Τι σημαίνει το chiudere στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης chiudere στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του chiudere στο Ιταλικό.

Η λέξη chiudere στο Ιταλικό σημαίνει κλείνω, κλείνω, εμποδίζω τη λειτουργία, κλείνω, κλείνω, κουμπώνω, γεμισμένος, παύω, σταματώ, κλείνω, κλείνω, τελειώνω, κλείνω, κουμπώνω, κλείνω, ασφαλίζω, ασφαλίζω, κλείνω, κλείνω, -, -, κλείνω, κλείνω, κλείνω, κλείνω, κλείνω, κλείνω, κλείνω, κλειδώνω, ολοκληρώνω, τελειώνω, πιέζω, αποκλείω, κατεβάζω, κλείνω, κλείνω, ολοκληρώνω, σφηνώνω, κουμπώνω, φράσσω, βουλώνω, κουμπώνω, κλείνω, σλαμ, σφραγίζω, αποδεκατίζω, τελειώνω, ολοκληρώνω, κάνω ούγια, μπλοκάρω, εμποδίζω, φράσσω, αποκλείω, αποσυνδέω, διακόπτω παροχή, κλείνω, διακόπτω λειτουργία,βάζω λουκέτο, φαλιρίζω, σταματάω, παύω, διακόπτομαι, σφραγίζω, ακολουθώ, πτωχεύω, απαρνούμαι, περικλείω σε κάψα, κλείνω, χτυπάω, κοπανάω, ενεργώ όταν είναι πλέον πολύ αργά, βουλώνω το στόμα, το βουλώνω, ξαναβρίσκομαι στο ίδιο σημείο, επιστρέφω στο ίδιο σημείο, κλείνω τις πόρτες, φτάνω στο νεκρό σημείο, κλείσε τα μάτια, κλειδώνω την πόρτα, κλείνω μια συμφωνία, πουλάω, πουλώ, κλείνω, βάζω λουκέτο σε, κλείνω τα μάτια, κάνω τα στραβά μάτια, δεν μπορώ να κοιμηθώ, δίνω τα χέρια, χωρίζω, παραβλέπω, το κλείνω, το κλείνω σε κπ, βροντάω, περιβάλλω, σκεπάζω, βροντάω, κοπανάω, κλειδώνω κπ έξω, δένω με αλυσίδα, κάνω τα στραβά μάτια, μαντρώνω, κλείνω κπ/κτ έξω, στεγανοποιώ, σφραγίζω, κλείνω, διακόπτω λειτουργία, βάζω λουκέτο, κλείνω, αποκλείω, μπλοκάρω, σταματώ, καλύπτω, δεν μεταδίδω, σκάω, κάνω πως δεν βλέπω, κλείνω τα μάτια, κάνω τα στραβά μάτια για κτ, κλειδώνω κπ έξω από κτ, βγάζω τις θηλιές από τη βελόνα, βγάζω τον σκασμό, το βουλώνω, κλείνω, ολοκληρώνω, τελειώνω, μανταλώνω, κλειδώνω, κλείνω στο κοτέτσι, κλείνω απ'έξω, ετοιμάζω κτ για εκτύπωση, λήγω το ζήτημα, αμπαρώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης chiudere

κλείνω

(cessare l'attività) (επιχείρηση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dopo che il medico è stato ucciso hanno dovuto chiudere la clinica.
Όταν ο γιατρός σκοτώθηκε, η κλινική έπρεπε να διακόψει τις εργασίες της.

κλείνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Stava rinfrescando, quindi Mike chiuse la finestra.
Άρχισε να κάνει κρύο, γι' αυτό ο Μάικ έκλεισε το παράθυρο.

εμποδίζω τη λειτουργία

verbo transitivo o transitivo pronominale (επιχείρηση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'Associazione contro lo sfruttamento delle donne votò a favore della chiusura del porno shop.
Ο Σύνδεσμος Γυναικών Κατά της Εκμετάλλευσης ψήφισε να εμποδίσει τη λειτουργία του καταστήματος ειδών σεξ.

κλείνω

verbo intransitivo (negozio)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ha chiuso e ha contato l'incasso della giornata.
Έκλεισε και μέτρησε τα έσοδα της ημέρας.

κλείνω, κουμπώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (con una cerniera lampo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Chiuditi la giacca!

γεμισμένος

verbo transitivo o transitivo pronominale

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Hai fatto bene a riempire quella buca, era pericolosa.

παύω, σταματώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il terzo gol ha chiuso l'incontro, non ci sono state azioni salienti dopo.

κλείνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κλείνω

verbo intransitivo (trasmissione radio, TV) (μτφ: τη μετάδοση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Chiudiamo qui la trasmissione, buon proseguimento di serata e non cambiate canale!

τελειώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La squadra ha chiuso la partita con un goal all'ultimo minuto e ha vinto 3-1.

κλείνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nina chiuse il negozio e andò a casa.
Η Νίνα έκλεισε το κατάστημα και πήγε στο σπίτι.

κουμπώνω

(vestito)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vieni amore, fatti chiudere il cappotto dalla nonna.
Έλα γλυκέ μου, άσε τη γιαγιά να κουμπώσει το παλτό σου.

κλείνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I proprietari del club hanno chiuso a causa di lamentele per il rumore a tutte le ore della notte.
Οι ιδιοκτήτες του κλαμπ το έκλεισαν λόγω παραπόνων για θόρυβο καθόλη τη διάρκεια της νύχτας.

ασφαλίζω, ασφαλίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La contadina ha chiuso il cancello dietro di lei.
Η αγρότισσα ασφάλισε την πόρτα πίσω της.

κλείνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Patel stava chiudendo il negozio quando i due uomini lo attaccarono.
Ο Πατέλ έκλεινε το μαγαζί όταν του επιτέθηκαν οι δύο άντρες.

κλείνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Per favore chiudi la finestra.
Σε παρακαλώ κλείσε το παράθυρο.

-

(figurato: lasciarsi) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Ne ho abbastanza della tua gelosia. Abbiamo chiuso!
Δεν αντέχω άλλο τη ζήλια σου. Τελειώσαμε!

-

verbo transitivo o transitivo pronominale (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Quando calò la notte, chiuse gli scuri.
Όταν νύχτωσε, έκλεισε τα παντζούρια.

κλείνω

(con l'ausiliare avere)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il mio ristorante preferito ha chiuso.

κλείνω

verbo intransitivo (μαγαζί)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il negozio ha chiuso alle nove di sera.
Το μαγαζί έκλεισε στις 9 μμ.

κλείνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La borsa oggi ha chiuso in rialzo.

κλείνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (bloccare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gli operai hanno chiuso la strada.

κλείνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le persone hanno chiuso il cerchio tenendosi per le mani.

κλείνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (οριστικοποιώ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ora chiudiamo le negoziazioni.
Ας κλείσουμε τις διαπραγματεύσεις τώρα.

κλείνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'azienda ha chiuso la fabbrica il giorno di Natale.

κλειδώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Chiudi a chiave la porta dietro di te.
Κλείδωσε την πόρτα φεύγοντας.

ολοκληρώνω, τελειώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Chiuse il suo discorso con una battuta, lasciando il pubblico di buonumore.
Έκλεισε την ομιλία του με ένα ανέκδοτο αφήνοντας τους ακροατές με καλή διάθεση.

πιέζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (cucina: bordi della pasta) (να ενωθούν)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Premete insieme i bordi della sfoglia.

αποκλείω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hanno bloccato l'intera zona e hanno detto agli abitanti di stare lontani.

κατεβάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Barbara tirò giù la tapparella.

κλείνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I muratori hanno completato il muro con l'ultimo mattone.

κλείνω, ολοκληρώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'ultimo relatore ha chiuso la sessione.

σφηνώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha chiuso la scatola nel retro del camion.
Σφήνωσε το κουτί στο πίσω μέρος του φορτηγού.

κουμπώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Potresti chiudermi il braccialetto?

φράσσω, βουλώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I marinai cercarono in tutti i modi di tappare la perdita lungo il bordo della nave.

κουμπώνω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Allaccia i bottoni perché fuori fa molto freddo.

κλείνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σλαμ

(carte)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

σφραγίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lecca la busta per sigillarla.

αποδεκατίζω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il comune ha eliminato l'ente che cura l'applicazione dei regolamenti edilizi e il risultato di ciò è stato l'incendio.

τελειώνω, ολοκληρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alla riunione erano tutti stanchi e scontrosi, quindi l'abbiamo conclusa.

κάνω ούγια

(cucito: alla fine) (ζαργκόν)

μπλοκάρω, εμποδίζω, φράσσω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La polizia ha bloccato la via principale per far passare in sicurezza il corteo presidenziale.

αποκλείω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La polizia ha delimitato l'area intorno al luogo dell'incidente mentre gli investigatori ne indagavano le cause.
Η αστυνομία απέκλεισε την περιοχή γύρω από το σημείο του ατυχήματος, την ώρα που αξιωματούχοι της προσπαθούσαν να διαλευκάνουν τα αίτια του συμβάντος.

