεις τις πατάτες και επίσης να αφαιρέσεις τις φύτρες. |
στο περίπου, πάνω - κάτω
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Sul mio albero ci sono approssimativamente quattro dozzine di mele.
I costi di costruzione della tua casa saranno approssimativamente di 100.000 dollari. Υπάρχουν περίπου (or: πάνω-κάτω) τέσσερις δωδεκάδες μήλα στο δέντρο μου. Το κόστος για να χτίσεις το σπίτι σου θα είναι 100.000 δολάρια, στο περίπου. |
στιγμή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il coniglio spaventato sparì in un battibaleno. |
κραυγαλέα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
επιβλέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ένα κάρο λεφτά(soldi) (αργκό, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) È una macchina incredibile: ti deve essere costata una fortuna! |
μονόφθαλμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χονδρικός, χοντρικός(stima) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ο υπολογισμός που έκανε στο περίπου αποδείχθηκε πολύ χαμηλός. |
αφανής, δυσδιάκριτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πολύ παρατηρητικόςverbo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il vecchio signor Williams ha l'occhio di un falco: non gli sfugge mai nulla. |
περίπου, χοντρικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Oggi Martin ha lavorato all'incirca otto ore. Ο Μάρτιν δούλεψε περίπου οχτώ ώρες σήμερα. |
με την άκρη του ματιού μου(figurato, informale) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non poté descriverlo accuratamente perché lo aveva visto con la coda dell'occhio. |
τηγανητός(uova) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) A colazione ho mangiato toast, pancetta e due uova all'occhio di bue. |
για ψύλλου πήδημαlocuzione avverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quella ragazza è talmente emotiva che si mette a piangere per un nonnulla. |
δια γυμνού οφθαλμούlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) In una notte serena Giove è visibile a occhio nudo. |
Το ξέρω κι εγώ αυτό το παιχνίδι, Δεν το ξέρεις μόνο εσύ αυτό το παιχνίδι(idiomatico) (μεταφορικά, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μάτια που δεν βλέπονται γρήγορα λησμονούνται(idiomatico) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έκτρωμα, τέραςsostantivo maschile (informale, figurato: bruttura) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Quell'edificio commerciale è stato considerato un pugno in un occhio sin dall'inizio. |
θέα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'hotel aveva una meravigliosa vista sulle montagne. |
μαυρισμένο μάτιsostantivo maschile Nick aveva un occhio nero dopo essere stato colpito dalla palla da baseball. |
προβολέας παρακολούθησης(spettacolo) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
μαυρισμένο μάτιsostantivo maschile (από μπουνιά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Dopo la rissa aveva un occhio nero. |
με γυμνό μάτιsostantivo maschile (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dopo i quarant'anni si potrebbe non essere più in grado di vedere dettagli minuscoli a occhio nudo. Non si riesce a vedere la vita animale in quest'acqua a occhio nudo. |
άγρυπνο μάτι, άγρυπνο βλέμμαsostantivo maschile (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ha tenuto un occhio vigile mentre i bambini giocavano sulla battigia. |
ο κούκος αηδόνι(informale) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Όχι, η τιμή είναι πολύ υψηλή - θέλει τη μάνα του και τον πατέρα του γι' αυτό το παλιάμαξο. |
οφθαλμός αντί οφθαλμούsostantivo maschile (idiomatico) (μτφ, εκδίκηση) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Distrusse l'opera del suo rivale, dicendo che si trattava di occhio per occhio, dente per dente. Κατέστρεψε το δημιούργημα του ανταγωνιστή του, λέγοντας ότι αυτό ήταν οφθαλμός αντί οφθαλμού. |
φασολιά που παράγει μαυρομάτικα φασόλιαsostantivo maschile (pianta) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Abbiamo piantato due file di fagioli dall'occhio nero in giardino. |
αετίσιο μάτι(figurato) (μεταφορικά) |
φακός fisheye(fotografia) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Con un obiettivo fisheye anche uno skateboarder mediocre sembra un campione. |
γυάλινο μάτιsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Prima di andare a dormire, tolgo il mio occhio di vetro e lo metto in un recipiente d'acqua vicino al letto. |
μισό δευτερόλεπτοsostantivo maschile (figurato: breve tempo) Aspetta, sono da te in un secondo! |
αλληθωρισμός, στραβισμόςsostantivo maschile (informale: ambliopia) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
παρατηρητικότητα, οξυδέρκειαsostantivo maschile (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μία σου και μία μουsostantivo maschile (vendetta) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παρατηρητικότηταsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κάλυμμα ματιούsostantivo femminile (su un occhio) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
διά γυμνού οφαλμούsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παρατηρητικότητα(figurato, informale) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ελέγχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tengo d'occhio il suo lavoro per assicurarmi che lo faccia bene. |
προσέχωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I bagnini sorvegliano la spiaggia. C'è sempre un membro dello staff medico che sorveglia il paziente. |
δεν χάνω κπ/κτ από τα μάτια μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non perdere di vista i tuoi figli vicino all'acqua |
ρίχνω μια ματιά(σε κτ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Poco prima che arrivassero gli ospiti, ha dato un'occhiata alla tavola per essere sicura che fosse tutto a posto. |
έχω καλό μάτι, είμαι παρατηρητικόςverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il pittore ha occhio per i dettagli |
κρατάω χαμηλό προφίλ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dopo il litigio tenni un profilo basso per qualche giorno. // Le spie tendono ad avere un profilo basso per non dare nell'occhio. Μετά τον καυγά κράτησα χαμηλό προφίλ για μερικές μέρες. Οι κατάσκοποι συνήθως κρατούν χαμηλό προφίλ για να μην τραβούν την προσοχή. |
κάνω τα στραβά μάτιαverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sapevo esattamente che cosa stava combinando ma ho deciso di chiudere un occhio. |
βλέπωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato, informale: guardare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ρίχνω μια ματιά, ρίχνω μια γρήγορη ματιά(σε κάποιον) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κοστίζω ακριβάverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato, informale: tanto) |
είμαι σε εγρήγορσηverbo intransitivo |
παραβλέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεχωρίζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Salta subito all'occhio. Πραγματικά κάνει μπαμ πάνω σου. |
κάνω τα στραβά μάτιαverbo transitivo o transitivo pronominale (informale, figurato) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il capo tende a chiudere un occhio sul fatto che le persone vadano a casa presto il venerdì, purché abbiamo portato a termine tutto il lavoro. |
αποδοκιμάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli insegnanti disapprovano gli studenti che arrivano in ritardo a lezione. La direzione disapprova che gli impiegati socializzino davanti al distributore dell'acqua. |
παρακολουθώ, κατασκοπεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La polizia sorvegliava la casa del sospetto sperando di coglierlo di sorpresa. |
τηγανητός(uova) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κριτικά, επικριτικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Katie parla sempre alle persone con occhio critico e tende a giudicarle. |
με την πρώτη ματιά(μεταφορικά) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
πρόσεχε!
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
έκτρωμαsostantivo maschile (figurato: oggetto brutto) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Negli anni cinquanta il design dell'edificio era il massimo della sofisticatezza, ma oggi è un pugno in un occhio. |
στενή παρακολούθησηverbo transitivo o transitivo pronominale So tutto riguardo alla tua condotta nell'ultima scuola che hai frequentato, quindi sappi che ti terrò d'occhio. // Sotto il rigido controllo della professoressa nessuno studente osava comportarsi male. |
αμβλυωπίαsostantivo maschile (επίσημο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ai bambini con un occhio pigro di solito si fa portare una benda. |
μαυρομάτικο φασόλιsostantivo maschile (legume) (συνήθως πληθυντικός) Nel Sud degli Stati Uniti è tradizione mangiare fagioli dall'occhio nero a Capodanno per avere fortuna nell'anno che verrà. |
κάνω τα στραβά μάτια για κτ(figurato) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'ispettore corrotto accettò di chiudere un occhio in merito alle violazioni alle norme di sicurezza. |
κλείνω το μάτι σε κπverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quando il bel ragazzo sorrise e le strizzò l'occhio, Lucy iniziò ad arrossire. Όταν ο όμορφος νεαρός χαμογέλασε και έκλεισε το μάτι στη Λούσι, εκείνη άρχισε να κοκκινίζει. |
ξοδεύω ασύστολα για κτverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Rebecca ha speso un occhio della testa per i suoi stivali nuovi. |
κόβω κτ με το μάτιverbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'ispettore giudicò la stanza a occhio e suppose che misurasse circa 6 metri. |
κλείσιμο του ματιού
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jane fece a Robert un occhiolino d'intesa facendogli capire che sapeva quello che lui stava facendo. |
υπό έλεγχοverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ogni giorno faccio una lista delle cose da fare per essere sicuro di avere sotto controllo tutte le mie incombenze. |
μάτι(μτφ: με γενική) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il centro dell'uragano era ben definito. Το μάτι του κυκλώνα διαγραφόταν καθαρά. |
λεκές
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Era evidente dalle macchie d'inchiostro sulle mani che lavorava nella stampa. |
οφθαλμός αντί οφθαλμού
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
που κόβει το μάτι του(καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il mio direttore ha un talento spiccato nello scovare gli errori di battitura. Το μάτι του επιμελητή μου κόβει όσον αφορά τα τυπογραφικά λάθη. |
διακριτικάlocuzione avverbiale (idiomatico) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του occhio στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του occhio
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.