Τι σημαίνει το perdita στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης perdita στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του perdita στο Ιταλικό.

Η λέξη perdita στο Ιταλικό σημαίνει απώλεια, ζημιά, ζημία, απώλεια, απώλεια, απώλεια, χάσιμο, διαρροή, διαρροή, μείωση, εκροή, διαρροή, χυμένος, πέσιμο, διαρροή, χύσιμο, απώλεια, κατάσχεση, θύμα, ελάττωμα, μειονέκτημα, διαρροή, διήθηση, έχω διαρροή, απώλεια αισθήσεων, απευαισθητοποίηση, σκοτοδίνη, μπλακάουτ, με ζημία, αιμορραγία, ρινορραγία, στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων, διαρροή αέρος, μείωση αξίας, πτώση, απώλεια ακοής, μερική κώφωση, απώλεια συγκέντρωσης, απώλεια ακοής, θάνατος, απώλεια μνήμης, απώλεια λόγου, σαχλαμάρισμα, χαζολόγημα, χάσιμο χρόνου, αδυνάτισμα, πετρελαιοκηλίδα, απώλεια αίματος, κίνδυνος απώλειας πελάτη, κακή σοδειά, απώλεια συνείδησης, απώλεια αισθήσεων, ακύρωση εγγύησης, διαρροή από τη στέγη, διαρροή από την οροφή, ζημία μετατροπής συναλλάγματος, απώλεια απόδοσης, μάταιο εγχείρημα, ανούσιο εγχείρημα, παράπλευρες απώλειες, χάσιμο χρόνου, απώλεια της παιδικής αθωότητας, σημειώνω απώλειες, υποφέρω από απώλεια, πενθώ για κπ, θρηνώ για κπ, μετ' επιφυλάξεως παντός δικαιώματος, απώλεια μνήμης, συνολική απώλεια, βιασμός, απώλεια σοδειάς, σπατάλη χρόνου, καθυστέρηση, μπάζω νερά, πενθώ για κτ, θρηνώ για κτ, απώλεια αισθήσεων, απώλεια συνείδησης, πτώση, μου λείπει κτ, αλλαγή κατοχής, αιματηρή βλέννη, χαμένη πελατεία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης perdita

απώλεια

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La perdita dell'udito ha danneggiato la sua capacità di lavoro.
Η απώλεια ακοής μείωσε την ικανότητά του να εργαστεί.

ζημιά, ζημία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La perdita è stata di oltre tre milioni di dollari.
Η χασούρα ήταν πάνω από τρία εκατομμύρια δολάρια.

απώλεια

sostantivo femminile (lutto)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ho sentito che tua madre è morta da poco. Mi dispiace per la tua perdita.
Ο γιος της Σόνια πέθανε πρόσφατα. Ήταν τεράστια απώλεια για όλη την οικογένεια.

απώλεια

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Rita avvertì un terribile senso di perdita quando i suoi figli se ne andarono di casa.
Η Ρίτα ένιωσε το απαίσιο αίσθημα της απώλειας, όταν τα παιδιά της έφυγαν από το σπίτι.

απώλεια

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Alcune assicurazioni coprono la perdita d'uso di una proprietà.
Μερικά ασφαλιστικά προγράμματα καλύπτουν την απώλεια χρήσης ιδιοκτησίας.

χάσιμο

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La perdita del telefono era per lui un grosso fastidio.
Το χάσιμο (or: Η απώλεια) του τηλεφώνου του τον δυσκόλεψε αρκετά.

διαρροή

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il container aveva una perdita ed è presto rimasto vuoto.
Το δοχείο είχε μια διαρροή και σύντομα άδειασε.

διαρροή

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La compagnia petrolifera ha dovuto inviare una squadra per occuparsi di una importante fuga su un oleodotto.
Η πετρελαϊκή εταιρεία χρειάστηκε να στείλει μια ομάδα για να αντιμετωπίσει μια μεγάλη διαρροή σε έναν αγωγό.

μείωση

sostantivo femminile (di inibizioni, pensieri)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εκροή

(επίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ha avuto una perdita di sangue.

διαρροή

sostantivo femminile (liquido che esce)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
C'è una perdita sotto il frigorifero.

χυμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Hanno chiamato una donna di servizio per pulire la perdita.

πέσιμο

sostantivo femminile (delle foglie)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

διαρροή

sostantivo femminile (liquido che esce)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A quanto sembra, il contenitore non era sigillato correttamente perché c'è una perdita sul ripiano dentro il frigorifero.

χύσιμο

(σπάνιο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La perdita ha provocato un casino terribile sulla moquette.

απώλεια

(λόγω θανάτου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il negozio sarà chiuso tutta la settimana a causa di un lutto in famiglia.

κατάσχεση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il mancato pagamento del debito portò alla confisca di tutti i beni del signor Clark.

θύμα

(in guerra)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il primo marito della signora Gray è morto in guerra.
Ο πρώτο σύζυγος της κας Γκρέυ ήταν θύμα του πολέμου.

ελάττωμα, μειονέκτημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ποιο είναι το μειονέκτημα της συγκεκριμένης πορείας δράσης;

διαρροή

(fuoriuscita)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
C'era una fuga di gas nel seminterrato.
Υπήρχε διαρροή αερίου στο υπόγειο.

διήθηση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'infiltrazione aveva lasciato bagnata la superficie del terreno.

έχω διαρροή

verbo transitivo o transitivo pronominale (με γενική)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
La macchina di Tom ha una perdita di liquido dal servosterzo.
Το αυτοκίνητο του Τομ χάνει υγρά από το υδραυλικό τιμόνι.