αποσυνδέω, διακόπτω παροχή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Stacca la corrente dall'interruttore principale prima di partire per le vacanze.

κλείνω, διακόπτω λειτουργία,βάζω λουκέτο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Molti negozi hanno cessato l'attività a causa della crisi economica.

φαλιρίζω

(informale) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'azienda ha chiuso i battenti per colpa della crisi.
Η εταιρεία φαλίρισε λόγω της ύφεσης.

σταματάω, παύω, διακόπτομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mi dispiace vedere che il loro sito web sta chiudendo.

σφραγίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Abbiamo sigillato la fessura in modo che il tubo tenesse di nuovo.
Σφραγίσαμε το σημείο της διαρροής και η σαμπρέλα δεν χάνει πια αέρα.

ακολουθώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Io apro un passaggio attraverso la giungla e tu stai dietro.

πτωχεύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

απαρνούμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'alcolizzato ha promesso di abbandonare la sua dipendenza.
Ο αλκοολικός ορκίστηκε να εγκαταλείψει τον εθισμό του.

περικλείω σε κάψα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'insetto incapsula ogni uovo in una pallina di fango.

κλείνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χτυπάω, κοπανάω

(porte, finestre, ecc.)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Attento a non sbattere la porta!

ενεργώ όταν είναι πλέον πολύ αργά

verbo transitivo o transitivo pronominale (idiomatico: troppo tardi)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βουλώνω το στόμα, το βουλώνω

verbo intransitivo (colloquiale) (άκομψο, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξαναβρίσκομαι στο ίδιο σημείο, επιστρέφω στο ίδιο σημείο

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά: κατάσταση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κλείνω τις πόρτες

(figurato: impedire) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Απέτυχε στις εισαγωγικές εξετάσεις και έτσι έκλεισαν οι πόρτες τις νομικής για αυτόν.

φτάνω στο νεκρό σημείο

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Con questi ritmi saremo fortunati se chiudiamo in pareggio alla fine dell'anno.
Με τον ρυθμό που πηγαίνουμε θα είμαστε τυχεροί αν ρεφάρουμε στο τέλος του χρόνου.

κλείσε τα μάτια

verbo transitivo o transitivo pronominale (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quando vi sentite stressati, rilassatevi, chiudete gli occhi e fate dei respiri profondi.

κλειδώνω την πόρτα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quando esco, chiudo sempre la porta a chiave e inserisco l'allarme. Non dimenticarti di chiudere la porta a chiave quando te ne vai.
Πάντα οπλίζω τον συναγερμό και κλειδώνω την πόρτα όταν βγαίνω. Μην ξεχάσεις να κλειδώσεις την πόρτα πίσω σου όταν φύγεις.

κλείνω μια συμφωνία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'uomo d'affari portò il socio fuori a pranzo per chiudere un affare.

πουλάω, πουλώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Un bravo venditore sa chiudere una vendita anche dopo che il cliente ha detto di no.

κλείνω, βάζω λουκέτο σε

verbo transitivo o transitivo pronominale (colloquiale) (επιχειρήσεις)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κλείνω τα μάτια

verbo transitivo o transitivo pronominale (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ho una gran sorpresa per te e se chiudi gli occhi la porto dentro.

κάνω τα στραβά μάτια

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sapevo esattamente che cosa stava combinando ma ho deciso di chiudere un occhio.

δεν μπορώ να κοιμηθώ

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rimango a letto sveglio a preoccuparmi quasi tutta la notte.
Δεν μπορώ να κοιμηθώ σχεδόν όλη τη νύχτα επειδή ανησυχώ.

δίνω τα χέρια

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά: συμφωνώ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χωρίζω

(informale: interrompere una relazione)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Da quando ha scoperto che lo tradiva, ha chiuso con lei.
Όταν ανακάλυψε ότι η φίλη του ήταν άπιστη την χώρισε.

παραβλέπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

το κλείνω

(telefono)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Se ricevi una telefonata indesiderata, la cosa migliore da fare è riagganciare.

το κλείνω σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato, chiudere telefonata)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βροντάω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'adolescente chiuse la porta sbattendola quando lasciò la stanza dopo un altro litigio con i genitori.
Η έφηβη βρόντηξε την πόρτα καθώς έφευγε από το δωμάτιο μετά από έναν ακόμη καυγά με τους γονείς της.