απώλεια αισθήσεων

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
I paramedici trovarono la vittima dell'aggressione in stato di incoscienza.

απευαισθητοποίηση

(formale: parte del corpo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σκοτοδίνη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sam è stata vittima di uno svenimento quando la sua pressione sanguigna si è abbassata di colpo.

μπλακάουτ

(amnesia) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

με ζημία

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Devono vendere questa roba in perdita, i prezzi sono troppo bassi.

αιμορραγία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La perdita di sangue ha causato forti danni al paziente.
Η αιμορραγία προκάλεσε σημαντικές βλάβες στον ασθενή.

ρινορραγία

(επίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il conducente perse sangue dal naso dopo aver battuto la testa contro il volante durante l'incidente.

στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων

sostantivo femminile (per reato capitale) (νομικός όρος)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

διαρροή αέρος

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μείωση αξίας, πτώση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La sterlina ha subito un'altra svalutazione rispetto al dollaro.

απώλεια ακοής

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
In seguito all'esplosione il soldato soffrì una perdita dell'udito nell'orecchio destro.

μερική κώφωση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ho sempre visto il nonno con l'apparecchio acustico perché una ferita di guerra gli ha causato una parziale perdita dell'udito.

απώλεια συγκέντρωσης

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απώλεια ακοής

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

θάνατος

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La bomba esplosa al mercato ha causato un'ingente perdita di vite umane.

απώλεια μνήμης

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Il trauma subito nell'incidente ha causato una totale perdita della memoria. L'amnesia può essere temporanea o permanente.
Το χτύπημα που υπέστη στο ατύχημα του προκάλεσε ολική απώλεια μνήμης. Η απώλεια μνήμης μπορεί να είναι προσωρινή ή μόνιμη.

απώλεια λόγου

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Dopo essere stato testimone del terribile omicidio, subì una temporanea perdita della parola.

σαχλαμάρισμα, χαζολόγημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Smettila con questa perdita di tempo e mangia la cena!
Σταμάτα το χαζολόγημα και φάε το βραδινό σου!

χάσιμο χρόνου

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Cercare di convincerla è una perdita di tempo.
Είναι χάσιμο χρόνου να προσπαθήσεις να την πείσεις.

αδυνάτισμα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La sua improvvisa perdita di peso preoccupò i suoi amici.

πετρελαιοκηλίδα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La perdita di petrolio ha contaminato più di 100 km di costa.

απώλεια αίματος

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κίνδυνος απώλειας πελάτη

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il rischio di perdita del cliente è il rischio che il cliente lasci l'azienda e passi alla concorrenza.

κακή σοδειά

sostantivo femminile

Quest'anno una vasta siccità in India ha aumentato il rischio di perdita del raccolto.

απώλεια συνείδησης, απώλεια αισθήσεων

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ακύρωση εγγύησης

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διαρροή από τη στέγη, διαρροή από την οροφή

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Una chiazza umida apparve sul soffitto nel punto in cui l'infiltrazione dal tetto lasciava entrare la pioggia.

ζημία μετατροπής συναλλάγματος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απώλεια απόδοσης

sostantivo femminile (χρηματοοικονομικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μάταιο εγχείρημα, ανούσιο εγχείρημα

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παράπλευρες απώλειες

sostantivo femminile

χάσιμο χρόνου

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

απώλεια της παιδικής αθωότητας

(diventare adulti)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σημειώνω απώλειες

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La mia azienda è andata in perdita l'anno scorso e ha dovuto licenziare tre impiegati.

υποφέρω από απώλεια

verbo transitivo o transitivo pronominale (morte di persone care)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Capirai come mi sento quando soffrirai anche tu una perdita.

πενθώ για κπ, θρηνώ για κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

Sono vedova da dieci anni ma piango ancora la perdita di mio marito.

μετ' επιφυλάξεως παντός δικαιώματος

(di diritti o privilegi)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il presente procedimento è stato archiviato senza pregiudizio.

απώλεια μνήμης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

συνολική απώλεια

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βιασμός

sostantivo femminile (verginità) (απώλεια παρθενίας)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

απώλεια σοδειάς

sostantivo femminile (γεωργία)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σπατάλη χρόνου

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

καθυστέρηση

(sport) (προσπάθεια να κερδίσω χρόνο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μπάζω νερά

(nave) (σκάφος)

πενθώ για κτ, θρηνώ για κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

La coppia piange la perdita del loro bambino.

απώλεια αισθήσεων, απώλεια συνείδησης

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La vittima dell'incidente ricordava una sensazione di stordimento, poi la perdita dei sensi.
Το θύμα του ατυχήματος θυμόταν ότι ένιωσε ζαλάδα αρχικά κι έπειτα ένα κενό.

πτώση

sostantivo femminile (sport)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dopo la perdita della palla, tutti vi si lanciarono sopra.

μου λείπει κτ

verbo riflessivo o intransitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I cani sono addolorati per la perdita del padrone, avvenuta tre giorni fa.
Τα σκυλιά πενθούν για τον ιδιοκτήτη τους που πέθανε πριν από τρεις μέρες.

αλλαγή κατοχής

sostantivo femminile (sport) (της μπάλας)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Dopo la perdita di palla, la squadra avversaria ne ha ora il possesso.

αιματηρή βλέννη

sostantivo femminile (gravidanza)

La perdita del tappo mucoso indica l'inizio del travaglio.

χαμένη πελατεία

(abbandono)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La precedente perdita di clienti ha influenzato negativamente i profitti di quest'anno.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του perdita στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του perdita

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.