περιβάλλω, σκεπάζω

(με αναρριχητικά φυτά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βροντάω, κοπανάω

verbo transitivo o transitivo pronominale (την πόρτα για να κλείσει)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κλειδώνω κπ έξω

verbo transitivo o transitivo pronominale

Iniziai a picchiare sulla porta quando mi resi conto che mi aveva chiuso fuori.
Όταν συνειδητοποίησα ότι με είχε κλειδώσει απέξω, άρχισα να χτυπάω την πόρτα.

δένω με αλυσίδα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω τα στραβά μάτια

verbo transitivo o transitivo pronominale (informale, figurato) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il capo tende a chiudere un occhio sul fatto che le persone vadano a casa presto il venerdì, purché abbiamo portato a termine tutto il lavoro.

μαντρώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il bestiame è chiuso in un recinto fuori dal mattatoio.

κλείνω κπ/κτ έξω

verbo transitivo o transitivo pronominale

Nancy chiude sempre fuori il gatto di notte.
Η Νάνση πάντα κλείνει την γάτα έξω τη νύχτα.

στεγανοποιώ, σφραγίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κλείνω, διακόπτω λειτουργία, βάζω λουκέτο

verbo transitivo o transitivo pronominale (επιχειρήσεις)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sto pianificando di chiudere l'attività il mese prossimo.
Σκοπεύω να κλείσω την επιχείρηση τον επόμενο μήνα.

κλείνω, αποκλείω, μπλοκάρω, σταματώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (di strada, passaggio)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La polizia bloccò la strada per via di un brutto incidente.
Η αστυνομία έκλεισε (or: απέκλεισε) τον δρόμο εξαιτίας ενός σοβαρού ατυχήματος.

καλύπτω

verbo transitivo o transitivo pronominale (με σανίδες)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hanno chiuso le finestre con assi di legno prima che arrivasse l'uragano.

δεν μεταδίδω

(radio, televisione)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La nostra radio locale chiude le trasmissioni a mezzanotte, e dopo non ci sarà più niente da ascoltare.

σκάω

(figurato, colloquiale) (καθομιλουμένη, προσβλητικό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω πως δεν βλέπω, κλείνω τα μάτια

(figurato) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Chiudeva un occhio sulle attività di suo marito.

κάνω τα στραβά μάτια για κτ

(figurato) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'ispettore corrotto accettò di chiudere un occhio in merito alle violazioni alle norme di sicurezza.

κλειδώνω κπ έξω από κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dennis continuava a rientrare a casa tardi, così Sheila l'ha chiuso fuori da casa per dagli una lezione.
Ο Ντένις πάντα αργούσε να επιστρέψει στο σπίτι. Έτσι, η Σίλα τον κλείδωσε έξω, για να τον συμμορφώσει.

βγάζω τις θηλιές από τη βελόνα

verbo transitivo o transitivo pronominale (lavoro a maglia) (πλέξιμο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Janice ha rifinito e tessuto gli orli del suo lavoro a maglia.

βγάζω τον σκασμό, το βουλώνω

(ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Magari stesse zitto e ascoltasse qualche volta!
Εύχομαι να το βούλωνε και να άκουγε καμιά φορά.

κλείνω, ολοκληρώνω, τελειώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (μτφ: ένα γράμμα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mio padre chiudeva sempre le sue lettere con "baci e abbracci, papà".
Ο πατέρας μου πάντα κλείνει γράφοντας «με αγάπη, φιλάκια, μπαμπάς».

μανταλώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Uscendo Mike ha chiuso la porta con il chiavistello.
Ο Μάικ μαντάλωσε την πόρτα βγαίνοντας.

κλειδώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ricordati di chiudere il portone con il lucchetto prima di andare via.

κλείνω στο κοτέτσι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Di notte chiudiamo le nostre galline nel pollaio mentre le lasciamo libere di razzolare di giorno.
Περιορίζουμε τα κοτόπουλά μας τη νύχτα και τα αφήνουμε να περιπλανιούνται ελεύθερα κατά τη διάρκεια της νύχτας.

κλείνω απ'έξω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non mi voleva alla riunione così mi ha chiuso la porta in faccia.

ετοιμάζω κτ για εκτύπωση

verbo transitivo o transitivo pronominale (editoria)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Bisogna sempre correre per chiudere l'ultima edizione della rivista.

λήγω το ζήτημα

verbo transitivo o transitivo pronominale (informale)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jane ha chiuso la faccenda cercando la risposta su internet.

αμπαρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ricordati di sprangare la porta di notte.
Μην ξεχάσεις να αμπαρώσεις την πόρτα το βράδυ.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του chiudere στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του chiudere

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.